Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι δεν πιστεύει τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι ο Τζο Μπάιντεν, ο πιθανότερός του αντίπαλος στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου, προηγείται, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Reuters.

«Δεν πιστεύω τις δημοσκοπήσεις», τόνισε ο Τραμπ. «Πιστεύω ότι οι πολίτες αυτής της χώρας είναι έξυπνοι και δεν πιστεύω ότι θα εκλέξουν έναν άνδρα που είναι ανίκανος».

Ο Αμερικανός πρόεδρος επικρίνει συχνά τις επιδόσεις του Μπάιντεν ως γερουσιαστή και ως αντιπρόεδρο των κυβερνήσεων του Μπαράκ Ομπάμα.

«Και δεν εννοώ ότι είναι ανίκανος εξαιτίας κάποιας ασθένειας από την οποία πάσχει τώρα. Εννοώ ότι είναι ανίκανος εδώ και 30 χρόνια. Όλα όσα έκανε ήταν κακά. Η εξωτερική πολιτική του ήταν μια καταστροφή», συνέχισε.

Δημοσκόπηση που διενεργήθηκε αυτή την εβδομάδα από το Reuters/Ipsos έδειξε ότι το 44% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων θα στηρίξει τον Μπάιντεν στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, ενώ το 40% υποστηρίζει τον Τραμπ.

Εξάλλου άλλη πρόσφατη δημοσκόπηση του Reuters/ Ipsos σε τρεις κρίσιμες πολιτείες -το Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν και την Πενσιλβάνια- δείχνει τον Μπάιντεν να κερδίζει με ποσοστό 45% τον Τραμπ, ο οποίος συγκεντρώνει το 39% στην πρόθεση ψήφου. Οι νίκες του σε αυτές τις πολιτείες έφεραν τον Αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το 2016.

«Δημοψήφισμα για πολλά πράγματα»

Εξάλλου ο Τραμπ επεσήμανε στη συνέντευξή του στο Reuters ότι δεν θεωρεί τις εκλογές τεστ για τον τρόπο που χειρίστηκε την επιδημία του κορονοϊού.

«Όχι, δεν το πιστεύω. Πιστεύω ότι θα είναι δημοψήφισμα για όλα τα πράγματα που κάναμε και σίγουρα αυτό θα είναι μέρος τους, όμως κάναμε καταπληκτική δουλειά», τόνισε.

Όταν ρωτήθηκε αν θα δεχθεί να κάνει ντιμπέιτ με τον Μπάιντεν το φθινόπωρο, ο Αμερικανός πρόεδρος απάντησε: «Φυσικά».

Στο μεταξύ ο Τραμπ προσπάθησε για μία ακόμη φορά να σπείρει διχόνοια στο Δημοκρατικό Κόμμα σχετικά με την υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος αιφνιδιαστικά νωρίτερα τον Απρίλιο αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση του χρίσματος του κόμματος και ανακοίνωσε ότι στηρίζει τον Μπάιντεν.

Ο Αμερικανός πρόεδρος υπονόησε ότι αν η επίσης προοδευτική υποψήφια για το χρίσμα Ελίζαμπεθ Γουόρεν είχε αποσυρθεί νωρίτερα από την μάχη, ο Σάντερς θα είχε επικρατήσει.

«Πιστεύω ότι αυτές οι ψήφοι εκλάπησαν από τον Μπέρνι Σάντερς και πιστεύω ότι θα κερδίσω πολλούς ψηφοφόρους του», εκτίμησε.

Ο Τζο Μπάιντεν διαβεβαίωσε ότι εάν εκλεγεί πρόεδρος, η αμερικανική πρεσβεία θα παραμείνει στην Ιερουσαλήμ

Εν τω μεταξύ ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία των ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν, διαβεβαίωσε χθες Τετάρτη ότι εάν επικρατήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου, η αμερικανική πρεσβεία στο Ισραήλ θα παραμείνει στην Ιερουσαλήμ, παρότι στηλίτευσε την απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να τη μεταφέρει στην ιερή πόλη από το Τελ Αβίβ.

Ο Μπάιντεν τόνισε ότι η πρεσβεία «δεν έπρεπε να μεταφερθεί» από την κυβέρνηση του Τραμπ χωρίς αυτό να εντάσσεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συμφωνίας ειρήνης στη Μέση Ανατολή.

«Όμως, αφού έγινε αυτό, δεν θα γυρίσω την πρεσβεία πίσω στο Τελ Αβίβ», πρόσθεσε, κατά τη διάρκεια βιντεοδιάσκεψης με σκοπό τη συγκέντρωση κεφαλαίων για την προεκλογική εκστρατεία του.

«Αυτό που θα κάνω, όμως» είναι ότι «θα ανοίξω ξανά το προξενείο μας στην Ανατολική Ιερουσαλήμ για να κάνουμε διάλογο με τους Παλαιστίνιους», ενώ «η κυβέρνησή μου θα καλέσει τα δύο μέρη να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να διατηρηθεί στη ζωή η προοπτική της λύσης των δύο κρατών», πρόσθεσε ο Δημοκρατικός υποψήφιος, απευθυνόμενος σε περίπου 250 χρηματοδότες που συμμετείχαν στη χθεσινή βιντεοδιάσκεψη μέσω της πλατφόρμας Zoom.

Τον Οκτώβριο του 2019, ο Μπάιντεν είχε διαβεβαιώσει πως θα εναντιωνόταν σε οποιαδήποτε ενέργεια αποκλείει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους.

«Δεν μπορούμε να φοβόμαστε να πούμε στην αλήθεια στους πιο στενούς μας φίλους (…). Η λύση των δύο κρατών είναι η καλύτερη, αν όχι η μοναδική λύση για να εγγυηθούμε ειρηνικό μέλλον στο εβραϊκό και δημοκρατικό κράτος του Ισραήλ», είχε πει ο πρώην αντιπρόεδρος του Μπαράκ Ομπάμα (2009-2017), κατά τη διάρκεια εκδήλωσης της αμερικανικής ισραηλιτικής προοδευτικής οργάνωσης J-Street.

Αφότου ανέλαβε την προεδρία των ΗΠΑ, τον Ιανουάριο του 2017, ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Τραμπ πολλαπλασίασε τις χειρονομίες της Ουάσινγκτον υπέρ του Ισραήλ, η πιο τρανταχτή από τις οποίες ήταν η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως της ισραηλινής πρωτεύουσας τον Δεκέμβριο του 2017 και η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στο Ισραήλ στην ιερή πόλη τον Μάιο του 2018, που σχεδιάστηκε ώστε να συμπέσει με την επέτειο των 70 χρόνων από την ίδρυση του ισραηλινού κράτους.

Η απόφασή του, που ήρθε σε απόλυτη ρήξη με το status quo της διεθνούς διπλωματίας επί δεκαετίες, κατέλαβε εξαπίνης και προκάλεσε αγανάκτηση ακόμη και σε πολύ στενούς συμμάχους της Ουάσινγκτον, ενώ εξόργισε τους Παλαιστίνιους, που θέλουν η Ανατολική Ιερουσαλήμ να γίνει η πρωτεύουσα του μελλοντικού κράτους τους.

Στα τέλη Ιανουαρίου, ο γαμπρός και σύμβουλος του Τραμπ, ο Τζάρεντ Κούσνερ, παρουσίασε εντέλει το πολυαναμενόμενο σχέδιο για την επίλυση του Μεσανατολικού, με παρόντες τον αμερικανό πρόεδρο, τον ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον τότε αντίπαλό του Μπένι Γκαντς, που είχαν προσκληθεί στον Λευκό Οίκο.

Το σχέδιο, που προϋποθέτει πολλές και μεγάλες παραχωρήσεις στο Ισραήλ, απορρίπτεται κατηγορηματικά από τους Παλαιστίνιους κι έχει μείνει κενό γράμμα.

Προβλέπει μεταξύ άλλων ότι η Ιερουσαλήμ θα είναι η «αδιαίρετη» πρωτεύουσα του Ισραήλ και ότι θα προσαρτηθούν στο εβραϊκό κράτος η κοιλάδα του Ιορδάνη και οι 130 και πλέον εβραϊκοί οικισμοί στη Δυτική Όχθη, παλαιστινιακό έδαφος υπό ισραηλινή κατοχή από το 1967.

Το σχέδιο της αμερικανικής κυβέρνησης προβλέπει ακόμη ότι το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος θα αποτελείται από ό,τι μένει από τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας, παλαιστινιακά εδάφη που χωρίζει το Ισραήλ αλλά θα συνδέονται, κατά το κείμενο, μέσω ενός «διαδρόμου».