Ήδη από το 1970 ο Feingold εισήγαγε την υπόθεση ότι τα πρόσθετα των τροφίμων και ιδιαίτερα οι χρωστικές και τα βελτιωτικά γεύσης, μπορούν να επηρεάζουν την υπερκινητική συμπεριφορά στα παιδιά μέσω αλλεργικών και φαρμακολογικών μηχανισμών.

Ο Feingold ισχυρίστηκε ότι τα παιδιά που είναι αλλεργικά στην ασπιρίνη είναι και ιδιαίτερα ευάλωτα στις συνθετικές χρωστικές, οι οποίες παράγουν σαλικυλικά και πρότεινε μια δίαιτα ελεύθερη σε τρόφιμα πλούσια σε φυσικά σαλικυλικά και συνθετικές χρωστικές και βελτιωτικά γεύσης.

Μια μετά-ανάλυση του 2012, που συμπεριέλαβε 24 διπλά τυφλές διασταυρούμενες κλινικές δοκιμές έδειξε ότι η κατανάλωση προσθέτων οδηγούσε σε μια επίδραση της συμπτωματολογίας της τάξης του 18%, μετά από εκτίμηση αυτής από τους γονείς, επίδραση που μειώθηκε στο 12% μετά από προσαρμογή για πιθανά σφάλματα. Οι παρατηρούμενες από τους δασκάλους αλλαγές δεν έδειξαν στατιστικά σημαντική επίδραση παρά μόνο όταν στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν οι μελέτες υψηλής ποιότητας. Στα ψυχομετρικά τεστ προσοχής η ολική επίδραση ήταν 27% και παρέμεινε στατιστικά σημαντική και μετά από διορθώσεις.

Η διαφοροποίηση της συμπεριφοριστικής απόκρισης των παιδιών στην κατανάλωση προσθέτων θέτει το ζήτημα της γενετικής επίδρασης. Πράγματι, η παρούσα υπόθεση υποστηρίχθηκε από μια πρόσφατη μελέτη η οποία έδειξε ότι οι αρνητικές επιδράσεις των πρόσθετων στην κλινική εικόνα της ΔΕΠΥ μετριαζόταν από ένα πολυμορφισμό στο γονίδιο που ήλεγχε τον καταβολισμό της ισταμίνης, προτείνοντας ότι η απόκριση στα πρόσθετα ήταν εξατομικευμένη και εμφανιζόταν κυρίως σε παιδιά με τάση για υπερευαισθησία.

Πολλαπλές είναι οι μεθοδολογικές ανεπάρκειες των ερευνών που έχουν διερευνήσει τη συσχέτιση της κατανάλωσης προσθέτων και της εμφάνισης της ΔΕΠΥ. Ο μικρός αριθμός μελετών, η διεξαγωγή των περισσοτέρων μελετών πριν το 1990, το μικρό μέγεθος του δείγματος στην εκάστοτε μελέτη και η διαφοροποίηση στα διαγνωστικά κριτήρια με το πέρας του χρόνου αποτελούν κάποιες από τις κυριότερες εξ’ αυτών. Παρόλα αυτά, η αποφυγή της κατανάλωσης προσθέτων και κυρίως χρωστικών φαίνεται να έχει θέση στη διαχείριση της ΔΕΠΥ ιδιαίτερα σε παιδιά που φαίνεται να αποκρίνονται σε αυτήν και πιθανά σε παιδιά με υπερευαισθησία.

Πηγή: neadiatrofis.gr