Η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στην Ιταλία παρατηρείται, ήδη, από την προϊστορική περίοδο, όταν οι Μυκηναίοι ίδρυσαν οικισμούς στην Κεντρική και Νότια Ιταλία και τη Σικελία. Κατά την διάρκεια της αρχαιότητας, ωστόσο, η ιταλική χερσόνησος νότια της Νάπολης, συμπεριλαμβανομένων των ακτών της Καλαβρίας, της Λουκάνιας, της Απουλίας, της Καμπανίας και της Σικελίας αποικήθηκαν από τους αρχαίους Έλληνες με τις μεταναστεύσεις της παλιάς Ελληνικής Διασποράς που σημειώθηκαν κατά τον 8ο αιώνα π.Χ.

Οι ελληνικοί οικισμοί ήταν τόσο πυκνοί στη Νότια Ιταλία που κατά την Κλασική Περίοδο η περιοχή ονομάστηκε «Magna Graecia», η γνωστή Μεγάλη Ελλάδα. Οι Έλληνες συνέχισαν να μεταναστεύουν στις συγκεκριμένες περιοχές σε πολλά κύματα από την αρχαιότητα μέχρι τις βυζαντινές μεταναστεύσεις του 15ου αιώνα, κυρίως μετά την περίοδο των Οθωμανικών κατακτήσεων.

Μέχρι σήμερα, στις περιοχές της Καλαβρίας και στην Απουλία, στη χερσόνησο του Σαλέντο, στην παλιά περιοχή της «Magna Graecia» στη Νότια Ιταλία, υπάρχει μια εθνική μειονότητα, γνωστή με την ονομασία «Γρίκοι» ή «Γραίκοι» ή «Γραικάνοι». Πιστεύεται ότι πρόκειται για απομεινάρια των αρχαίων και μεσαιωνικών ελληνικών κοινοτήτων, οι οποίες είχαν εγκασταθεί και ζούσαν στην Κάτω Ιταλία για αιώνες.

Μια μειονότητα άγνωστη στο ευρύτερο κοινό, ακόμη και τους Έλληνες, που αποτελεί κληρονόμους μιας σπουδαίας ιστορικής παράδοσης, η οποία μας ταξιδεύει χιλιάδες χρόνια πίσω στο παρελθόν.

Ποιοι είναι στην ουσία οι Γρίκοι της Κάτω Ιταλίας

Το όνομα Γρίκοι προέρχεται από το παραδοσιακό όνομα για τους Έλληνες στην ιταλική χερσόνησο, ενώ αποδίδεται στους Graecians (Γραικοί), την αρχαία ελληνική φυλή που σύμφωνα με το μύθο πήρε το όνομά της από τον Graecus. Οι Γραίκοι ήταν μία από τις πρώτες ελληνικές φυλές που αποίκησαν την Ιταλία, ενώ σε αυτούς οφείλεται και η ονομασία της περιοχής που έγινε γνωστή ως «Magna Graecia» (Μεγάλη Ελλάδα) στη Νότια Ιταλία. Οι Λατίνοι χρησιμοποίησαν τον συγκεκριμένο όρο για όλους τους Έλληνες (Greeks), ενώ ήδη από την εποχή των Ρωμαίων στις περισσότερες γλώσσες οι Έλληνες αναφέρονται με τον ίδιο όρο.

Οι συγκεκριμένοι πληθυσμοί εντοπίζονται κυρίως στην Καλαβρία, την Μοβεσία και την Γκρέτσια Σαλεντίνα της Απουλίας. Η ελληνόφωνη περιοχή της Μοβεσία βρίσκεται αρκετά ορεινά, ενώ η πρόσβαση εκεί είναι αρκετά δύσκολη. Γεγονός, που τα τελευταία χρόνια ανάγκασε τους απογόνους των πρώτων κατοίκων της περιοχής να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να κατευθυνθούν σε περιοχές πιο κοντά στη θάλασσα.

Οι Γρίκοι της Καλαβρίας, ζουν κυρίως στα χωριά Bova Superiore, Bova Marina, Roccaforte del Greco, Condofuri, Palizzi, Gallicianò και Mélito di Porto Salvo, ενώ το 1999 με απόφαση του ιταλικού κοινοβουλίου τα ιστορικά εδάφη των Γρίκων της περιοχής επεκτάθηκαν και σε αυτά συμπεριλήφθηκαν οι περιοχές Palizzi, San Lorenzo, Staiti, Samo, Montebello Jonico, Bagaladi, Motta San Giovanni, Brancaleone και τμήματα του Reggio. Τέλος, στην περιοχή Γκρέτσια Σαλεντίνα της Απουλίας, οι απόγονοι των Ελλήνων αποίκων της περιοχής εντοπίζονται κυρίως στα χωριά Calimera, Martano, Sternatia, Zollino, Corigliano d’Otranto, Castrignano dei Greci, Soleto, Martignano και Melpignano, αν και το Γρικάνικο στοιχείο φαίνεται να ξεθωριάζει στα τρία τελευταία.

Αξίζει να αναφερθεί, ωστόσο, ότι στις αρχές του 19ου αιώνα οι εννέα ελληνόφωνες πόλεις της περιοχής της Γρκέτσια Σαλεντίνα μαζί με τα χωριά Σολιάνο Καβούρ, Κούρσι, Κανόλε και Κουτροφιάνο αποτέλεσαν τα λεγόμενα «Δεκατρία Χωριά» του Οτράντο, διατηρώντας από κοινού τις ελληνικές παραδόσεις και την ίδια διάλεκτο.

Τα χαρακτηριστικά του τοπικού γλωσσικού ιδιώματος

Οι Γρίκοι μιλούσαν παραδοσιακά την γλώσσα Γκρίκο, μια μορφή της ελληνικής γλώσσας που συνδυάζει αρχαία δωρικά και βυζαντινά ελληνικά στοιχεία, και σήμερα είναι γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος ή Γραικανικά. Όσον αφορά στην προέλευσή της, δύο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες. Η πρώτη, που την ασπάζονται και Ιταλοί Γλωσσολόγοι, θέλει τα Γκρίκο να προέρχονται από την γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα και η δεύτερη, η οποία είναι και η επικρατέστερη και υποστηρίζεται και από Έλληνες γλωσσολόγους, υποστηρίζει ότι η Κατωιατιλική διάλεκτος είναι η εξέλιξη της αρχαίας γλώσσας των Ελλήνων, με έντονο το στοιχείο των πολλών δωρισμών.

Οι πόλεις και τα χωριά που κατοικούνται από τους Γρίκους, εκτός των περιοχών της Μοβεσίας και της Γκρέτσια Σαλεντίνα έχουν σχεδόν χάσει πλήρως το γλωσσικό ιδίωμα, κάτι που παρατηρήθηκε κυρίως στα τέλη του 19ου και 20ου αιώνα.

Κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα η χρήση της συγκεκριμένης γλώσσας θεωρήθηκε, ακόμη και από τους ίδιους τους Γρίκους, σύμβολο οπισθοδρόμησης και εμπόδιο στην εξέλιξη και πρόοδό τους, γι αυτό και οι γονείς άρχισαν να αποθαρρύνουν τα παιδιά τους να μιλούν την διάλεκτο, ενώ οι μαθητές που μιλούσαν την συγκεκριμένη γλώσσα στο σχολείο τιμωρούνταν. Για πολλά χρόνια, μάλιστα, τα Γκρίκο στην Καλαβρία και την Απουλία είχαν ξεχαστεί, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ακόμη και στην Ελλάδα, η ύπαρξη των Γρίκο και του γλωσσικού ιδιώματος τους ήταν (και συνεχίζει να είναι) άγνωστη.

Η εθνική αφύπνιση των Γρίκο

Η εθνική αφύπνιση των Γκίκο ξεκίνησε στην Γκρέτσια Σαλεντίνα μέσω των έντονων προσπαθειών του Vito Domenico Palumbo (1857–1918), ενός κατοίκου της πόλης Calimera. Ο Palumbo ήταν εκείνος που ξεκίνησε την αποκατάσταση των πολιτιστικών επαφών με την ηπειρωτική Ελλάδα, μελετώντας τη λαογραφία, τη μυθολογία και την μουσική των Γρίκων της Μεγάλης Ελλάδας. Η αναζωογόνηση της προσοχής στα ήθη, τις παραδόσεις και την γλώσσα των Γρίκων οφείλεται, επίσης, στον Γερμανό γλωσσολόγο και φιλόλογο Gerhard Rohlfs, το πρωτοποριακό έργο του οποίου συνέβαλε στην τεκμηρίωση και την διατήρηση της γλώσσας Γκρίκο.

Σημαντικό και το έργο του καθηγητή Ernesto Aprile, επίσης από την πόλη Calimera, ο οποίος μέχρι το θάνατό του το 2008 θεώρησε προσωπική του ευθύνη την υποστήριξη της κοινότητάς του για την διατήρηση και περαιτέρω ανάπτυξη των παραδόσεων των Γρίκων. Ο ίδιος δημοσίευσε πολλές μονογραφίες σχετικές με το θέμα της τοπικής και εθνικής διάδοσης του πολιτισμού της κοιντότητάς του, ενώ ενεργούσε ως αναγνωρισμένος, αλλά ανεπίσημος, πρεσβευτής σε επισκέπτες και αξιωματούχους της πόλης του και των παραθαλάσσιων τμημάτων κοντά στο Melendugno.

Αξίζει να αναφερθεί ότι, παρά τις δυσκολίες και αντιξοότητες που είχε να αντιμετωπίσει κατά καιρούς η μικρή αυτή ελληνική μειονότητα στην Ιταλία -κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρήθηκαν έντονες προσπάθειες ιταλοποίησης του ελληνικού στοιχείου με την νέα γενιά, πλέον, να μην γνωρίζει καθόλου την συγκεκριμένη διάλεκτο- τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια νέα πολιτιστική ακμή μέσω, κυρίως, της μουσικής.

Σημαντική χρονιά για την κουλτούρα των Γρίκο το 1999 όταν η ιταλική Βουλή αναγνώρισε την Γραικανική κοινότητα του Σαλέντου ως «ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα». Από τότε, τα Γκρίκο άρχισαν να διδάσκονται στα σχολεία της περιοχής και πάλι, ενώ πολλές προσπάθειες γίνοται σε πολιτιστικό επίπεδο για την διάσωση της διαλέκτου. Συγκροτήματα τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την Ιταλία, ηχογραφούν παλιά τραγούδια στην Κατωιταλική διάλεκτο ή δημιουργούν εκ νέου καινούργια, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανή και να μεταδώσουν στις επόμενες γενιές την ιδιαίτερη αυτή κουλτούρα.