Από επαγγελματική διαστροφή κάθισα χθες το βράδυ μέχρι τις 02:15 το πρωί και παρακολούθησα στο Κανάλι της Βουλής την πορεία της πρώτης ημέρα διεξαγωγής της τριήμερης συζήτησης επί της προτάσεως δυσπιστίας που υπέβαλλε κατά της κυβέρνησης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και 84 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ – τώρα που το σκέφτομαι, από τη στιγμή που είχε παρέλθει η δωδεκάτη νυκτερινή, είχαμε πει και στη δεύτερη μέρα συζήτησης…).

Εάν πω ότι ενθουσιάστηκα από το επίπεδο των διαλόγων θα ήταν ψέματα. Για μια ακόμη φορά οι μεν κατηγορούσαν τους δε. Οι βουλευτές της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης στηλίτευαν την κυβέρνηση για την ανεπάρκεια στη διαχείριση της κακοκαιρίας, της πανδημίας και του κύματος ακρίβειας και οι βουλευτές της πλειοψηφίας απαντούσαν με το έργο που έχει παραχθεί στα άλλα επίπεδα και θυμίζοντας τα λάθη του παρελθόντος, σε μια προσπάθεια να πείσουν τον ελληνικό λαό ότι είναι λιγότερο κακοί από τους προηγούμενους. Και πάει λέγοντας….

Τα ίδια προφανώς θα ακούσουμε και αύριο το βράδυ στην αίθουσα της Ολομέλειας, σε ακόμη οξύτερους τόνους, μεταξύ του προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στο κλείσιμο της διαδικασίας που θα κορυφωθεί με την ονομαστική ψηφοφορία. Περιμένει κανείς να αλλάξει κάτι; Όχι! Το αποτέλεσμα είναι από πριν γνωστό. Καμία κυβέρνηση δεν έχει πέσει από πρόταση δυσπιστίας για τον απλούστατο λόγο ότι για να γίνει αυτό απαιτούνται τουλάχιστον 150 θετικές ψήφοι. Η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τη στήριξη τουλάχιστον 151 βουλευτών επί συνόλου 300 (εν προκειμένω η Νέα Δημοκρατία διαθέτει 157 αυτή τη στιγμή), οπότε δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Άντε στην εσχάτη να υπήρχε ένας βουλευτής της πλειοψηφίας που θα καταψήφισε (και εννοείται θα διαγραφόταν κατευθείαν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα), αλλά κάτι τέτοιο δεν φαίνεται στον ορίζοντα.

Η κυβέρνηση θα αναβαπτιστεί, οι «γαλάζιοι» βουλευτές θα συσπειρωθούν και ο κ. Μητσοτάκης θα επαναλάβει για μια ακόμη φορά ότι οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας στρέφοντας τα πυρά του και προς τον τρίτο πόλο που είναι το ΚΙΝΑΛ, χρεώνοντάς του επιδερμική προσέγγιση απέναντι στα σοβαρά πολιτικά ζητήματα και προσωπικά στον Νίκο Ανδρουλάκη αντιφατική στάση όσον αφορά τις πρώτες τοποθετήσεις του, καθώς από τη μια δηλώνει πως θα υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας και από την άλλη λέει «όχι» σε εκλογές.

Η μείζων αντιπολίτευση από την άλλη πλευρά, θα συσπειρώσει και αυτός τους δικούς του βουλευτές ενόψει και του επικείμενου συνεδρίου τον Μάρτιο, θα έχει ξεκαθαρίσει πως πρέπει να φύγει το συντομότερο δυνατό η ανάλγητη κυβέρνηση προκειμένου να ανασάνει ο τόπος και θα έχει προβεί σε μια ακόμη σημαντική από πολιτική κίνηση (κάθε πρόταση δυσπιστίας αποτελεί ένα από τα θεωρητικά δυνατά κοινοβουλευτικά «χαρτιά» έστω και για λόγους εντυπώσεων) με στόχο να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ταμιευτήρας της όποιας δυσαρέσκειας του κόσμου έναντι της κυβέρνησης και όχι το Κίνημα Αλλαγής.

Άλλωστε τόσο η Νέα Δημοκρατία όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό που επιδιώκουν στην παρούσα φάση, και με δεδομένο ότι οι επόμενες κάλπες (όποτε κι αν αυτό συμβεί) θα διεξαχθούν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, είναι ο δικομματισμός. Να έχουν οι δυο τους υψηλά ποσοστά προκειμένου να μπορούν να ελέγξουν τις ισορροπίες που θα διαμορφωθούν.

«Και τα προβλήματα;» θα αναρωτηθείτε. Τα προβλήματα προφανώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής που θα έχει ολοκληρωθεί η ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο. Και μάλιστα όχι απλώς θα συνεχίσουν να υφίστανται, αλλά δεν θα έχει βρεθεί και καμία απολύτως λύση. Θα παρακολουθήσουμε μια ακόμη «κοκορομαχία» των πολιτικών αρχηγών, ανεξαρτήτου κόμματος, αλλά τα πολιτικοοικονομικά και κοινωνικά απόνερα της κακόφημης «Ελπίδος» θα συνεχίσουν να υφίστανται αν και συμπληρώνεται σχεδόν μια εβδομάδα από το πέρασμά της, οι θάνατοι από την πανδημία δυστυχώς θα συνεχίσουν να καταγράφονται και οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών θα τραβάνε απτόητες την ανηφόρα.