Υπάρχουν οι άνθρωποι που αγαπάνε τη δημοσιότητα και υπάρχουν και εκείνοι που όντας από τη φύση τους αντικοινωνικοί, σιχαίνονται οποιαδήποτε επαφή με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Παράλληλα, υπάρχουν οι άνθρωποι που πασχίζουν μια ολόκληρη ζωή να πετύχουν στη ζωή τους και υπάρχουν και εκείνοι που καταφέρνουν τα πάντα με την πρώτη και μοναδική τους προσπάθεια.

Ίσως το πιο λαμπρό παράδειγμα για την απόδειξη όλων των παραπάνω είναι ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ. «Είμαι ένα είδος παρανοϊκού από την ανάποδη: Φαντάζομαι ότι όλοι οι άλλοι συνωμοτούν για να με κάνουν ευτυχισμένο» είχε πει ο ίδιος και μάλλον δεν μπορούμε να φέρουμε την παραμικρή αντίρρηση για το ότι εννοούσε απόλυτα τα όσα έλεγε.

Ο Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ έκανε σχεδόν τα πάντα για να είναι αντιπαθής και το έκανε με ένα… πηγαίο ταλέντο. Το κατάφερνε, σχεδόν, πάντα, ωστόσο, η ατυχία για τον ίδιο ήταν πως έγραφε υπέροχα, έμπαινε στο μυαλό του αναγνώστη, του μιλούσε μέσα από τα γραπτά του και έτσι ο κόσμος τον αγάπησε τόσο όσο δεν αγάπησε ο ίδιος τον εαυτό του.

Κερδίζει επάξια τον τίτλο της πιο μυστηριώδους και αινιγματικής φιγούρας στην ιστορία της σύγχρονης λογοτεχνίας. Το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε θεωρείται ακόμα και σήμερα ένα διαμάντι της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αποτέλεσε, ωστόσο, και την έμπνευση για μια δολοφονία που συγκλόνισε τον πλανήτη. Αυτή του διασημότερου «σκαθαριού». Του Τζον Λένον

Ο μυστηριώδης κύριος Σάλιντζερ

Γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες την πρωτοχρονιά του 1919. Μεγάλωσε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και παρά το γεγονός πως η οικογένειά του δεν αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και του παρείχε όλα όσα χρειαζόταν εκείνος -ως ανήσυχο πνεύμα- ήταν διαρκώς ανικανοποίητος.

Τίποτα δεν μπορούσε να του προσφέρει την ικανοποίηση που έψαχνε. Έκανε μποέμικη ζωή και από το κρεβάτι του πέρασαν πολλές γυναίκες, ωστόσο, ο Σάλιντζερ έψαχνε πάντα αυτό που θα τον ικανοποιούσε. Μέχρι που το βρήκε. Ήταν το γράψιμο.  Πάνω στο χαρτί άφηνε «κομμάτια» της ψυχής του. Πήγε στο πανεπιστήμιο της Κολούμπια για να σπουδάσει συγγραφή και εκεί άρχισε να δείχνει τα πρώτα δείγματα του σπάνιου ταλέντου που διέθετε.

Σε αντιδιαστολή με το σπάνιο ταλέντο στη συγγραφή, ωστόσο, ο Σάλιντζερ είχε έναν χαρακτήρα που δύσκολα μπορούσε να γίνει ανεκτός. Ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με εκδότες από τους οποίους δεν δεχόταν την παραμικρή παρέμβαση στα έργα του παρά το γεγονός πως δεν ήταν κάποιος… φτασμένος συγγραφέας.

Τα κείμενα του, ωστόσο, ήταν εξαίσια και έτσι άρχισε σιγά- σιγά να τα δημοσιεύει και να κερδίζει σταδιακά μια αναγνώριση στο χώρο του. Όταν πλέον κάποια από τα διηγήματά του δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό The New Yorker, το όνομά του έγινε γνωστό ως ένα πολλά υποσχόμενο ταλέντο.

Και τότε, πάνω στην άνθηση της καριέρας του, ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Σάλιντζερ αναγκάστηκε να φύγει για την Ευρώπη. Εκεί υπηρέτησε ως τυφεκιοφόρος πεζικού. Πολέμησε στην ακτή «Γιούτα» της Νορμανδίας στις 6 Ιουνίου του 1944, ενώ, σύμφωνα με μαρτυρίες δικών του ανθρώπων, ήταν μεταξύ των απελευθερωτών ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης των ναζί. Έζησε τη φρίκη και την κόλαση από κοντά και αυτό τον σημάδεψε.

«Ο φύλακας στη σίκαλη»

«Αν θέλετε λοιπόν στ’ αλήθεια να τ’ ακούσετε, τότε πρώτο και κύριο μπορεί να περιμένετε πως θα σας πω πού γεννήθηκα, και τι φρίκη που ήτανε τα παιδικά μου χρόνια, και τι φτιάχνανε οι δικοί μου και τα ρέστα πριν με κάνουνε, κι ένα σωρό αηδίες και ξεράσματα…»!

Από το συγκεκριμένο απόσπασμα του «Φύλακα», μπορεί κάποιος να καταλάβει αφενός το πώς έγραφε ο Σάλιντζερ και αφετέρου γιατί αγαπήθηκε τόσο από το παγκόσμιο κοινό.  Το βιβλίο ανήκει στα αντιπροσωπευτικότερα έργα του μεταπολεμικού ρεαλισμού και επί της ουσίας ήταν αυτό που έστρωσε το δρόμο, ώστε, αργότερα να δημιουργηθεί το ρεύμα που ονομάστηκε νεορεαλισμός ή βρώμικος ή μινιμαλιστικός ρεαλισμός.

«Ο Φύλακας στη σίκαλη» είναι το χρονικό των περιπετειών του έφηβου Χόλντεν Κόλφιλντ -ο οποίος με τον τρόπο που διαβάσατε παραπάνω περιγράφει όλα τα βάσανα της εφηβείας- και κυκλοφόρησε το 1951. Τότε, όμως, ήρθε αντιμέτωπο με τις συντηρητικές ΗΠΑ και αφαιρέθηκε από βιβλιοθήκες και σχολικές αίθουσες ως «απαράδεκτο», «σκοτεινό», «βλάσφημο», «αρνητικό», «λάθος», «απαίσιο», καθώς «υπονομεύει την ηθική και τα χρηστά ήθη».

Οι ειδικοί αλλά και οι αναγνώστες, ωστόσο, το λάτρεψαν και το αποθέωσαν. Η φήμη του Σάλιντζερ απογειώθηκε και κέρδισε αυτό που δεν ήθελε. Φήμη. Συνεντεύξεις, φωτογραφίσεις ακόμα και εξώφυλλο στο Time έγινε, περίπου δέκα χρόνια μετά την κυκλοφορία του μοναδικού μυθιστορήματος που έγραψε.

Είχε κυκλοφορήσει πριν πολλές νουβέλες και διηγήματα αλλά τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τον «Φύλακα» τον οποίο άρχισε να γράφει πριν τον πόλεμο, συνέχισε κατά τη διάρκεια και ολοκλήρωσε μετά.

Όλη αυτή η τεράστια επιτυχία τον τρόμαξε και έτσι -από τα μέσα της δεκαετίας του 50 και έπειτα- αποφάσισε να ζήσει σαν ερημίτης στο σπίτι που αγόρασε στο Κόρνις του Νιου Χάμσαϊρ. Απαγόρευε σε οποιονδήποτε να έρθει σε επαφή μαζί του χωρίς την άδειά του. Μια απαγόρευση που ίσχυε τόσο για τη σύζυγο όσο και τα παιδιά του. Έγραφε πολύ αλλά δημοσίευε ελάχιστα. Είχε αφήσει μέχρι και λεπτομέρειες για το πώς θα δημοσιευθούν κάποια από τα έργα του από το 2015 και έπειτα όταν και… υπολόγιζε πως θα είχε πεθάνει οπότε κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να τον ενοχλήσει. Η τελευταία δημοσίευση που έκανε ήταν μια νουβέλα το 1965 στο περιοδικό The New Yorker. Από τότε μέχρι και που πέθανε, τον Ιανουάριο του 2010, η απόλυτη σιωπή…

Η δολοφονία του Τζον Λένον

Το περίεργο σε αυτή την ιστορία είναι πως αν ο «Φύλακας» δεν είχε γνωρίσει την παγκόσμια φήμη από… μόνος του, θα την γνώριζε μέσα από μια δολοφονία που συγκλόνισε ολόκληρο τον πλανήτη.

Ο Χόλντεν Κόλφιλντ, ο ήρωας του «Φύλακα» είχε «αγγίξει» πολλούς ανθρώπους. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Μαρκ Τσάπμαν, ένας περίεργος τύπος που γεννήθηκε τον Μάη του 1955 στο Τέξας.

Ο Τσάπμαν, ήταν ένας κλειστός χαρακτήρας, με προβλήματα στο σχολείο καθώς ούτε δημοφιλής ήταν, ούτε καλός σε κάτι. Παράλληλα είχε και προβλήματα στο σπίτι όπου ο πατέρας του κακοποιούσε τη μητέρα του. Στην εφηβεία άρχισε να παίρνει ναρκωτικά. Άκουγε ροκ. Έμπλεξε με παραθρησκευτικές οργανώσεις. Έπεσε σε κατάθλιψη. Νοσηλεύτηκε σε ψυχιατρικές κλινικές και είχε τάσεις αυτοκτονίας.

Μέσα σε όλα αυτά ο Τσάπμαν διάβασε τον «Φύλακα» και ταυτίστηκε τόσο πολύ με τον Χόλντεν Κόλφιλντ που ήθελε να αλλάξει το όνομά του και να υιοθετήσει εκείνο του ήρωα του βιβλίου του Σάλιντζερ.

Στις 8 Δεκεμβρίου του 1980 με τέσσερις σφαίρες στην πλάτη εκτελεί τον Τζον Λένον έξω από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη, επειδή πιθανότατα στο πρόσωπό του έβλεπε έναν «διαφθορέα της αθωότητας» . Το πιο διάσημο σκαθάρι λίγο νωρίτερα είχε δώσει στον Τσάπμαν ένα αυτόγραφο πάνω στο νέο του άλμπουμ.

Σύμφωνα με τον μύθο, ενώ ο Λένον ήταν βαριά τραυματισμένος και ψυχορραγούσε στο οδόστρωμα, ο Τσάπμαν κάθισε στο πεζοδρόμιο, έβγαλε το παλτό και το καπέλο του και περίμενε να τον συλλάβουν διαβάζοντας ήρεμος  τον «Φύλακα στη Σίκαλη». Στο δικαστήριο κατέθεσε ένα αντίτυπο του βιβλίου γράφοντας πάνω: «Αυτή είναι η δήλωσή μου» και υπέγραψε ως Χόλντεν Κόλφιλντ.