Ήταν η τηλεοπτική ατραξιόν της εβδομάδας. Και δικαίως. Αν και κάθε άλλο παρά πρώτη φορά έδινε ρεσιτάλ παραληρηματικής αυταρέσκειας ο Παναγιώτης Ψωµιάδης.

Επεσε, ωστόσο, θύµα της σκηνοθεσίας του τηλεοπτικού εαυτού του. Κάποτε θα γινόταν. Αφορµή για το σόου του αδικηµένου φιλάνθρωπου και δήθεν πολιτικά διωκόµενου ήταν η καταδίκη του από το δικαστήριο επειδή µείωσε το πρόστιµο σε πρατηριούχο βενζίνης, ο οποίος είχε συλληφθεί να υποτροπιάζει στη νοθεία καυσίµων. ∆ύσκολα δεν θα του αναγνωρίσει κανείς το σχεδόν παιδιάστικο πλέον – µε την έννοια ότι το ‘χει χρησιµοποιήσει τόσες φορές άνευ αποτελέσµατος άλλου πλην σπαρταριστού τηλεοπτικού θεάµατος – πείσµα να προβάλλει εαυτόν ως τον «ιδανικό πολιτικό και άνθρωπο». Κανένα παράπτωµα, απλώς φιλάνθρωπος. Πώς δεν το ‘χαν σκεφτεί τόσοι ρουσφετολόγοι πολιτικοί να χρήσουν τα ρουσφέτια «φιλανθρωπία». Γιατί όλα για ανθρώπους φτωχούς, ασθενείς και αναξιοπαθούντες γίνονταν.

Βεβαίως, φιλανθρωπία θα ήταν να πληρώσει ο κ. Ψωµιάδης τα 85.000 ευρώ του προστίµου του πρατηριούχου από την τσέπη του. ∆εν µπορεί το αξίωµα που η λαϊκή ψήφος αναθέτει σε πολιτικό άρχοντα να χρησιµοποιείται για οποιαδήποτε ιδιωτική εξυπηρέτηση. Αυτό το αυτονόητο βεβαίως έχει χαθεί προ πολλού από την πολιτική. Και η τηλεόραση της πρωινάδικης φαντασµαγορικής πολιτικής έχει µεγάλη ευθύνη.
Η τηλεόραση του λαϊκισµού που χρησιµοποιούσαν– και δυστυχώς ακόµη το πράττουν ορισµένοι –για να σκηνοθετήσουν ίµατζ πολιτικού υψηλής κοινωνικής ευαισθησίας. Η τηλεόραση στην οποία ασθενείς και αναξιοπαθούντες εξέθεταν κλαίγοντας το πρόβληµά τους για να παρέµβει on air ο αρµόδιος υπουργός και να το επιλύσει, παριστάνοντας ότι το υπουργείο του λειτουργεί.

∆υστυχώς, διαπιστώσαµε µε τον πιο σκληρό τρόπο ότι όλο αυτό το ψυχαγωγικό υπερθέαµατης on camera πολιτικής ουδεµία σχέση είχε µε την τραγική πραγµατικότητα της χώρας.

Υπάρχει ωστόσο µια στιγµή για όλους εκείνους που αποτελούν προϊόντα εποχών αφασίας, υπεραφθονίας και υπερβολών– όπως ήταν η πολύ τηλεοπτική χώρα µας την τελευταία 15ετία –κατά την οποία καλούνται να αντιληφθούν ότι ο χρόνος κυλάει και οι αλλαγές είναι αναπόφευκτες. ΟΠαναγιώτης Ψωµιάδης – και δεν είναι ο µόνος – υπήρξε ιδανικό πρότυπο αυτών των εποχών. Αξιοποίησε άριστα το τηλεοπτικό τελετουργικό που ήθελε «λαϊκούς ήρωες», δήθεν φορείς του «αυθεντικού», φωνακλάδες σόουµαν της πολιτικής και ιδίως της συναισθηµατικής πατριδολαγνείας. Παρόµοια είναι και η περίπτωση Ψινάκη ο οποίος –µε άλλα χαρακτηριστικά αλλά και αυτός ως φορέας του «αυθεντικού» (καρναβαλισµού) – έχει αναδειχθεί σε διασηµότητα των τηλεοπτικών καιρών και δι’ αυτής της οδού βρέθηκε στην τοπική αυτοδιοίκηση.

Το πρόβληµα είναι ότι σιγά σιγά το θέαµα «καταπίνει» την ιδιότητα. Γιατί παραµένει απολαυστικό όπως κάθε σόου, πλην ατελέσφορο πολιτικά. Αλλωστε το πλήθος από σατιρικά φιλµάκια που απέδωσαν σε σπαρταριστή συµπύκνωση την ολοήµερη εµφάνιση Ψωµιάδη της περασµένης ∆ευτέρας («ΡάδιοΑρβύλα», Λαζόπουλος κ.λπ.) αποτύπωναν σε όλο της το εύρος την παθογένεια της συµπεριφοράς και της νοοτροπίας. Ολο αυτό το σπαρτάρισµα είναι πολύ τηλεοπτικό, µακράν όµως από την πραγµατικότητα ενός τόπου που συνειδητοποιεί µε σκληρότητα ότι οι τηλεοπτικές πλάνες και η κατάργηση των αυτονόητων τον έφερε στο χείλος του γκρεµού και ότι κανένας τηλεοπτικός ρόλος «λαϊκού ήρωα», καµιά καρναβαλική προσωπικότητα δεν µπορεί να του προσφέρει τίποτε περισσότερο από µια στιγµή πλακατζίδικης τηλεόρασης.