«Πόσο καλά γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο;». Στο κείμενο που ακολουθεί ο Γιώργος Α. αναφέρεται στη φιλία που τον συνέδεε με τον Σ. Περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τη φιλία τους αλλά στο τέλος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δύσκολα ξέρουμε τον άλλο, μέσω των ερωτημάτων που θέτει.

Ακολουθεί η επιστολή του Γιώργου Α.

«Μάθαμε να χτίζουμε τείχη ανάμεσά μας, μάθαμε να ζούμε στο μικρόκοσμό μας, μάθαμε να κοιτάμε πίσω από μονόδρομους καθρέπτες, όχι γιατί μας το επέβαλε κάποιος, αλλά γιατί έτσι μόνο μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι το βράδυ.

Το πρόβλημα του άλλου δεν έγινε ποτέ πρόβλημά μας.

Ο πόνος του άλλου δεν έγινε ποτέ δικός μας.

Οι επιθυμίες και οι ανάγκες του άλλου δεν έγιναν ποτέ δικές μας.

Χωρίς να μας το επιβάλλει κανείς γίναμε σκιές της μοναξιάς μας και ξεχάσαμε να ζούμε έξω από τη γυάλα μας.

Περπατούσα παρέα με ένα φίλο στις γειτονιές των βορείων προαστίων της Αθήνας, εκεί που κάθε σπίτι, κάθε αυλή είναι ένας μικρός Παράδεισος γεμάτος δέντρα, λουλούδια, αρώματα και χρώματα.

Για κάθε λουλούδι, κάθε δέντρο, είχε μια ιστορία να πει, για το ότι κι εκείνος έχει φτιάξει στο φτωχικό παλατάκι του έναν μικρό Παράδεισο, όλα με τα χέρια του, το μεράκι του, τον κόπο του και τον ιδρώτα του.

Έλεγε ιστορίες για τον περιπατητικό– φυσιολατρικό σύλλογο που είχε ιδρύσει και ιστορίες, η μία μετά την άλλη, για τις εκδρομές που είχαν κάνει και που σχεδίαζαν να κάνουν. Φωτογραφίες που τις έδειχνε και με έναν τρόπο μαγικό σε έκανε να τις ζεις μέσα από τα λόγια του. Τα έλεγε και γέμιζε το πρόσωπό του φως, τα έλεγε και κρεμόμουν από τα χείλη του, σαν το παιδί μπροστά στον παραμυθά.

Όταν μιλούσε για τη δουλειά του μου ακουγόταν σαν τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου, που με κόπους και διεκδικήσεις είχε καταφέρει να έχει το τμήμα του, σαν νεοδιορισμένος προϊστάμενος, πρωτοπόρο στην Ελλάδα.

Τα βράδια τον έχανα γιατί όλο και κάποιος φίλος του τον είχε καλεσμένο σε τραπέζι, και την άλλη μέρα όλο και κάπου θα είχε κανονίσει για καφέ με κάποια παρέα παρόλο που βρισκόταν σε ξένη πόλη.

Ευχές και ευρηματικά μηνύματα γέμιζαν το mail μου κάθε μήνα. Όσο απρόσωπο κι αν ακούγεται, πάντα ήταν μια ευχάριστη νότα να βλέπω αυτά που είχε στείλει.

Υπήρξε ένα κενό στην επικοινωνία μας μέχρι που σε μια κοινή μας παρέα αναφέρθηκε το όνομά του.

Ο Σ. αυτοκτόνησε, πριν λίγες μέρες, πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού του…

Σιωπή…

Κανείς δεν είχε καταλάβει το βάρος που κουβάλαγε στου ώμους του;

Κανείς δε θέλησε να σηκώσει, έστω για λίγο, το σταυρό του και να τον ξεκουράσει;

Τελικά πόσο καλά γνωρίζουμε ο ένας τον άλλο;

Τελικά πόσο μας ενδιαφέρει να μάθουμε ο ένας τον άλλο;

Ας συνεχίσουμε λοιπόν να χτίζουμε τείχη ανάμεσά μας, ας συνεχίσουμε να ζούμε στο μικρόκοσμό μας, ας συνεχίσουμε να κοιτάμε πίσω από μονόδρομους καθρέπτες, μόνο και μόνο για να κοιμηθούμε ήσυχοι κι απόψε το βράδυ…

Καλό ταξίδι Σ.

Κείμενο του Γιώργου Α.».