Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε σήμερα να παραπέμψει την Ελλάδα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η χώρα μας διατηρεί επενδυτικούς περιορισμούς, κατά παράβαση των κοινοτικών κανόνων σχετικά με την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων. Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι επενδυτικοί περιορισμοί στις αποκαλούμενες «στρατηγικές επιχειρήσεις» επιβάλλουν δυσανάλογα ανώτατα όρια στην ικανότητα ενός προσώπου να αποκτήσει μετοχές πέραν ενός ορισμένου ορίου. Τον Νοέμβριο 2008 η Επιτροπή απέστειλε στην Ελλάδα «αιτιολογημένη γνώμη», που αποτελεί το δεύτερο και τελευταία στάδιο της προδικαστικής διαδικασίας, καλώντας τη χώρα μας να συμμορφωθεί με το κοινοτικό δίκαιο. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, οι ελληνικές αρχές ούτε κατήργησαν ούτε τροποποίησαν τον αμφισβητούμενο νόμο.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων βρίσκεται στο επίκεντρο της ενιαίας αγοράς και αποτελεί μία από τις «τέσσερις ελευθερίες» της. Η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων επιτρέπει πιο ανοικτές, ολοκληρωμένες, ανταγωνιστικές και αποτελεσματικές αγορές και υπηρεσίες στην Ευρώπη. Για τους πολίτες σημαίνει την ικανότητα εκτέλεσης μιας σειράς εργασιών στο εξωτερικό, όπως το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, η αγορά μετοχών μη εγχώριων εταιρειών ή η αγορά ακινήτων. Για τις εταιρείες σημαίνει την ικανότητα επένδυσης σε εταιρείες και απόκτησης της κυριότητας εταιρειών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και ενεργού συμμετοχής στη διαχείρισή τους.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι δύο μηχανισμοί αδειοδότησης που θεσπίστηκαν το 2009 στην ελληνική νομοθεσία περιορίζουν αδικαιολόγητα την ικανότητα ενός προσώπου να αποκτά μετοχές με δικαίωμα ψήφου σε ποσοστό άνω του 20% και να λαμβάνει αποφάσεις στις αποκαλούμενες «στρατηγικές επιχειρήσεις». Οι διατάξεις του νόμου ορίζουν ότι μόνο το Δημόσιο μπορεί να υπερβεί το όριο αυτό, εκτός εάν έχει χορηγηθεί προηγουμένως έγκριση από τη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων. Οι διατάξεις αναφέρουν επίσης ότι ορισμένες σημαντικές εταιρικές αποφάσεις, καθώς και ορισμένες αποφάσεις που αφορούν ειδικά θέματα διαχείρισης, απαιτούν την έγκριση του Υπουργού Οικονομικών ώστε να είναι έγκυρες. Η Επιτροπή έκρινε ότι και τα δύο συστήματα αδειοδότησης επιβάλλουν δυσανάλογους περιορισμούς σε δυνητικούς επενδυτές. Επιπλέον, οποιοσδήποτε επιζητεί προηγούμενη έγκριση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων οφείλει να πληροί ένα σύνολο ασαφώς οριζόμενων κριτηρίων.

Ο νόμος παραλείπει κριτήρια για καταστάσεις που αφορούν την εκ των υστέρων έγκριση του Υπουργού Οικονομικών. Η κατάσταση αυτή δίνει στις διοικητικές αρχές υπερβολική διακριτική ευχέρεια, η οποία, κατά την άποψη της Επιτροπής, παραβιάζει τη νομοθεσία της ΕΕ σχετικά με την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων.

Επιπλέον, η ελληνική νομοθεσία δεν καθορίζει σαφώς ποιες εταιρείες και κλάδοι δεσμεύονται από τους μηχανισμούς αυτούς ή ενδεχομένως θα δεσμεύονται στο μέλλον. Η ασάφεια ως προς το πεδίο εφαρμογής της νομοθεσίας σημαίνει, κατά την Επιτροπή, ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να εφαρμοστεί σε ευρύ φάσμα μη καθοριζόμενων επί του παρόντος εταιρειών. Αυτό, σύμφωνα με την Επιτροπή, οδηγεί σε έλλειψη ασφάλειας δικαίου και αντιβαίνει στους κανόνες για την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων.

Ως αποτέλεσμα της εν λόγω νομοθεσίας, η Επιτροπή έκρινε ότι οι επενδυτές στερούνται ασφάλειας δικαίου και μπορεί να παρεμποδιστούν αλλά και να αποτραπούν από το να επενδύουν σε ελληνικές εταιρείες, οι οποίες θα μπορούσαν αργότερα να χαρακτηριστούν από τις ελληνικές αρχές ως στρατηγικής σημασίας. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές ενδέχεται να εμποδίσουν «στρατηγικές επιχειρήσεις» υλοποιώντας σημαντικές αποφάσεις που έχουν ληφθεί από τους μετόχους τους. Εφόσον δεν υπάρχουν σαφώς καθορισμένα κριτήρια για τον τρόπο εφαρμογής των μηχανισμών ή για τις εταιρείες στις οποίες εφαρμόζονται, η νομοθεσία συνεπάγεται σε μεγάλο βαθμό έλλειψη ασφάλειας δικαίου και υπέρμετρη διακριτική ευχέρεια για τις ελληνικές αρχές, καταλήγει η Επιτροπή στην απόφασή της.