Στον ανακριτή απολογούνται σήμερα οι τέσσερις Κούρδοι οι οποίοι συνελήφθησαν σε γιάφκα στου Γκύζη και κατηγορούνται για σειρά κακουργηματικών πράξεων.

Χθες, με εισαγγελική παραγγελία, δόθηκαν στη δημοσιότητα οι φωτογραφίες των κατηγορουμένων σε μια προσπάθεια των αρχών να συγκεντρώσουν νέα στοιχεία για την υπόθεση.

Σε βάρος τους, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για:

– συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης με την επιβαρυντική περίσταση της κατασκευής, προμήθειας, κατοχής όπλων, εκρηκτικών υλών προς εξυπηρέτηση σκοπών τρομοκρατικής οργάνωσης, τελεσθείσα από κοινού

– τέλεση τρομοκρατικών πράξεων προμήθειας, κατασκευής και κατοχής εκρηκτικών υλών, μηχανισμών, βομβών με σκοπό να χρησιμοποιηθούν για να προξενήσουν κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγματα και σε άνθρωπο, τελεσθείσα από κοινού

– τέλεση τρομοκρατικών πράξεων διακεκριμένης κατοχής πολεμικού τυφεκίου, πολυβόλων, πιστολίων, χειροβομβίδων, πυρομαχικών, εκρηκτικών υλών, εκρηκτικών μηχανισμών και λοιπών ειδών πολεμικού υλικού, με σκοπό τη διάθεση τους σε τρίτους για τη διάπραξη κακουργήματος ή τον παράνομο εφοδιασμό ομάδων, τελεσθείσα από κοινού

– πλαστογραφία κατ’ εξακολούθηση τελεσθείσα από κοινού

– παράνομη είσοδο στην Ελλάδα

Σύμφωνα με την αστυνομία, DNA αλλά και αποτύπωμα ενός κατηγορούμενου εντοπίστηκε σε καλάσνικοφ και υποπολυβόλο, που βρέθηκε μέσα στη γιάφκα. Στο υποπολυβόλο υπήρχαν αποτυπώματα και δεύτερου κατηγορούμενου.

Γενετικό υλικό του 34χρονου Τούρκου , ο οποίος είχε συλληφθεί για την υπόθεση μεταφοράς όπλων πέρυσι το καλοκαίρι ανοιχτά της Χίου μέσα σε φουσκωτό σκάφος, βρέθηκε σε πιστόλι και γεμιστήρα που εντοπίστηκαν στη γιάφκα και κατασχέθηκαν.

Οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν τις έρευνες για την ταυτοποίηση των στοιχείων των τριών από τους τέσσερις κατηγορούμενους, καθώς εκτιμούν ότι είναι ισχυρή η πιθανότητα τα ονόματα που δήλωσαν στις αρχές να μην είναι τα πραγματικά. Μάλιστα, σύμφωνα με την αστυνομία, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι το πραγματικό όνομα του κατηγορούμενου Bayir Cengiz είναι Ισμαήλ Ακόλ και πρόκειται για μεγαλοστέλεχος του επιχειρησιακού τομέα της οργάνωσης DHKP-C.

Οι κατηγορούμενοι, πάντως, καταγγέλλουν την αστυνομία για βίαιη συμπεριφορά καθώς και ότι προχώρησε σε εξέταση DNA παρά τη θέληση τους.