Ο λαμπρός τενόρος διατήρησε την αναπάντεχη τύχη να γίνει ζωντανός θρύλος της όπερας, όντας ο μεγάλος σταρ του ιδιαίτερου αυτού μουσικού είδους για αρκετές δεκαετίες. Αναμφίβολα από τις σπουδαιότερες φωνές αλλά και προσωπικότητες της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, ήταν ο άνθρωπος που του πιστώνεται ότι έφερε την όπερα κοντά στο ευρύτερο κοινό, εξοικειώνοντας τον κόσμο με τις οπερετικές μελωδίες. Ο «βασιλιάς των υψηλών ντο», όπως χαρακτηρίστηκε από την ικανότητά του να αποδίδει τους υψηλότερους φθόγγους της φωνητικής έκτασης ενός τενόρου, έβαλε σκοπό με την πληθωρικότητα του χαρακτήρα του και τα απαράμιλλα φωνητικά του προσόντα να κάνει την όπερα δημοφιλή σε όλους. Εμφανίστηκε έτσι σε τηλεοπτικά σόου και συναυλίες άλλων μουσικών ειδών, αγγίζοντας φήμη πρωτοφανώς καθολική για τενόρο! Ηχογράφησε εκτεταμένα, τραγούδησε τα πάντα, δάνεισε τη φωνή του για καλούς σκοπούς και έβαλε την όπερα στα σπίτια των ανθρώπων που μαγεύτηκαν από τη φωνητική του δεξιοτεχνία. Με καλλιτεχνία μεγαλύτερη και από τη ζωή, ο διεθνής αστέρας της όπερας πρόλαβε πριν φύγει από τη ζωή το 2007 να αλλάξει μια για πάντα το πρόσωπο του μουσικού είδους που τόσο λάτρεψε και υπηρέτησε πιστά… Πρώτα χρόνια Ο Λουτσιάνο Παβαρότι γεννιέται στις 12 Οκτωβρίου 1935 στα περίχωρα της ιταλικής πόλης Μόντενα. Γιος φούρναρη και ερασιτέχνη τενόρου, κυλούσε το μικρόβιο της μουσικής στις φλέβες του ήδη από τα μικράτα του: οι φήμες θέλουν τον μαιευτήρα που τον ξεγέννησε να απορεί με την ψιλή φωνή του βρέφους και να προφητεύει ότι θα γίνει σίγουρα τενόρος κάποια μέρα! Η φαμίλια μαστιζόταν ωστόσο από τη φτώχεια και ψευτοπερνούσε τη ζωή της μέσα σε ένα σπίτι με δύο δωμάτια. Και σαν να μην έφτανε η πάλη με την ανέχεια, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αναγκάσει την οικογένεια του φούρναρη και της βιομηχανικής εργάτριας να εγκαταλείψουν το σπιτικό τους και να νοικιάσουν ένα δωμάτιο στην επαρχία. Εκεί θα έρθει σε επαφή ο μικρός Λουτσιάνο με τις αγροτικές εργασίες και θα μαγευτεί από την καλλιέργεια της γης, θέλοντας έτσι να γίνει αγρότης. Αργότερα αποφάσισε να ασχοληθεί επαγγελματικά με το ποδόσφαιρο, καθώς ήταν γερός τερματοφύλακας, αν και σύντομα θα τον κέρδιζαν καθοριστικά οι δίσκοι του πατέρα του, που πλημμύριζαν το σπίτι με τις μελωδίες των μεγαλύτερων τενόρων της εποχής. Κι έτσι σε ηλικία 9 ετών θα βρεθεί στο πλευρό του πατέρα του στην τοπική εκκλησιαστική χορωδία. Η φωνή του πιτσιρικά δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη κι έτσι σύντομα θα μεταπηδήσει στο τοπικό ωδείο. Εκεί θα αρχίσει να ασχολείται σοβαρότερα με το κλασικό τραγούδι και από τα 19 του θα μαθητεύσει δίπλα σε διαπρεπή ιταλό τενόρο, ο οποίος μάλιστα ανέλαβε αμισθί το ανεπανάληπτο ταλέντο. Κι έτσι σε ηλικία 20 ετών θα ταξιδέψει με την τοπική χορωδία της Μόντενα σε διεθνή διαγωνισμό μουσικής στην Ουαλία, με την ομάδα του να κατακτά πράγματι την πρώτη θέση… Οπερετικό ντεμπούτο Στο δίλημμα της ζωής του, ο Παβαρότι παράτησε την καριέρα του σχολικού δασκάλου μουσικής (δίδασκε ήδη 2 χρόνια σε Δημοτικό) για να αφιερωθεί ολόψυχα στο τραγούδι, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Η πρώτη φορά που θα ανέβει επαγγελματικά στη λυρική σκηνή θα είναι στις 29 Απριλίου 1961, όταν ενσάρκωσε τον ρόλο του Rodolfo στην όπερα «La Boheme» του Teatro Reggio Emilia. Το διεθνές ντεμπούτο του θα έρθει δύο χρόνια αργότερα, το 1963, όταν αντικατέστησε τον ξακουστό συνάδελφό του Giuseppe Di Stefano στον ίδιο ρόλο, αυτή τη φορά όμως στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου. Κατόπιν πήρε μέρος στην ευρωπαϊκή περιοδεία της «La Scala» (1963-64), ενώ τον Φεβρουάριο του 1965 μάγεψε για πρώτη φορά το αμερικανικό κοινό. Την ίδια μάλιστα χρονιά θα ξεκινούσε τη θρυλική συνεργασία του με την αυστραλή σοπράνο Joan Sutherland: από κοινού θα κατακτήσουν τις λυρικές σκηνές της οικουμένης, όπως στην κλασική πλέον εμφάνισή τους στη Μητροπολιτική Όπερα της Νέας Υόρκης το 1972… Η φωνή και η ερμηνευτική του δεινότητα, στα πρότυπα πάντα των μεγάλων ιταλών τενόρων, τον έκαναν αρκετά γρήγορα αστέρι του κλασικού πενταγράμμου, με φήμη διεθνή και φανατικό κοινό που κατέκλυζε πάντα τις συναυλιακές αίθουσες που τραγουδούσε. Στην ανεπανάληπτη αναγνωρισιμότητά του συνέβαλαν τα μέγιστα τόσο οι αναρίθμητες ηχογραφήσεις του όσο και οι καταιγιστικές τηλεοπτικές εμφανίσεις, οι οποίες έφεραν την όπερα μέσα στα σπίτια του παγκόσμιου κοινού. Το 1982, ο Λουτσιάνο Παβαρότι εμφανίστηκε στην ταινία «Yes, Giorgio», ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η αυτοβιογραφία του… Συνεργασίες Ήταν η αποφασιστικότητα του Παβαρότι να κάνει την όπερα δημοφιλές μουσικό είδος που τον ώθησε να συνεργαστεί εκτεταμένα με τους άλλους δύο γνωστούς τενόρους της εποχής, τον Πλάσιντο Ντομίνγκο και τον Χοσέ Καρέρας: οι «Τρεις Τενόροι», όπως θα μείνουν γνωστοί, πιστώνονται πράγματι τη διάχυση της κλασικής μουσικής στις πλατιές μάζες. Ήταν η πρώτη φορά που η όπερα έβγαινε από το καβούκι της και μάγευε το μη μυημένο κοινό με τέτοια δυναμική… Επόμενος σταθμός της καριέρας του, να μοιραστεί την ίδια σκηνή με καλλιτέχνες που υπηρετούσαν άλλα μουσικά είδη, γράφοντας για άλλη μια φορά Ιστορία: τενόρος να συνεργάζεται με ροκ σταρ και ποπ είδωλα πού ξανακούστηκε; Ο Παβαρότι έδωσε συναυλίες με πολλούς μουσικούς, από τον Έρικ Κλάπτον και τον Μπόνο των U2 μέχρι τη Σελίν Ντιόν, ακόμα και τις Spice Girls! Είχε πετύχει τον σκοπό του πέραν πάσης αμφιβολίας! Ποια σκηνή θα μπορούσε εξάλλου να χωρέσει το ποπ γυναικείο συγκρότημα και τον αστέρα του κλασικού τραγουδιού, αν δεν ήταν η πληθωρική προσωπικότητα του Παβαρότι να εξομαλύνει τις αντιθέσεις; Προσωπική ζωή Ο Παβαρότι ήταν ταυτοχρόνως πάντα στην πρώτη γραμμή της φιλανθρωπίας, δίνοντας αμέτρητες κυριολεκτικά συναυλίες για καλό σκοπό. Ξεχωρίζουν εδώ οι συναυλίες για την ανθρωπιστική βοήθεια στον Πόλεμο της Βοσνίας, που έδωσε από κοινού με τον Μπόνο, την ίδια στιγμή που δούλεψε ακατάπαυστα στο πλευρό της πριγκίπισσας Νταϊάνα για την απαγόρευση των ναρκοπεδίων σε διεθνές επίπεδο. Το 2005 τιμήθηκε εκτεταμένα για το ανθρωπιστικό του έργο και τις υπηρεσίες του στην ανθρωπότητα. Η τελευταία του οπερετική παράσταση θα ήταν στην εναρκτήρια τελετή των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων του Τορίνο, τον Φεβρουάριο του 2006. Την ώρα που ετοιμαζόταν για άλλη μια συναυλιακή τουρνέ τον Ιούλιο του 2006, εγχειρίστηκε εσπευσμένα σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης για αφαίρεση καρκινικού όγκου. Τον επόμενο χρόνο πέρασε άλλες δύο βδομάδες θεραπείας σε νοσοκομείο της γενέτειράς του αυτή τη φορά (Αύγουστος 2007), βγαίνοντας από την κλινική μόλις δύο εβδομάδες πριν από τον θάνατό του. Ήταν πια στο τελικό στάδιο της νόσου και επέλεξε να επιστρέψει στο σπίτι του καθώς τίποτα άλλο δεν μπορούσε να γίνει. Ο σουπερστάρ της όπερας άφησε την τελευταία του πνοή στη Μόντενα στις 6 Σεπτεμβρίου 2007, σε ηλικία 71 ετών. Πέρα από τις ηχογραφήσεις του που περιλαμβάνονται στο πάνθεο πια του κλασικού τραγουδιού, άφησε και 4 κόρες, τρεις από την πρώτη του σύζυγο, Adua, και μία από τη δεύτερη γυναίκα του, Nicoletta Mantovani. Η εγγονή του μάλιστα ακολουθεί τα χνάρια του ανθρώπου που άλλαξε το οικουμενικό πρόσωπο της όπερας, κάνοντάς τη φιλικότερη στα πλατιά στρώματα… Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr