Δεν είναι η πρώτη φορά που η δημοσιογράφος Γελένα Μιλάσινα έχει δεχθεί απειλές για τη ζωή της, όμως αυτή τη φορά αυτό εγινε με άμεσο τρόπο, καθώς η αρθρογράφος έγινε στόχος της οργής του αυταρχικού ηγέτη της Ρωσικής Δημοκρατίας της Τσετσενίας Ραμζάν Καντίροφ, ο οποίος διοικεί με σιδηρά πυγμή κι υπό την προστασία του Κρεμλίνου, την αυτόνομη τούτη περιοχή του Καυκάσου.

Απρόβλεπτος, ιδιαίτερα γνωστός για τους φιλιππικούς του και για τους επικριτές του ηθικός αυτουργός σε δολοφονίες αντιπάλων του, ο Καντίροφ κάλεσε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να στραφούν ενάντια στη Γελένα Μιλάσινα, που δημοσιογραφεί στη ρωσική αντιπολιτευόμενη εφημερίδα Novaya Gazeta, λόγω ενός άρθρου της που αναφερόταν στην πανδημία του νέου κορονοϊού στην Τσετσενία.

Ο Ραμζάν Καντίροφ «ήταν ιδιαίτερα άμεσος στην αναφορά του για το τι θα μου κάνει και πώς. Αυτή είναι η πρώτη φορά που το λέει με αυτόν τον τρόπο και με τόσο συγκεκριμένο τρόπο», δήλωσε η 42χρονη δημοσιογράφος, μιλώντας στο Γαλλικό Πρακτορείο.

Ο ηγέτης της Τσετσενίας επέκρινε τη δημοσιογράφο για ένα άρθρο της στις 12 Απριλίου, στο οποίο ανέφερε ότι οι Τσετσένοι που έχουν προσβληθεί από τον ιό διστάζουν να ζητήσουν βοήθεια από τα νοσοκομεία, τόσο γιατί αυτά είναι ελλιπώς εξοπλισμένα, όσο και γιατί φοβούνται τα μέτρα τιμωρίας και τα αντίποινα από τις δυνάμεις ασφαλείας.

Την επόμενη μέρα, ο Καντίροφ κατηγόρησε τη Novaya Gazeta ως «μαριονέτα της Δύσης» και ζήτησε από το Κρεμλίνο να «σταματήσει τους υπάνθρωπους αυτούς», αφήνοντας να εννοηθεί πως σε αντίθετη περίπτωση, οι άνδρες του ενδέχεται να αναλάβουν δράση: «μη μας εξαναγκάσετε να γίνουμε δολοφόνοι και συμμορίτες».

Ο ηγέτης της Τσετσενίας κατηγορείται επίσης ότι έχει επιβάλει δια του φόβου τα περιοριστικά μέτρα για την αναχαίτιση της επιδημίας Covid-19. Μάλιστα, εικόνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν παρουσιάσει αστυνομικές περιπολίες στους δρόμους της πρωτεύουσας Γκρόζνι, να επιβάλλουν δια ραβδισμών τους περιορισμούς στην κυκλοφορία.

Ο Ραμζάν Καντίροφ έχει δηλώσει επίσης δημοσίως ότι όσοι δεν απομονώνονται τους αξίζει να «σκοτωθούν» και συνέκρινε τους Τσετσένους που μεταδίδουν τον ιό σε άλλους με «τρομοκράτες».

«Μόλις αντελήφθη τη σοβαρότητα της κατάστασης με τον κορονοϊό, τότε αποφάσισε να πολεμήσει επιστρατεύοντας όλη την καταχρηστική βία που τον χαρακτηρίζει, χρησιμοποιώντας όπως συνηθίζει δραστικά μέτρα και εκφοβισμό», εξηγεί η Γεκατερίνα Σακιριάνσκαγια, διευθύντρια του Κέντρου Ανάλυσης και Πρόληψης Συγκρούσεων.

Η Τσετσενία όπως μεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων καταγράφει επίσημα 347 κρούσματα του νέου κορονοϊού και έξι θανάτους.

Μάλιστα σε μία άλλη περίπτωση, ο Καντίροφ ξύρισε το κεφάλι του ως απάντηση στις διαμαρτυρίες για το κλείσιμο των κουρείων και κομμωτηρίων. Απόδειξη της παντοδυναμίας του ήταν το γεγονός ότι πολλοί Τσετσένοι αξιωματούχοι ακολούθησαν το παράδειγμά του και ξύρισαν επίσης το κεφάλι τους, επιδεικνύοντας την πράξη τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ερωτηθείς για τις απειλές κατά της δημοσιογράφου, ο εκπρόσωπος της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ υποβάθμισε τη σημασία τους, λέγοντας ότι δεν βλέπει τίποτα «που να μην είναι συνηθισμένο», καθώς πρόκειται για μια συναισθηματική» αντίδραση εκ μέρους του Καντίροφ, η οποία είναι κατανοητή δεδομένων των συνθηκών. Η δε Γενική Εισαγγελία της Ρωσίας διέταξε να διαγραφεί το εν λόγω άρθρο, κρίνοντάς το «αναξιόπιστο» και ικανό να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία.

Στον αντίποδα, περισσότερες από 100 προσωπικότητες της ρωσικής κοινωνίας αξίωσαν να διαταχθεί ποινική έρευνα και να παρασχεθεί κρατική προστασία στην Γελένα Μιλάσινα, στο πλευρό της οποίας έσπευσαν και Ευρωπαίοι διπλωμάτες και διεθνείς ΜΚΟ.

«Το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί την κρίση Covid-19 ως δικαιολογία για να επιτρέψει στον Καντίροφ να διατυπώνει μια σαφή απειλή θανάτου», τονίζει επικριτικά η Τάνια Λόκσινα της ΜΚΟ Human Rights Watch.

Η ίδια η Μιλάσινα τονίζει πως δεν περιμένει τίποτα συγκεκριμένο από τη ρωσική δικαιοσύνη. Ήδη τον περασμένο Φεβρουάριο, ύστερα από επίθεση που είχε δεχθεί στο Γκρόζνι, η έρευνα δεν οδήγησε πουθενά κι οι εικόνες από τις κάμερες παρακολούθησης «χάθηκαν».

«Μεταξύ εμού και του Καντίροφ, η Μόσχα θα επιλέξει τον Καντίροφ», αποφαίνεται η Μιλάσινα.