Νέες διαστάσεις στην πολύκροτη υπόθεση της λεγόμενης «μαφίας του χασίς» στην Κρήτη δίνει αναφορά που υποβλήθηκε στον Εισαγγελέα Εφετών Ανατολικής Κρήτης αλλά και στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και η οποία εγείρει ζητήματα ακόμη και για την ακυρότητα προανακριτικών πράξεων της Αστυνομίας.

Ζητήματα που, σύμφωνα με το cretalive.gr,  έχουν να κάνουν τόσο με την αντιμετώπιση από πλευράς Αστυνομίας της αναφοράς διαφόρων ονομάτων από τους κατηγορούμενους, κατά τη διάρκεια των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, μεταξύ των οποίων και δικηγόρων των κατηγορουμένων, όσο όμως και για όσους τελικά οδηγήθηκαν ως κατηγορούμενοι ενώπιον της δικαιοσύνης.

Συγκεκριμένα ερωτήματα, με την ανάλογη νομική τεκμηρίωση, θέτει στην αναφορά του – η οποία κοινοποιήθηκε και στον Άρειο Πάγο- ένας από τους δικηγόρους ο οποίος έχει ήδη καταθέσει και μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου ζητώντας να καταλογιστούν ευθύνες όπου αναλογούν, μιλώντας για σκόπιμη και δόλια χρήση απαγορευμένων αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία του Λασιθίου για να δημιουργηθούν εντυπώσεις και υπόνοιες τέλεσης αδικήματος άσχετου με την ερευνώμενη υπόθεση.

Υπενθυμίζεται ότι η έγκληση και η μηνυτήρια αναφορά που προηγήθηκαν στρέφονται σε βάρος τόσο του προφυλακισμένου πλέον κατηγορούμενου ο οποίος επικαλέστηκε το όνομα του σε τηλεφωνική επικοινωνία με συγκατηγορούμενο του, όσο σε βάρος του Αστυνομικού Διευθυντή Λασιθίου και του Διοικητή της Δίωξης Ναρκωτικών Αγίου Νικολάου.

Η Αναφορά επικεντρώνεται στη χρήση και την ερμηνεία των ηχογραφημένων τηλεφωνικών συνομιλιών των βασικών κατηγορουμένων για τους οποίους προϋπήρξε άρση του τηλεφωνικού τους απορρήτου και επισύνδεση των συνομιλιών τους.

Με την επίκληση της υπαριθ. 6/2008 Γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά και των σχετικών νομικών διατάξεων, υπενθυμίζεται το αυστηρό καθεστώς κάτω από το οποίο επιτρέπεται η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των πολιτών και ο τρόπος με τον οποίο μπορούν οι ακροάσεις να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη απόλυτα συγκεκριμένων κακουργηματικού χαρακτήρα πράξεων, “απαγορευομένης κάθε διαδικασίας αν πρόκειται για οποιοδήποτε άλλο αδίκημα», όπως ανεπίτρεπτα- κατά τον ίδιο το δικηγόρο έγινε – τουλάχιστον στην περίπτωση του. Και αυτό μάλιστα με την υπόμνηση ότι κάθε παράβαση του νόμου επιφέρει ακυρότητα, όπως ρητά προβλέπει ο νόμος.

Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο αναφέρων, σκόπιμα και εν γνώσει του νόμου ο συγκεκριμένος αξιωματικός που έκανε την αστυνομική προανάκριση χρησιμοποίησε τα απαγορευμένα αυτά αποδεικτικά στοιχεία για να δημιουργήσει εντυπώσεις εις βάρος του «από εμπάθεια εξαιτίας αναφοράς που είχε καταθέσει εις βάρος του ο δικηγόρος τον Σεπτέμβριο του 2011 όταν ο συγκεκριμένος αξιωματικός είχε απειλήσει την Ανακρίτρια Ηρακλείου μέσα στο γραφείο της».

Στο κείμενο μεταξύ άλλων ο δικηγόρος αναφέρει. : «Οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων (όπως η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου) συνιστούν ουσιαστικά περιορισμό της ποινικής αξίωσης της πολιτείας υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην περίπτωσή τους, δηλαδή, ο νομοθέτης προβαίνει σε μια στάθμιση υπέρ των συνταγματικά προστατευόμενων ελευθεριών, γιατί δεν επιθυμεί να επιτρέψει στις διωκτικές Αρχές να γίνουν «ελεύθεροι σκοπευτές» κατά παντός εγκλήματος και κατά οποιουδήποτε εισέρχεται τυχαία στο ανακριτικό τους στόχαστρο. Και αυτό το κάνει γιατί γνωρίζει καλά το επισφαλές αυτών των ειδικών ανακριτικών πράξεων και τους κινδύνους που εγκυμονεί η συλλογή και η αξιοποίηση τυχαίων και άσχετων με την ερευνώμενη υπόθεση ευρημάτων από τις διωκτικές Αρχές. Γι αυτό δεν επιτρέπει να χρησιμοποιηθούν ακόμη και εις βάρος των ιδίων των καθών η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου, όταν οι πληροφορίες που αντλούνται από το περιεχόμενο των καταγεγραμμένων συνομιλιών αφορούν σε άσχετα με την ερευνώμενη υπόθεση εγκλήματα, όπως προκύπτει κάθε φορά από το σχετικό βούλευμα που διατάσσει την άρση. Πολύ περισσότερο το απαγορεύει να χρησιμοποιηθούν για την απόδειξη εγκλημάτων τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε αυτά για τα οποία επιτρέπεται άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Σκεφτείτε, τώρα, πόσο αποδοκιμαστέα από το δίκαιο είναι η χρήση των απαγορευμένων αυτών στοιχείων (συνομιλιών) για την στήριξη κατηγορίας εις βάρος άσχετων – αμέτοχων τρίτων περί τελέσεως άλλης, άγνωστης μέχρι της στιγμής εκείνης, αξιόποινης πράξης για την οποία δεν επιτρέπεται η άρση του τηλεφωνικού απορρήτου.»

Στην αναφορά επισημαίνεται ακόμα ότι «η αλόγιστη και παράνομη τελικά χρήση αυτών των επισφαλών αποδεικτικών μέσων εγκυμονεί κινδύνους για ανυποψίαστους πολίτες οι οποίοι μπορεί τυχαία να βρεθούν στο στόχαστρο της Αστυνομίας».

Όπως τονίζουν νομικοί κύκλοι, τα όσα επισημαίνει ο δικηγόρος στην αναφορά του δημιουργούν προβληματισμό σχετικά με την εγκυρότητα των ενεργειών της Αστυνομίας σε σχέση και με τους κατηγορούμενους στην υπόθεση, δεδομένου ότι οι αποδείξεις στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες των κατηγορουμένων και όχι σε επ’ αυτοφώρω σύλληψη ή σε απτά στοιχεία, όπως συνήθως γίνεται σε υποθέσεις ναρκωτικών.