Κλήση σε απολογία απέστειλε στην Ειρήνη Ευσταθίου, σύζυγο του εκπροσώπου γερμανικής εταιρείας Παναγιώτη Ευσταθίου ο ανακριτής Διαφθοράς που χειρίζεται την υπόθεση των εξοπλιστικών προγραμμάτων Γαβριήλ Μαλλής.

Οι κατηγορίες και για την 70χρονη κατηγορούμενη αφορούν τα αδικήματα της δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα καθώς διατηρούσε κοινούς λογαριασμούς με τον σύζυγό της.

Υπενθυμίζεται ότι ο Παναγιώτης Ευσταθίου απολογήθηκε ενώπιον του ανακριτή στις 2 Ιανουαρίου και μετά από διαφωνία ανακριτή και Εισαγγελέα για το θέμα της προσωρινής κράτησης, αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.

Απολογούμενος ο κ. Ευσταθίου φέρεται να κατονόμασε δέκα απόστρατους αξιωματικούς – oι οποίοι κλήθηκαν ήδη σε απολογία από τον κ.Μαλλή – που έλαβαν παράνομες αμοιβές για τα εξοπλιστικά προγράμματα που αφορούν την προμήθεια των υποβρυχίων και το σύστημα ASRAD.

Ο κατηγορούμενος φέρεται να είπε στον ανακριτή για «μίζες» που δόθηκαν και μετά το 2005.

Σύμφωνα με πληροφορίες ο κ. Ευσταθίου ρωτήθηκε από τον ανακριτή για το πότε έγιναν χρονικά οι πληρωμές, κατόπιν υπόδειξης της STN ATLAS, για το πρόγραμμα των υποβρυχίων και του ASRAD και φέρεται να απάντησε:

«Αν θυμάμαι καλά, για τα υποβρύχια οι πληρωμές έγιναν το 2002-2003 και για το ASRAD το 2001… Από το 2001 ως το 2005 δόθηκαν περίπου 3 εκ. ευρώ και για τα δύο προγράμματα. Από το 2005 και μετά, συνολικά 5 εκ. ευρώ και για τα δύο».

Ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε επίσης για τον λόγο που τον Δεκέμβριο του 2005 είχε συνάντηση ο πρόεδρος της γερμανικής RHEINMETAL AG με τον τότε υπουργό Άμυνας Σπήλιο Σπηλιωτόπουλο και απάντησε: «Αυτός ήθελε να κάνει μια εθιμοτυπική επίσκεψη στον τότε υπουργό, ο οποίος ήταν ο Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος. Από ότι θυμάμαι, η επίσκεψη περιορίστηκε σε εθιμοτυπικά θέματα».

Ο κ. Ευσταθίου δήλωσε επίσης ότι είναι απολύτως βέβαιος πως δεν δωροδόκησε πολιτικούς ενώ για Γερμανούς, στελέχη των κατασκευαστριών εταιρειών, είπε απολογούμενος: «Ήταν σύνηθες οι Γερμανοί που έδιναν τις εντολές δωροδοκίας να ζητάνε επιστροφή των παράνομων χρημάτων και προς τους ίδιους».