Η τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν νωρίτερα σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά από μία περίοδο κλιμακούμενης έντασης λόγω των διαρκών τουρκικών προκλήσεων, μπορεί να εστίασε σε θέματα «χαμηλής πολιτικής», ωστόσο σημαίνει και αποκατάσταση των ανοιχτών διαύλων επικοινωνίας με στόχο την αποκλιμάκωση.

Γράφει η Βίκυ Σαμαρά

Την τηλεφωνική επικοινωνία των δύο ηγετών είχαν κλείσει η υπεύθυνη του γραφείου θεμάτων ΕΕ της γενικής γραμματείας του πρωθυπουργού Ελένη Σουράνη και ο εκπρόσωπος της τουρκικής Προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν, χωρίς να διευκρινίζεται τίνος ήταν η αρχική πρωτοβουλία.

Η συζήτηση σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές επικεντρώθηκε στα λεγόμενα ζητήματα χαμηλής πολιτικής όπως η πανδημία του κορονοϊού και η αποκατάσταση των τουριστικών και ταξιδιωτικών ροών στο πλαίσιο και της συζήτησης στην ΕΕ για το άνοιγμα των ευρώ- συνόρων σε τρίτες χώρες τον Ιούλιο.

Η Ελλάδα σύμφωνα με πληροφορίες δεν είναι καταρχήν αντίθετη να μπούν στη πρώτη ομάδα τρίτων χωρών προς και από τις οποιες θα ανοίξουν τα σύνορα της ΕΕ η Τουρκία και τα Δυτικά Βαλκάνια.

Οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι οι δύο ηγέτες δεν μπηκαν σε ζητήματα υψηλής πολιτικής, ωστόσο συμφώνησαν ότι η ένταση είχε φτάσει σε υψηλά επίπεδα και χρειαζόταν αποκατάσταση των διαύλων επικοινωνίας. Σημείωναν εξάλλου ότι όπως είναι φυσικό η ένταση δεν μπορεί να αποκλιμακωθεί αν οι δυο πλευρές δεν συζητούν για κανένα θέμα.

Υπενθυμίζεται ότι ο κ.Μητσοτάκης σε συνέντευξη του στο Star στις 25 Μαϊου, είχε μεταξύ άλλων αναφέρει:

«Είμαστε σίγουροι για το δίκαιό μας και η Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή μια χώρα που έχει αυτοπεποίθηση. Δεν θα έπρεπε να είναι θέμα αν και πώς θα μιλήσει ο Έλληνας πρωθυπουργός με τον Τούρκο πρόεδρο – δεν θα έπρεπε να είναι είδηση. Πώς θα μιλάμε για ζητήματα, όπως, π.χ. η πανδημία. Δεν σημαίνει ότι επειδή μπορεί να υπάρχει μια επικοινωνία, πρέπει σώνει και καλά να λύσουμε όλα τα ζητήματα με τα οποία διαφωνούμε…Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας».

Όπως έλεγαν κυβερνητικές πηγές: «Διπλωματία και συνεννόηση με σπασμένους διαύλους επικοινωνίας δεν μπορεί να υπάρξει. Η συγκυρία επιβάλλει τη συνεννόηση και σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής, ωστόσο αυτό δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση εκπτώσεις στα εθνικά συμφέροντα της χώρας».