Στις 26 Δεκεμβρίου του 2004, ένας σεισμός μεγέθους 9,1 προκάλεσε τεράστια τσουνάμι στον Ινδικό Ωκεανό, στέλνοντας κύματα που χτύπησαν τις ακτές 14 χωρών με καταστροφική δύναμη. Είναι ένας από τους ισχυρότερους σεισμούς που έχουν καταγραφεί ποτέ, όπως και ο σημερινός, που έπληξε τη Ρωσία και σήμανε συναγερμό για τσουνάμι σε πολλές περιοχές του κόσμου.

Ο σεισμός και το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού το 2004 ήταν από τις πιο φονικές καταστροφές στη σύγχρονη ιστορία, σκοτώνοντας περίπου 230.000 ανθρώπους και επηρεάζοντας εκατομμύρια.

Ο αρχικός σεισμός σημειώθηκε ανοιχτά της δυτικής ακτής του νησιού Σουμάτρα στην Ινδονησία, το πρωί της δεύτερης ημέρας των Χριστουγέννων (Boxing Day). Ολόκληρες πόλεις και χωριά παρασύρθηκαν καθώς χιλιάδες χιλιόμετρα ακτογραμμής καταστράφηκαν σε Ινδονησία, Ινδία, Ταϊλάνδη, Σρι Λάνκα, Μαλδίβες, Μαλαισία, Μιανμάρ, Σεϋχέλλες και Σομαλία.

Η έλλειψη συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και η ελάχιστη διαθεσιμότητα δεδομένων για τη στάθμη της θάλασσας έκαναν τους σεισμολόγους να παλεύουν να καθορίσουν το μέγεθος του σεισμού και ακριβώς πού –και αν– θα χτυπούσαν τα κύματα.

Πολλοί έμειναν χωρίς προειδοποίηση και με ελάχιστο χρόνο να διαφύγουν. Άλλοι δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε, καθώς η θάλασσα αποτραβήχτηκε, αποκαλύπτοντας τον πυθμένα – ένα φυσικό σημάδι προειδοποίησης για πιθανό τσουνάμι.

Η επαρχία Άτσεχ της Ινδονησίας, που βρισκόταν πιο κοντά στο επίκεντρο, χτυπήθηκε πιο σκληρά, με περίπου 130.700 νεκρούς και 565.384 ανθρώπους εκτοπισμένους εντός της χώρας, ενώ 199.766 σπίτια καταστράφηκαν ή υπέστησαν ζημιές.

Ο τρόμος του τσουνάμι διαρκεί ακόμα και σήμερα, μετά από δύο δεκαετίες, με κοινότητες που έχουν ξαναχτιστεί και οικογένειες που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα να φέρουν ακόμη τις πληγές.

Η Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (NOAA) χαρακτήρισε την τραγωδία ως «καμπανάκι αφύπνισης» και από τότε έχει αυξήσει τις επενδύσεις στην επιστήμη των τσουνάμι και την ανάπτυξη πλωτών μετεωρολογικών σταθμών που χρησιμοποιούνται στα συστήματα παρακολούθησης τσουνάμι για ταχύτερη και ακριβέστερη ανίχνευση σεισμικών γεγονότων.