Την ανάγκη να υπάρχει διαρκής επαγρύπνηση απέναντι στους «δεξιούς λαϊκιστές», δηλαδή τους ακροδεξιούς, τόνιζε στην αποκλειστική συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ στη Βιέννη, την παραμονή των τελευταίων αυστριακών βουλευτικών εκλογών της 15ης Οκτωβρίου 2017, ο επί ένδεκα χρόνια ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας και μεγάλος φίλος της Ελλάδας Φραντς Βρανίτσκι, για να επιβεβαιωθεί κατόπιν από το αποτέλεσμά τους.

Διότι το 26%, που πέτυχε το αυστριακό ακροδεξιό εθνικιστικό Κόμμα των Ελευθέρων σε αυτές, ελάχιστα απέχει από το πρωτοφανές 27% που είχε λάβει στις εκλογές του Οκτωβρίου 1999 με τον τότε αρχηγό του, τον διαβόητο Γεργκ Χάιντερ, και το οποίο είναι, όπως και τότε, το υψηλότερο ποσοστό για ένα τέτοιο κόμμα στην Ευρώπη.

Όπως πρωτοφανές για την Αυστρία και την Ευρώπη ήταν και το 49,7% του υποψήφιου των Ελευθέρων στον δεύτερο γύρο των αυστριακών προεδρικών εκλογών τον Μάιο του 2016 ή ακόμη και το 46,2% κατά την επανάληψή τους στις 4 Δεκεμβρίου, όταν ο υποψήφιός τους Νόρμπερτ Χόφερ ηττήθηκε οριστικά από τον σημερινό πρόεδρο της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν, προς μεγάλη τότε ανακούφιση της Ευρώπης.

Μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το εντυπωσιακό αποτέλεσμα του Κόμματος των Ελευθέρων το οδήγησε εκ νέου, όπως και στην περίοδο 2000 με 2006, στη διακυβέρνηση της Αυστρίας, σε συνασπισμό με τον νικητή των εκλογών, το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα του τότε απερχόμενου υπουργού Εξωτερικών και νυν καγκελάριου Σεμπάστιαν Κουρτς.

Δύο κυρίως λέξεις, οι «ξένοι» και η «αλλαγή», αναφέρονται από τους ερευνητές και αναλυτές ως εξηγήσεις για το «φαινόμενο» της ενδυνάμωσης και της ενίσχυσης του κατ΄ ευφημισμόν «δεξιού λαϊκισμού», με άλλα λόγια της Ακροδεξιάς, έπειτα από εκλογές και αυτό όχι μόνον στην Αυστρία, αλλά γενικότερα στην Κεντρική Ευρώπη.

Οι ίδιοι διαπιστώνουν πως οι επιπλέον ψήφοι για το Κόμμα των Ελευθέρων ήταν εξαιτίας της πολιτικής τους στο θέμα του «ασύλου» και της ρητορικής του στο θέμα της «μετανάστευσης», όπου κατηγορούσε τον Σεμπάστιαν Κουρτς ότι οικειοποιήθηκε την πολιτική τους στο πλαίσιο της «αλλαγής» που εκείνος ευαγγελιζόταν.

Είναι δεδομένες οι στενές και θεσμικές διασυνδέσεις του Κόμματος των Ελευθέρων με τα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, όπως και οι συνάξεις στις οποίες τα έχει προσκαλέσει στην Αυστρία για έναν συντονισμό της πολιτικής τους απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε μία σειρά άλλων θεμάτων.

Όπως και είναι γνωστές πλέον οι στρατηγικές και οι μέθοδοι όλων αυτών για την προώθηση μιας ξενοφοβικής, αντισημιτικής – προσφάτως δε και ισλαμοφοβικής – σωβινιστικής, αντιευρωπαϊκής ρητορικής, πρωτοφανούς για τα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα, μέσα από την οποία δημιουργούν κλίμα για εσωτερική πολιτική κατανάλωση, υποδαυλίζοντας και διασπείροντας το μίσος.

Στο πλαίσιο αυτό εκμεταλλεύονται στο έπακρο τη δυσαρέσκεια από τις έως τώρα διακυβερνήσεις, μαζί με τις ανησυχίες και τους φόβους, τους οποίους τα ίδια δημιουργούν και καλλιεργούν στους ανθρώπους, ακόμη μάλιστα και σε μία χώρα όπως η Αυστρία, μία από τις πλουσιότερες της Ευρώπης, με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά κατανομής του πλούτου και με ένα κράτος πρόνοιας, που εξακολουθεί να λειτουργεί, παρά τη συνεχώς επιχειρούμενη και προχωρημένη αποδόμηση του.

Την πολιτική τους αυτή την στηρίζουν στο γεγονός πως οι άνθρωποι σήμερα – με τις αιτίες να βρίσκονται και στα σφάλματα και στις πολλές παραλείψεις των άλλων πολιτικών δυνάμεων – έχουν χάσει την αυτονόητη σε παλαιότερες εποχές αισιοδοξία τους και διακατέχονται από φόβο για το μέλλον τους, από φόβο πως θα χάσουν τα αποκτήματα τους, τις αυτονόητες έως τώρα εξασφαλίσεις τους, και πως για όλα αυτά την ευθύνη φέρουν οι ξένοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες.

Ειδικότερα στις γειτονικές πρώην σοσιαλιστικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, οι δεξιοί λαϊκιστές, δηλαδή οι συγκαλυμμένοι ή μη συγκαλυμμένοι ακροδεξιοί, καλλιεργούν επιπλέον μία αντικομμουνιστική υστερία, ενώ αναλαμβάνουν ταυτόχρονα συνήγοροι και προστάτες των δυσαρεστημένων και των χαμένων από τη μετάβαση στη δημοκρατία και στην οικονομία της αγοράς, μετά την κατάρρευση των εκεί καθεστώτων το 1989.

Οι ίδιοι, τόσο στην Αυστρία όσο και αλλού, εμφανιζόμενοι ως αντισυστημικοί, δήθεν εναντίον του παλιού κατεστημένου, χρησιμοποιώντας, κατά το δοκούν, ψεύδη και μύθους, επικαλούμενοι την απώλεια της ταυτότητας της χώρας, διακηρύσσοντας την αξία του έθνους, πλαισιωμένου με τον νόμο, την τάξη και την ασφάλεια, την οποία οι ίδιοι ευαγγελίζονται με το κλείσιμο των συνόρων, υψώνουν φράκτες και τείχη, αλλά και προπαγανδίζουν μία ιδεολογία του μίσους, με πρόσχημα την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, που βέβαια, σύμφωνα πάντα με τις θεωρίες τους, «προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά και μόνον από τους ξένους».

Με τις λέξεις «η Αυστρία είμαστε όλοι εμείς», στην ομιλία του κατά την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο του 2017, ο Αυστριακός πρόεδρος Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν είχε τονίσει επανειλημμένα την ανάγκη συνοχής στην κοινωνία — ανεξάρτητα από πού προέρχονται οι άνθρωποι της — ως ιδιαίτερα σημαντικό σε εποχές αλλαγών, με τις προκλήσεις στην αγορά εργασίας, με την προσφυγιά και τη μετανάστευση, με τον εθνικισμό και την τρομοκρατία ή με την κλιματική αλλαγή.

Τώρα με το πρωτοφανές σκάνδαλο πολιτικής συναλλαγής και διαφθοράς που προέκυψε από το «μοναδικού κάλλους βίντεο πλήρους ξεγυμνώματος» του αρχηγού και του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του συγκυβερνώντος με το Λαϊκό Κόμμα ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων και στην άτακτη φυγή με την παραίτησή τους, στις 18 Μαΐου 2019, κατέρρευσε παταγωδώς και ένας επιπλέον μύθος της Ακροδεξιάς περί των δήθεν «καθαρών χεριών» της…