Τα βασικά συστατικά ενός θρίλερ που… σέβεται τον εαυτό του είναι πολύ συγκεκριμένα. Ένα ωραίο όνομα, σκοτάδι, μοναξιά και πολλές, περίεργες φήμες να «σέρνονται» πίσω απ’  όλα αυτά.

Αν έχεις όλα αυτά τα συστατικά τότε σίγουρα έχεις μια ιστορία που θα «παίξει» με τα μυαλά των ανθρώπων και θα κάνει τις τρίχες να… σηκωθούν «κάγκελο».

Αυτό φαίνεται να ισχύει και στην περίπτωση της Μόρνας.

Η Μόρνα είναι ένα χωριό της Πιερίας. Μόρνα σημαίνει «σκοτεινός τόπος». Οι κάτοικοι του χωριού αποφάσισαν κάποια στιγμή να αλλάξουν το όνομα του τόπου τους και να τον πουν «Σκοτεινά».

Μόρνα Πιερίας ή Σκοτεινά Πιερίας. Έτσι θα το έχετε ακούσει. Και σίγουρα μετά τις συστάσεις ακολουθούν οι πολλές και διάφορες τρομακτικές ιστορίες που το έχουν αναγάγει σε ένα «στοιχειωμένο» χωριό οι κάτοικοι του οποίου μέσα σε ένα βράδυ αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν και να πάνε να ζήσουν μερικά χιλιόμετρα βορειότερα. Σε ένα χωριό που το ονόμασαν Φωτεινά.

Όπως κάθε ιστορία που στηρίζει την ύπαρξή της σε μεταφυσικά ή παραφυσικά φαινόμενα, ωστόσο, υπάρχει και η λογική εξήγηση και αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση της Μόρνας.

Ειδικότερα, σε αυτή την ιστορία, μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να πει πως συμπυκνώνεται η διαδρομή της ελληνικής υπαίθρου μέσα στη σύγχρονη ιστορία και ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση και μετά.

Μέχρι να φτάσουμε εκεί, ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με σκοτεινές φιγούρες που εμφανίζονται τόσο ξαφνικά όσο εξαφανίζονται. Με πόρτες που ανοιγοκλείνουν μόνες τους. Με απόκοσμες φωνές και πολλά ακόμα ανατριχιαστικά φαινόμενα.

Η Μόρνα και οι «σκοτεινές» ιστορίες της

Η Μόρνα (ή Σκοτεινά όπως ονομάστηκε μεταγενέστερα) ήταν χτισμένη σε μια «γούβα» στα Πιέρια όρη. Αυτό σε συνδυασμό με την πυκνότατη βλάστηση κρατούσαν μακριά τον ήλιο τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ξημέρωνε αργά και νύχτωνε πολύ νωρίς.  Η αρνητική ενέργεια στην περιοχή ήταν δεδομένη. Όπως δεδομένες είναι και οι διάφορες σκοτεινες ιστορίες.

Βοσκοί και άνθρωποι που σχολούσαν από τη δουλειά τους στο περίφημο εργοστάσιο ξυλείας (θα αναφερθούμε σε αυτό στη συνέχεια του κειμένου) ήταν μάρτυρες ενός περίεργου φαινομένου. Κοπέλες, μικρής ηλικίας, γυμνές, χόρευαν γύρω γύρω από το χωριό και τον ποταμό Μόρνο. Ήταν ένας χορός έκστασης που τους τρόμαζε με αποτέλεσμα μόλις έπεφτε το σκοτάδι, να κρύβονται στα σπίτια τους και να μη θέλουν να βγουν πριν ξημερώσει. Ελάχιστοι ήταν οι… τολμηροί που κυκλοφορούσαν τη νύχτα.

Το φαινόμενο αυτό οι κάτοικοι της περιοχής το είχαν ονομάσει «γκουλαγκούδια» που σημαίνει γυμνά και αφορούσε επτά κορίτσια που κυκλοφορούσαν και χόρευαν τον δικό τους σκοτεινό χορό τρομοκρατώντας τους κατοίκους με το γοερό κλάμα τους μέχρι που λίγο πριν το ξημέρωμα ανέβαιναν στην κορυφή του βουνού και κρυβόντουσαν σε μια σπηλιά που υπάρχει εκεί και περίμεναν εκεί μέχρι να έρθουν και πάλι τα μεσάνυχτα. Αυτή η ιστορία κράτησε από πολύ παλιά μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1960!

Παράλληλα, μια παλιά τρομακτική ιστορία ήταν αυτή με το «μαλλιαρό χέρι» που θεωρητικά κυνηγούσε όσους έβρισκε στο διάβα του. Το σπίτι από το οποίο υποτίθεται πως έβγαινε το «μαλλιαρό χέρι» άνηκε σε έναν νεαρό άνδρα ο οποίος αποφάσισε να φύγει από την Ελλάδα και να αναζητήσει την τύχη του στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου τελικά στέριωσε και έκανε οικογένεια και παιδιά. Το σπίτι εγκαταλείφθηκε στην τύχη του και όταν άρχισε να διαλύεται και να παίρνει μια πιο άγρια μορφή ο θρύλος για το τι γίνεται στο εσωτερικό του και την «κατάρα που άφησε πίσω του ο μετανάστης» γιγαντώθηκε με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του χωριού να αποφεύγουν ακόμα και απ έξω να περάσουν.

Επιπλέον, φόβος μεγάλος υπήρχε στην περιοχή που λεγόταν Τούρκος και η οποία συνδέεται με την εποχή της Τουρκοκρατίας και τα όσα είχαν βιώσει οι Έλληνες με εκτελέσεις και φρικτά βασανιστήρια. Και εκεί υπάρχουν μαρτυρίες για απόκοσμες φωνές και εμφανίσεις πνευμάτων. Εκεί ακούγονταν διάφοροι απόκοσμοι ήχοι αγνώστου προέλευσης. Σκιές έκαναν την εμφάνισή τους και ψίθυροι από το πουθενά σε έκαναν να ανατριχιάζεις.

Όταν οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό με σκοπό ουσιαστικά να το μεταφέρουν βορειότερα και να ξεκινήσουν εκεί τη ζωή τους από την αρχή, λέγεται, πως οι αυτοδιοικητικές αρχές τους ζήτησαν να τους εξηγήσουν τον λόγο που προχωράνε σε αυτή την κίνηση αλλά εκείνοι αρνήθηκαν πεισματικά να πουν οτιδήποτε.

Αυτό που ίσως είναι το πιο περίεργο απ όλα είναι πως αν σήμερα πάει κάποιος στο χωριό και επιχειρήσει να μπει μέσα στα εγκαταλελειμμένα σπίτια θα διαπιστώσει πως η φυγή των κατοίκων έγινε εσπευσμένα και σίγουρα χωρίς ιδιαίτερη προεργασία…

Η ακμή και η παρακμή ενός ορεινού χωριού

Η Μόρνα, ωστόσο, δεν έχει μόνο τη σκοτεινή της πλευρά. Έχει και την σκληρή της πλευρά που δεν αποκλείεται να είναι αυτή η υπεύθυνη για τη μετακόμιση του χωριού.

Πριν την απόλυτη παρακμή του, το χωριό είχε ζήσει για πολλά χρόνια την απόλυτη ακμή του.

Το δασικό σύμπλεγμα μεταξύ Σκοτεινών (Μόρνας) – Λιβαδίου – Φτέρης και Πλατανορέματος στα Πιέρια Όρη, καλύπτει μια έκταση 100.000 στρεμμάτων. Η οξιά του θεωρείται άριστης ποιότητας και από τις καλύτερες παγκοσμίως.

Εκεί, λοιπόν, για πολλές δεκαετίες λειτουργούσε το Κρατικό Εργοστάσιο Επεξεργασίας Ξύλου.

Όπως, μάλιστα, αναφέρει ο καθηγητής- ιστορικός Γιάννης Καζταρίδης ήταν τέτοια η ποιότητα της ξυλείας που έδινε η περιοχή που η Μόρνα επελέγη για να κατασκευαστεί η θαλαμηγός του βασιλιά Όθωνα με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830. Το πλοίο κατασκευάστηκε από πιερική ξυλεία και ήταν το «καμάρι» του νεαρού βασιλιά των Ελλήνων.

Δρύες, πλατάνια, καστανιές και οξιές «στολίζουν» τα Πιέρια όρη από την αρχαιότητα. Σύμφωνα με αρχαία κείμενα πολλά καράβια ναυπηγήθηκαν στα παράλια της Κατερίνης από δέντρα που κάποτε φύτρωσαν και μεγάλωσαν εκεί.

Ενδεικτικό της ζωντάνιας και της οικονομικής ανάπτυξης που γνώρισε η περιοχή είναι το γεγονός ότι το 1956 το υπουργείο Εμπορίου, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή, αναγνωρίζοντας τη σημαντική συμβολή του εργοστασίου της Μόρνας στην Εθνική Οικονομία, απένειμε στους υπεύθυνους Χρυσό Μετάλλιο, στο πλαίσιο της ΔΕΘ.

Όλα αυτά, όμως, μέχρι το 1967 οπότε και μπαίνει λουκέτο στο εργοστάσιο. Οι μέρες της δόξας είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Η Μόρνα άρχισε να γίνεται ακόμα πιο σκοτεινή καθώς οι δουλειές λιγόστεψαν και οι νέοι άνθρωποι προτιμούσαν την εσωτερική (και όχι μόνο) μετανάστευση μέχρι που και όσοι έμειναν πίσω, αποφάσισαν να κάνουν το μεγάλο βήμα για ένα καλύτερο αύριο.

Εγκατέλειψαν τα Σκοτεινά και πήγαν μερικά χιλιόμετρα βορειότερα και έχτισαν τα Φωτεινά. Το μέρος εκεί είναι, όντως, πιο φωτεινό και η ποιότητα ζωής καλύτερη.

Φεύγοντας άφησαν πίσω τους τη σκοτεινιά, την κακή ενέργεια, τις παλιές ζωές τους και κυρίως ένα χωριό στο οποίο πλέον τα μόνα που κατοικούν είναι στοιχειωμένοι μύθοι και τρομακτικές ιστορίες για απόκοσμες φωνές και αινιγματικές οπτασίες γυμνών νεαρών κοριτσιών.