Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων ζητεί από την κυβέρνηση ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιώργος Προβόπουλος, ο οποίος εκτιμά ότι το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής που δημοσιοποιήθηκε την προηγούμενη εβδομάδα αποτελεί την ύστατη ευκαιρία για την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Παρουσιάζοντας την Ετήσια Έκθεση του ο κ Προβόπουλος διαπιστώνει ότι « η προώθηση των μεταρρυθμίσεων δεν προχωρά στο βαθμό που χρειάζεται, ενώ συχνά η εφαρμογή τους καθυστερεί είτε γιατί προσκρούει σε δυσλειτουργίες της Δημόσιας Διοίκησης είτε εκδηλώνεται διστακτικότητα λόγω των αντιδράσεων».

Ο ίδιος εκτιμά ότι «η ύφεση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία θα ήταν ηπιότερη αν προχωρούσαν ταχύτερα τα μέτρα και οι πολιτικές εκείνες, οι οποίες, με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την ανάκαμψη».

Συγκεκριμένα για το 2011 η ΤτΕ προβλέπει ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί τουλάχιστον κατά 3%, και ενδεχομένως κατά τι περισσότερο, και η ανεργία θα ξεπεράσει το 15%. Ο πληθωρισμός, με βάση τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. εκτιμάται ότι θα αποκλιμακωθεί φέτος στο επίπεδο του 2,5% με 3,25%.

Ο κ. Προβόπουλος απέρριψε για μία ακόμη φορά τα σενάρια αναδιάρθρωσης του Δημοσίου Χρέους υπογραμμίζοντας ότι η λύση αυτή δεν είναι επιθυμητή και αναγκαία. Υποστηρίζει την ενίσχυση των προσπαθειών για την δημοσιονομική εξυγίανση προτείνονται ταυτόχρονα την υιοθέτηση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης το οποίο θα είναι προσανατολισμένο στην ενίσχυση της αποταμίευσης, τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Στο νέο αυτό πρότυπο ανάπτυξης στην οικονομία θα πρέπει να συντελεστεί μία στροφή από τον κρατισμό στην επιχειρηματική πρωτοβουλία.

Στο πλαίσιο αυτό θέτει τέσσερεις προτεραιότητες : Πρώτον την επιτάχυνση των αλλαγών στο Δημόσιο. Δεύτερον, την άμβλυνση των συνεπειών που έχει προκαλέσει ύφεση. Στην κατεύθυνση αυτή θα συνέβαλε η αποτελεσματική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, έτσι ώστε να γίνει δικαιότερη η κατανομή των βαρών, αλλά και να εμπεδωθεί το αίσθημα κοινωνικής δικαιοσύνης στους πολίτες. Η ΤτΕ αντιτίθεται στην επιβολή νέων φόρων τόσο σε μισθωτούς όσο και στις επιχειρήσεις. Τρίτον, την εξοικονόμηση δαπανών στο Δημόσιο Τομέα με κατάργηση αντιπαραγωγικών φορέων και την καλύτερη αξιοποίηση του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΕΣΠΑ). Τέταρτον, την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να αμβλύνουν τις επιπτώσεις της ύφεσης.

Στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας ο κ. Προβόπουλος παρόλο που διαπιστώνει ότι έχουν γίνει βήματα τα οποία συντέλεσαν στην βελτίωση της, εκτιμά ότι η Κυβέρνηση θα προχωρήσει στην άρση των στρεβλώσεων που συνεχίζουν ακόμη να παρατηρούνται σε αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Διαπιστώνεται ότι ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας συνέβαλε στην άμβλυνση των συνεπειών της ύφεσης, γεγονός που αντανακλά την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ωστόσο επισημαίνεται ότι η βελτίωση αυτή, η οποία σε όρους κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, ήταν της τάξεως του 6% για το 2010, δεν επαρκεί για να αντισταθμίσει την σωρευτική απώλεια της περιόδου 2001 – 2009 που φθάνει το -28%. Για το 2011 προβλέπεται η περαιτέρω μείωση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών στο 9% του ΑΕΠ.

Για το τραπεζικό σύστημα η ΤτΕ διαπιστώνει την ισχυρή κεφαλαιακή βάση των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων, ωστόσο εκτιμά ότι επιβάλλεται η προσαρμογή του στις νέες συνθήκες γεγονός που προϋποθέτει την ανασύνταξη του και την αναδιάταξη των δυνάμεων. Το 2010 παρατηρήθηκε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 10,4% από 7,7% του 2009, ενώ προβλέπεται ότι η αυξητική τάση θα συνεχιστεί και το 2011. Επισημαίνεται ότι η ρευστότητα του συστήματος βρίσκεται υπό διαρκή πίεση εξαιτίας της δημοσιονομικής κρίσης και των αλλεπάλληλων υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας του Δημοσίου από τους οίκους αξιολόγησης, αλλά και της συρρίκνωσης της καταθετικής βάσης. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται αναγκαία και από την ΤτΕ η χορήγηση των πρόσθετων κρατικών εγγυήσεων ύψους 30 δισ. ευρώ προς τις τράπεζες. Παρά ταύτα και για το 2011 προβλέπεται ότι η πιστωτική επέκταση σε ιδιώτες και επιχειρήσεις θα παραμείνει ελαφρώς αρνητική.