Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που οι προεκλογικές περίοδοι αποτελούν ένα από τα πιο καθοριστικά, για την εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας, αλλά και της ίδιας της δημοκρατίας, διαστήματα: τα πολιτικά κόμματα τα οποία φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τον τόπο επαναπροσδιορίζουν, ανανεώνοντας και εκσυγχρονίζοντας, τα προγράμματά τους, και οι πολίτες αξιολογούν και συγκρίνουν, το περιεχόμενο τους, λαμβάνοντας υπόψη και την αξιοπιστία τους, επιλέγουν εκείνο, που ανταποκρίνεται καλύτερα στις αρχές, πεποιθήσεις και προσδοκίες τους.

Για τη χώρα μας, η οικονομία της οποίας -ιδιαίτερα ευάλωτη μετά μια δεκαπενταετή, σχεδόν, περίοδο αλλεπάλληλων κρίσεων- βρίσκεται σε μια κομβική, για το μέλλον της, καμπή, η τρέχουσα προεκλογική περίοδος αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς το εθνικό και διεθνές περιβάλλον παρουσιάζει, τα τελευταία χρόνια, έντονες διαφοροποιήσεις και σημαντικές αβεβαιότητες, που επηρεάζουν, ιδιαίτερα, τις αδύναμες οικονομίες.

Πρόκειται για μια περίοδο βαθιάς περίσκεψης και γενικότερου αναστοχασμoύ, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ευθύνες όλων μας είναι μεγάλες:

I. Για τα περισσότερα πολιτικά μας κόμματα, κατ’ αρχάς, που θα πρέπει να σταματήσουν τους εύκολους λαϊκισμούς και τις τεχνητές ωραιοποιήσεις της οικονομίας και να ασχοληθούν σοβαρά, με ορισμένα επώδυνα δεδομένα που δεν μπορούν άλλο να αποκρύβονται, ιδιαίτερα όταν η δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας αποτελεί βασική αναπτυξιακή προϋπόθεση.

Το τέλος του άφθονου και φθηνού χρήματος, η επιστροφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην αυστηρή δημοσιονομική και νομισματική πειθαρχεία, η όξυνση του διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού και οι επικίνδυνες γεωπολιτικές αναταράξεις, καθιστούν επιτακτικότερες, την ορθολογική διαχείριση των οικονομικών μας και την πληρέστερη μελέτη των μεταρρυθμιστικών μας πρωτοβουλιών, για την ταχύτερη αντιμετώπιση των δομικών μας παθογενειών και την ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας.

Το υπερδιογκωμένο δημόσιο χρέος, η βιωσιμότητα του οποίου απαιτεί υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, η αδύναμη παραγωγική μας βάση και η χαμηλή παραγωγικότητά της, η επανεμφάνιση του, ξεχασμένου για πολλά χρόνια, πληθωρισμού που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη, το υψηλότατο ιδιωτικό χρέος και η αντιαναπτυξιακή κατά μεγάλο μέρος λειτουργία του τραπεζικού μας συστήματος, που ναρκοθετούν την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας, το στρεβλό, διαχρονικά, παραγωγικό μας πρότυπο, με την τουριστική μονοκαλλιέργεια και η υψηλή φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή, αποτελούν μόνιμες απειλές για νέες επιχειρηματικές χρεοκοπίες, για περαιτέρω άνοδο της ανεργίας και της «φυγής» εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, για τη διόγκωση εμπορικών ελλειμμάτων και «κόκκινων» δανείων, για συνεχή εξασθένηση του βιοτικού επιπέδου της κοινωνίας.

Και τα προβλήματα αυτά απαιτούν τεκμηριωμένες, κοστολογημένες και χωρίς ψευδαισθήσεις ή αυταπάτες, προτάσεις εκ μέρους των πολιτικών μας κομμάτων και γόνιμο κοινωνικό διάλογο, για αναζήτηση δημιουργικών συγκλίσεων και ευρύτερων συναινέσεων και όχι τοξικές προσωπικές αντιπαραθέσεις, με ρητορικούς διαξιφισμούς, που αποπροσανατολίζουν, χωρίς να πείθουν και που ενισχύουν ένα κλίμα αστάθειας που αποθαρρύνει τις νέες επενδυτικές πρωτοβουλίες και ιδιαίτερα αυτές που στοχεύουν, όχι στο εύκολο και γρήγορο κέρδος, αλλά σε σταθερές μεσομακροπρόθεσμες αποδόσεις.

II. Χρόνος, όμως, περίσκεψης και αναστοχασμού είναι η προεκλογική περίοδος, και για το εκλογικό σώμα που, επίσης, επωμίζεται σημαντικές ευθύνες.

Υπεύθυνος πολίτης είναι αυτός που ενδιαφέρεται για τα κοινά και συμμετέχει – άμεσα ή έμμεσα – στη διαχείρισή τους, η αρμονική, δε, συμβίωση των μελών μιας κοινωνίας, απαιτεί, την υποταγή του ατομικού ή κομματικού συμφέροντος, σε κοινούς εθνικούς στόχους.

  • Η αποχή, κατά συνέπεια, από την εκλογική διαδικασία, η οποία, τελευταία, στη χώρα μας -και όχι μόνον- έχει φθάσει σε απαράδεκτα επίπεδα, αποτελεί σοβαρή ένδειξη γενικότερης δυσλειτουργίας της ίδιας της δημοκρατίας μας και απαξίωσης της πολιτικής.
  • Η άρνηση μελών της κοινωνίας μας να συμμετάσχουν στη διαδικασία προσδιορισμού των θεμελιακών αξιών και κανόνων της που καθορίζουν την ποιότητα ζωής και εργασίας μας, απονομιμοποιεί το αντιπροσωπευτικό μας σύστημα και ανοίγει επικίνδυνες κερκόπορτες.
  • Η επιλογή κυβερνητικού προγράμματος αποτελεί την κορυφαία φάση στη διαδικασία συνδιαμόρφωσης ενός νέου παραγωγικού συστήματος που θα δημιουργεί περισσότερο πλούτο και θα τον διανέμει δικαιότερα.

Κρίσιμα τα σχετικά διλήμματα και μεγάλες οι προκλήσεις:

  • Πώς θα συνδυασθεί η προστασία ευάλωτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με την επίτευξη των αναγκαίων, από τις σχετικές δεσμεύσεις της χώρας, πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων;
  • Πώς θα επιτευχθεί η μείωση φορολογικών και κοινωνικών βαρών, με την άνοδο των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, των συντάξεων και των επενδυτικών κινήτρων;
  • Πώς θα εκσυγχρονισθούν, το κοινωνικό κράτος, η αμυντική ικανότητα της χώρας και οι υποδομές, με παράλληλη άνοδο του κόστους δανεισμού και σημαντική μείωση των αναπτυξιακών ρυθμών σε ολόκληρη την Ευρώπη, λόγω των περιοριστικών κοινοτικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών, που η καταπολέμηση των πληθωριστικών πιέσεων επιβάλλει;

Δύσκολοι κομματικοί συμβιβασμοί, τους οποίους παρακολουθούν και οι διεθνείς αγορές και πιο δύσκολες οι επιλογές του εκλογικού σώματος. Και καθώς, σε προεκλογικές περιόδους, τόσον οι κυβερνήσεις όσο και οι αντιπολιτεύσεις, που επιθυμούν να γίνουν κυβερνήσεις, δίδουν έμφαση στη διανομή και όχι στην παραγωγή του πλούτου, το φάσμα του στασιμοπληθωρισμού δεν θα πρέπει να αγνοηθεί.

Πέραν της επιλογής προγραμμάτων, το εκλογικό σώμα καλείται να εκλέξει και τα άτομα, που θα τον εκπροσωπήσουν για να τα υλοποιήσουν.

Άλλη μια δύσκολή επιλογή, καθώς η αναγνωρισιμότητα, που μεθοδικά τα πρόθυμα Μ.Μ.Ε μπορούν να «κτίσουν», δεν ταυτίζεται πάντοτε, με την αξιοκρατία (πολιτικό ήθος, συνέπεια και διαχειριστική ικανότητα).

III. Οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και οι ρήξεις με ένα ξεπερασμένο παρελθόν, για αν αποδώσουν, θέλουν χρόνο και συνήθως, μεγαλύτερο από εκείνον μιας κυβερνητικής θητείας, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα, ενδεχομένως, των «εκδικητικών» αντιμεταρρυθμίσεων, σε περίπτωση εναλλαγής κυβερνήσεων.

Σκόπιμη, κατά συνέπεια, είναι, για την εδραίωση της πολιτικής σταθερότητας και της μεταρρυθμιστικής συνέχειας, η αναζήτηση, κατά την προεκλογική περίοδο, της δυνατότητας επίτευξης προγραμματικών συμφωνιών, πάνω σε βασικά οικονομικά θέματα, ανάμεσα σε κόμματα με παραπλήσιους αναπτυξιακούς οραματισμούς, γεγονός που ενισχύει τη δυνατότητα σύμπλευσής τους στη υλοποίηση της αναπτυξιακής στρατηγικής, που έχει ανάγκη ο τόπος.

IV. Και βέβαια όταν η χώρα αντιμετωπίζει εθνικές τραγωδίες και συμφορές, η όποια κομματική εκμετάλλευση πλήττει βάναυσα τη δημοκρατία και την πατρίδα.

Το ίδιο ισχύει όταν συμβαίνει και σε ορατούς κινδύνους εθνικής απειλής ,κάτι που δυστυχώς δε σπανίζει ν ‘αντιμετωπίζουμε, ιδιαίτερα, κατά την ενίσχυση και εκσυγχρονισμό του αμυντικού μας εξοπλισμού.

  • Παύλος Θωμόγλου, επιχειρηματίας, μέλος Δ.Σ ΕΒΕΑ και πρ. Αντιπρόεδρος ΕΒΕΑ