H Google εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες αποτελεί συνώνυμο της αναζήτησης στο διαδίκτυο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνά, επεξεργάζεται περίπου 100.000 διαδικτυακές αναζητήσεις. Η ακρίβεια των αποτελεσμάτων ήταν τέτοια που κέρδισε την εμπιστοσύνη των χρηστών και η δημοφιλία της γιγαντώθηκε μετατρέποντας το ίδιο το όνομα της μηχανής σε ρήμα («googlαρω»).

Είναι ενδεικτικό, όπως αναφέρει ο Εconomist σε εκτενές άρθρο του, πως όλες οι άλλες μηχανές αναζήτησης μαζί, διεκπεραιώνουν μόλις το ένα δέκατο των καθημερινών, διαδικτυακών αναζητήσεων παγκοσμίως. Πλέον όμως η κυριαρχία της Google απειλείται σοβαρά από μια νέα τεχνολογία, που φαίνεται να εισάγει την ανθρωπότητα στη νέα διαδικτυακή εποχή των chatbots.

Πρόκειται για το επαναστατικό σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT, που δημιουργήθηκε από τη startup OpenAI, στην οποία η Microsoft έχει ήδη επενδύσει 10 δισεκατομμύρια δολάρια, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιήσει μια αναπτυγμένη έκδοσή του στη δική της μηχανή αναζήτησης, το Bing. Αν σε κάποιους το ποσό φαντάζει εξωφρενικό, αρκεί να αναλογιστεί το εκτιμώμενο κέρδος…

Από το 2011, σημειώνει ο Economist, τα έσοδα της μητρικής εταιρείας της Google, της Alphabet, αυξάνονται κατά μέσο όρο 20% ετησίως. Η εταιρεία έχει αποκομίσει πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια με το μεγαλύτερο ποσοστό των κερδών να προέρχεται από την υπηρεσία αναζήτησης. Η αξία της εταιρείας έχει υπερτριπλασιαστεί, αγγίζοντας πλέον τα 1,3 τρισ. δολάρια, μέγεθος που την κατατάσσει στην πρώτη πεντάδα των πιο πολύτιμων εταιρειών στον κόσμο.

Το νέο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ChatGPT είναι ικανό, μεταξύ άλλων, να συζητά κυριολεκτικά με τους χρήστες, να γράφει εργασίες και αναλύσεις κατά παραγγελία, καθώς και κώδικα. Αφού εκπαιδευτεί στη φυσική γλώσσα και συγκεντρώσει το απαραίτητο πλήθος πληροφοριών, το chatbot θα μπορεί να δίνει μια σαφέστερη απάντηση σε μια ερώτηση περισσότερων μεταβλητών του χρήστη αντί να παραπέμπει σε μια λίστα με συνδέσμους άρθρων ιστοσελίδων, τα οποία καλείται ο ίδιος ο χρήστης να αξιολογήσει διαβάζοντάς τα.

«Πρόκειται για μια τεχνολογική εξέλιξη εξίσου σημαντική με αυτή του προσωπικού υπολογιστή και του Διαδικτύου», ισχυρίστηκε ο Μπιλ Γκέιτς, διαφημίζοντας την επένδυση της Microsoft, της εταιρείας που ο ίδιος ίδρυσε. «Ένα πρώτο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης –“φίλου” των ανθρώπων στο διαδίκτυο», το χαρακτήρισε ο Έρικ Σμιτ, πρώην διευθυντή της Google. «Είναι μια νέα μέρα στην αναζήτηση», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Microsoft, Σάτια Ναντέλα.

Το ChatGPT  πρωτοεμφανίστηκε τον Νοέμβριο του 2022 και ήδη, σύμφωνα με τις πληροφορίες, αριθμεί περί τους 100 εκατομμύρια ενεργούς χρήστες, πυροδοτώντας αναπόφευκτα μια διαμάχη για το μέλλον της μηχανών αναζήτησης. Με την παρουσίαση του ChatGPT, ο διευθύνων σύμβουλος της Alphabet, Σουντάρ Πιτσάι, κήρυξε «κόκκινο συναγερμό» και ως απάντηση η Google έσπευσε να ανακοινώσει το δικό της chatbot, το «Bard», έχοντας επενδύσει 300 εκατομμύρια δολάρια στην Anthropic, μια startup που εξειδικεύεται στην τεχνητή νοημοσύνη.

Σε αυτή τη φάση κανένα από τα δύο δεν λειτουργεί ιδιαίτερα καλά. Όπως αναφέρει Chris Stokel-Walker, ειδικός σε θέματα τεχνολογίας, σε άρθρο στον Guardian, και στα δύο συστήματα έχουν καταγραφεί στοιχειώδη λάθη, ωστόσο οι δύο τεχνολογικοί κολοσσοί, Google και Microsoft, φαίνονται αποφασισμένοι να ριχτούν στη μάχη για την ανάπτυξη μηχανών αναζήτησης μέσω συνομιλία, θέλοντας να κερδίσουν την πρωτιά στην κούρσα της νέας εποχής. Στο «παιχνίδι» αναμένεται να μπει και η Baidu, η κορυφαία μηχανή αναζήτησης στην Κίνα, στην οποία η Google απαγορεύεται, παρουσιάζοντας τον Μάρτιο τη δική της υπηρεσία αναζήτησης με τεχνητή νοημοσύνη.

«Πιστεύω πως βρισκόμαστε στην πιο ενδιαφέρουσα περίοδο σχετικά με τις μηχανές αναζήτησης από τότε που η Google ξεκίνησε την κυριαρχία της στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Απλώς δεν γνωρίζω αν ο τρόπος που χρησιμοποιείται η τεχνολογία της αναζήτησης μέσω συνομιλίας θα είναι αναγκαστικά ο τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιείται στο μέλλον», σημειώνει ο Chris Stokel-Walker. Η «μάχη των bots» πλησιάζει και θα μεταμορφώσει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αναζητούν και βρίσκουν πράγματα στο διαδίκτυο, σχολιάζει ο Economist.