Έναν πολύ σύντομο διάλογο είχαν χθες το βράδυ στην αίθουσα της Ολομέλειας, λίγο πριν την έναρξη της ψηφοφορίας για τον προϋπολογισμό του 2021, ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ Ανδρέας Λοβέρδος με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, τον πρώτο μετά τις αποκαλύψεις που κάνει ο πρώην υπουργός στο νέο του βιβλίο υπό τον τίτλο «Απόπειρα Δολοφονίας» όπου αναφέρει πως ήθελε να σπάσει στο ξύλο τον τέως πρωθυπουργό επειδή επιχείρησε να τον μπλέξει τεχνηέντως στην πολυσυζητημένη υπόθεση Novartis.

Ο διάλογος των δύο ανδρών κράτησε λιγότερο από ένα λεπτό και ήταν από απόσταση ασφαλείας λόγω κορονοϊού. Εάν κρίνουμε από τη γλώσσα του σώματος πάντως, δεν ήταν και ιδιαίτερα εγκάρδιος. Ο κ. Λοβέρδος είχε σχεδόν συνεχώς τα χέρια στις τσέπες και ο κ. Τσίπρας έκανε κοφτές κινήσεις με τα χέρια του. Ωστόσο το περιεχόμενο των όσων ειπώθηκαν δεν διέρρευσε από καμία πλευρά.

Ο βουλευτής του ΚΙΝ.ΑΛ. γράφει στο πόνημά του για το πως γεννήθηκε στο μυαλό του η ιδέα να σπάσει τη μύτη του τότε πρωθυπουργού, ως εξής:

«Έβλεπα στις τηλεοράσεις διαφόρους να λένε συκοφαντικές κουταμάρες, άκουγα να αρθρώνονται επιχειρήματα της συμφοράς με περισπούδαστο ύφος -χαρακτηριστικά στη Βουλή, ένας από αυτούς ούρλιαζε «επαϊόντως»-, διαπίστωνα πως οι πανάθλιες και πανάσχετες συκοφαντίες των ψευδομαρτύρων λανσάρονταν ως επιχειρήματα, ένιωθα πως επιχειρούσαν να σπιλώσουν το έργο μου στα υπουργεία Εργασίας και Υγείας όπου έδωσα τα πάντα, κάνοντας μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακόμη και θα εφαρμόζονται για χρόνια, καταλάβαινα πως επιχειρούν να με δολοφονήσουν κι άρχισα να ζητώ εκδίκηση. Δεν είχα, ωστόσο, εστιάσει στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα. Το βάναυσο αυτό συναίσθημα διαχέονταν προς όλες και όλους, όσοι διέσπειραν συκοφαντίες. Τους εκπροσωπούσε ο αρχηγός τους, ο τότε πρωθυπουργός. Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα να τον δείρω. Κυριολεκτώ. Την οργάνωσα, μάλιστα, λίγο στο μυαλό μου. Θα επεδίωκα, σκεφτόμουν, να διασταυρωθώ μαζί του, όταν θα ερχόταν στην αίθουσα της Βουλής για να μιλήσει και τότε θα του έσπαγα τη μύτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σοβαρολογούσα.

Παρακάλεσα τον Άγγελο Καραχάλιο και τη Μαρία Μιλήνη να συσκεφτούμε για τη στάση μου στη Βουλή. Όταν έκανα ως εισήγηση τη σκέψη να δείρω τον πρωθυπουργό και κατάλαβαν πως δεν αστειεύομαι, έμειναν αγάλματα. Δεν συνήλθαν αμέσως. Είμαι τόσο ξένος και ριζικά αντίθετος με όλα αυτά, που έψαχναν να βρουν κάτι να πουν. Μετά άρχισαν να διαμαρτύρονται, ίσως και να φωνάζουν.

Τους κοιτούσα απολύτως αδιάφορος. Εως που άρχισαν να αρθρώνουν επιχειρήματα εναντίον όσων σκεφτόμουν να κάνω. Εν πάση περιπτώσει πείστηκα αμέσως. Μετά το συζήτησα για λίγο και με τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσα στην πραγματικότητα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το είχα σκεφτεί.

Έναν χρόνο αργότερα, μετέφερα τη σκέψη μου αυτή στον μικρότερο γιο μου τον Δημήτρη. Η απάντησή του ήταν καθηλωτική: «Μπαμπά, μην το κάνεις. Εγώ ξέρεις πως είμαι Μέσι, φουλ Μέσι. Αν, όμως, ο Μέσι χτυπήσει τον Ρονάλντο, θα πάρω τη θέση του Ρονάλντο. Δεν έχω άλλον τρόπο να στο πω, αλλά πρέπει να με καταλάβεις, μην το κάνεις». Παιδί 14 ετών, έμεινε και συζητήσαμε το θέμα Novartis πάνω από 1,5 ώρα. Λέω έμεινε, γιατί ήταν και ο άλλος γιος μου μπροστά όταν ξεκινήσαμε τη συζήτηση, ο Ρωμανός, ο οποίος με στήριξε με τον δικό του συνήθη τρόπο. Δηλαδή με συνοπτικές διαδικασίες και λίγα αλλά σταθερά λόγια. Το χάρηκα πραγματικά. Ένιωσα υπέροχα, περιττό να πω πως τα περί εκδίκησης είχαν λάβει οριστικό τέλος».