Οι θρύλοι των χαμένων πόλεων, μυθικών ή πραγματικών, αποτελούν μια αστείρευτη πηγή γοητείας και φαντασίας. Για έναν αρχαιολόγο αποτελεί τον απόλυτο στόχο μια μέρα να φέρει στο φως τα απομεινάρια ενός τέτοιου χαμένου για καιρό οικισμού, να ανακατασκευάσει τα κομμάτια, τις πέτρες, τα οστά και τα στολίδια ενός μέρους όπου κάποτε οι άνθρωποι δούλευαν, συζητούσαν, γελούσαν, ζούσαν και πέθαιναν. Και με κάθε τέτοια ανακάλυψη όλοι μας μαθαίνουμε κάτι παραπάνω για το ποιοι είμαστε και το από πού προερχόμαστε.

Ατλαντίδα, Ελ Ντοράντο, Κιτέζ, Μεγάλη Ζιμπάμπουε, Τροία και χαμένη πόλη των Ινκας. Στις θρυλικές αυτές χαμένες πόλεις, η εφημερίδα New York Times συμπεριλαμβάνει και την Τενέα, που για καιρό βρισκόταν στην ίδια λίστα. Τώρα όμως είναι μια χαμένη πόλη που βρέθηκε και αποκαλύπτει τα θαμμένα για καιρό μυστικά της, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.

Η αρχαία πόλη που ήρθε στο φως έπειτα από συστηματική αρχαιολογική έρευνα στο Χιλιομόδι Κορινθίας απασχόλησε και άλλα μεγάλα διεθνή μέσα, που έκαναν λόγο για μια σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη. Ήταν όμως και κάτι άλλο που τράβηξε το ενδιαφέρον τους. Οι μύθοι που συνδέονται με το όνομα της αρχαίας Τενέας.

Σύμφωνα με αρχαία κείμενα και μύθους, ήταν μια ομάδα αιχμαλώτων ή επιζώντων της Τροίας που ίδρυσε την πόλη της Τενέας, μετά την ήττα από τους Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, που έζησε τον 2ο αιώνα μ.Χ., οι ιδρυτές της Τενέας ήταν πιθανότατα Τρώες που είχαν αιχμαλωτιστεί από τον Αγαμέμνονα, τον βασιλιά των Μυκηνών. Αυτό συνέβη μετά το τέλος του Τρωικού Πολέμου, που εκτιμάται ότι έλαβε χώρα περισσότερα από 3.000 χρόνια πριν, τον 13ο ή τον 12ο αιώνα π.Χ.

Δυτικό τμήμα του ανεσκαμμένου χώρου με οικιστικά κατάλοιπα

Ένας άλλος μύθος υποστηρίζει ότι ο μυθικός βασιλιάς Οιδίποδας, που σκότωσε τον πατέρα του και παντρεύτηκε τη μητέρα του, μεγάλωσε στην Τενέα. «Οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως ο Στράβωνας, μιλούν για την Τενέα. Άλλωστε ήδη αναφέρουν ότι ο Οιδίποδας ανατράφηκε εκεί. Αυτό βεβαίως αυτή τη στιγμή είναι μύθος, όμως σίγουρα κάτι σημαίνει. Εφόσον αναφέρεται ότι εκεί ήταν τα θερινά ανάκτορα του βασιλιά της Κορίνθου, σημαίνει ήδη μια επιλογή μιας θέσης και για το περιβάλλον της και για τη γεωγραφική της θέση, την πολιτική πιθανώς ακόμα, αλλά σίγουρα ότι εκεί υπήρχε ένα κέντρο πολιτισμού που ανέθρεψε τον Οιδίποδα», ανέφερε σε πρόσφατες δηλώσεις της στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων η επικεφαλής αρχαιολόγος της αρχαιολογικής έρευνας Έλενα Κόρκα.

Σύμφωνα με την ίδια, «και μόνο ο μύθος ότι ο Αγαμέμνονας εγκατέστησε εκεί τους Τρώες ή τους κατοίκους της Τενέδου, όλα αυτά δείχνουν τη σημασία της πόλης. Εμείς όμως πρέπει να περιοριζόμαστε στο τι βρίσκουμε καθαρά και μόνο στην ανασκαφή μας. Και ναι μεν μπορεί να υπάρχουν λυχνάρια με απεικόνιση του Αινεία που φεύγει από την Τροία ή που δείχνουν τον ίδιο τον Οιδίποδα και την αντιπαράθεσή του με τη Σφίγγα, αλλά αυτά ήταν και αγαπητά θέματα. Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα, μέχρι να έχει ακριβή, ξεκάθαρα τεκμήρια, που του δίνουν το περιθώριο να οδηγηθεί σε μια υπόθεση».

Η πόλη που χάθηκε και βρέθηκε
Λεπτομέρειες και ευρήματα από τον ανεσκαμμένο χώρο με τα οικιστικά κατάλοιπα

Μέχρι πρόσφατα, οι αρχαιολόγοι δεν είχαν στα χέρια τους ευρήματα για την ύπαρξη της πόλης πέρα από τα αρχαία κείμενα και τους μύθους. Η έρευνα άρχισε το 1984, όταν ανακαλύφθηκε μια σαρκοφάγος. «Όταν ανακάλυψα τη σαρκοφάγο, ήξερα ότι έπρεπε να επιστρέψω για περισσότερα», δήλωσε η κ. Κόρκα στους New York Times. Η ίδια επέστρεψε με μια ομάδα στο σημείο το 2013 για να ξεκινήσει και πάλι τις ανασκαφές. Οι εργασίες επικεντρώθηκαν σε δύο κυρίως χώρους: στην περιοχή όπου εκτείνεται οργανωμένο νεκροταφείο ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων με συνοδά κτίρια και εγκαταστάσεις και σε έναν δεύτερο χώρο, όπου για πρώτη φορά εντοπίστηκαν και ανασκάφηκαν οικιστικά κατάλοιπα της αρχαίας Τενέας. Τα τελευταία αποτελούν πλέον αποδείξεις για τον εντοπισμό της αρχαίας πόλης, η ύπαρξη της οποίας καταμαρτυρείται μόνον μέσα από ιστορικές πηγές και επιγραμματικές μαρτυρίες παλαιότερων και σύγχρονων μελετητών.

Φέτος εντοπίστηκαν επτά νέοι τάφοι. Τέσσερις από αυτούς χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και βρίσκονται βόρεια του ταφικού μνημείου, εντός των ρωμαϊκών ταφικών περιβόλων. Σε χαμηλότερο επίπεδο διερευνήθηκαν τρείς τάφοι ελληνιστικών χρόνων, εκ των οποίων ο ένας επαναχρησιμοποιήθηκε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τα οστεολογικά κατάλοιπα των εννέα ταφών οι δύο σκελετοί ανήκαν σε ενήλικους άνδρες, οι πέντε σε ενήλικες γυναίκες και οι δύο σε παιδιά. Μάλιστα, σε έναν από τους τάφους εντοπίσθηκε γυναικεία μαζί με παιδική ταφή.

Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες με αγγεία, χρυσά, χάλκινα και οστέινα κοσμήματα, στλεγγίδες, νομίσματα κ.α. Μεταξύ των ευρημάτων ξεχωρίζει δαχτυλίδι που φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο και πλησίον του τον Κέρβερο στην παραδοσιακή αναπαράστασή του με τις τρεις κεφαλές, ένας λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου με παράσταση της Υγείας, χρυσή δανάκη, θησαυρός τριών νομισμάτων που ανήκουν στις πρώτες κοπές της Κορίνθου ως ρωμαϊκή αποικία και χρονολογούνται περί το 44-40 π.Χ. καθώς και αρχαϊκά νομίσματα του ίδιου νομισματοκοπείου, όπως ένας οβολός Κορίνθου του β΄ μισού του 6ου αι. π.Χ. και ένα ασημένιο ημίδραχμο του α΄ μισού του 5ου αι. π.Χ.

Ευρήματα από ταφές ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων

Βορειότερα του νεκροταφείου, στον δεύτερο χώρο έρευνας, εντοπίστηκε τμήμα κτιριακών εγκαταστάσεων. Μεταξύ άλλων, σε έκταση 672 τ.μ. ανασκάφηκε τμήμα του οικιστικού ιστού της πόλης, που διέθετε οργανωμένους χώρους με στέγαση και θυραία ανοίγματα. Στο εσωτερικό των χώρων αυτών διατηρούνταν σε καλή κατάσταση πήλινα δάπεδα, καθώς και τμήματα από μαρμάρινα και λίθινα δάπεδα, ενώ κάποιοι από τους τοίχους ήταν ιδιαίτερα επιμελημένοι και έφεραν επίστρωση κονιάματος.

Οι κτιριακές εγκαταστάσεις χρονολογούνται από τους πρώιμους ελληνιστικούς έως και τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους και διαφαίνεται ότι επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα κτιριακά κατάλοιπα φανερώνουν συνεχείς παρεμβάσεις και αναδιαμορφώσεις εξαιτίας της μακράς περιόδου χρήσης τους. Το σύνολο των φετινών ανασκαφικών στοιχείων οδηγεί στην υπόθεση ότι ο οικισμός ενδεχομένως υπέστη τις συνέπειες της επιδρομής του Αλάριχου στην Πελοπόννησο το 396-397 μ.Χ. και ότι ίσως εγκαταλείφθηκε στα χρόνια των αβαροοσλαβικών επιδρομών, στα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.

Σήμερα, περισσότερα από 1.400 χρόνια αργότερα, οι αρχαιολόγοι εξερευνούν και πάλι τη σπουδαία αυτή αρχαία πόλη. «Είναι σημαντικό τα οικιστικά κατάλοιπα, οι δρόμοι, η αρχιτεκτονική δομή να έρθουν στο φως», δηλώνει η κ. Κόρκα στο Reuters. «Βρήκαμε αποδείξεις ζωής και θανάτου… και όλα αυτά είναι ένα μικρό κομμάτι της ιστορίας της περιοχής».

Σιδερένιο δαχτυλίδι ρωμαϊκών χρόνων. Φέρει σφραγιδόλιθο με απεικόνιση Σαράπιδος καθήμενου σε θρόνο που συνοδεύεται από τον Κέρβερο