Ως σκηνοθέτης, ο Ρομπ Ράινερ, ο οποίος βρέθηκε νεκρός μαζί με τη σύζυγό του μέσα στο σπίτι τους, υπερασπίστηκε το χιούμορ, την ευγένεια και την ευφυΐα, χαρακτηριστικά που θα περίμενε κανείς να μην ταιριάζουν με το Χόλιγουντ της δεκαετίας του 1980, όπου καθιερώθηκε και της δεκαετίας του 1990, όπου σημείωσε μια σειρά από εξαιρετικές και μακρόπνοες επιτυχίες.

Ο Ράινερ είχε οικογενειακή σχέση με τη λειτουργία της κωμωδίας στην οθόνη: ο πατέρας του, Καρλ Ράινερ, είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στις τηλεοπτικές εκπομπές του Σιντ Σίζαρ, οι οποίες υπήρξαν επαναστατικές και είχε συμβάλει στη γέννηση μιας νέας γενιάς κωμικών του κινηματογράφου σκηνοθετώντας το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Στιβ Μάρτιν, «The Jerk». Ο Ρομπ Ράινερ έγινε ευρέως γνωστός ως «Μίτχεντ», το φιλελεύθερο αντίβαρο στον προκατειλημμένο Άρτσι Μπάνκερ του Κάρολ Ο’Κόνορ στη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του 1970 «All in the Family» (αντίστοιχο του Μάικ Ρόουλινς απέναντι στον Γουόρεν Μίτσελ στο βρετανικό πρωτότυπο «Till Death Us Do Part»). Ωστόσο, ήταν ως σκηνοθέτης και παραγωγός που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή.
Το 1984, ο Ράινερ κυκλοφόρησε το «This Is Spinal Tap», ένα «ψευδοντοκιμαντέρ» για ένα φανταστικό βρετανικό heavy metal συγκρότημα, το οποίο επαναπροσδιόρισε τα όρια της κινηματογραφικής κωμωδίας. Η ταινία σατίριζε τη συμπεριφορά του ροκ εν ρολ και κωδικοποιούσε τα κλισέ του είδους, με τον ίδιο τον Ράινερ να προσφέρει μια ξεκαρδιστική παρωδία του ρόλου του Μάρτιν Σκορσέζε στο «The Last Waltz». Παράλληλα, χάρισε ατάκες που διατηρούν τη δύναμή τους πάνω από 30 χρόνια αργότερα, όπως «οι ενδείξεις πάνε μέχρι το 11» και «είναι τόσο λεπτή η γραμμή ανάμεσα στο χαζό και, εε… το έξυπνο».
Η χρήση αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας υπήρξε επαναστατική για χολιγουντιανή ταινία μεγάλου μήκους. Αν και ο Ράινερ δεν ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τεχνικές ψευδοντοκιμαντέρ για κωμικούς σκοπούς, αυτό ανάγεται τουλάχιστον στο «Take the Money and Run» του Γούντι Άλεν, το «Spinal Tap» καθιέρωσε μαζικά το είδος. Ακολούθησαν ταινίες όπως «Bob Roberts», «Fear of a Black Hat», «Drop Dead Gorgeous» και «Borat: Cultural Learnings of America for Make Benefit Glorious Nation of Kazakhstan», οι οποίες χρωστούν πολλά στο «Tap», όπως και η υποκατηγορία των αυτοσχεδιαστικών ψευδοντοκιμαντέρ του Κρίστοφερ Γκεστ, με έργα όπως «Waiting for Guffman», «Best in Show» και «A Mighty Wind». Σχεδόν τυχαία, οι Spinal Tap εξελίχθηκαν σε «σχεδόν αληθινό» συγκρότημα, με περιοδείες, κυκλοφορίες δίσκων και μια συνέχεια μεγάλου μήκους, το «Spinal Tap II: The End Continues», στην οποία η συμμετοχή των Πολ ΜακΚάρτνεϊ και Έλτον Τζον κατέδειξε την υψηλή εκτίμηση προς την αρχική ταινία.
Η επόμενη ταινία του Ράινερ, «The Sure Thing», δεν υπήρξε εξίσου πρωτοποριακή. Πρόκειται για μια εφηβική ταινία με πρωταγωνιστές τον Τζον Κιούζακ και τη Ντάφνι Ζουνίγκα, η οποία κυκλοφόρησε έναν μήνα μετά το «The Breakfast Club» του Τζον Χιουζ το 1985 και επισκιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτό στη συνείδηση του κοινού. Ωστόσο, το 1986 ο Ράινερ ακολούθησε με μια εντελώς διαφορετική εφηβική ταινία: το «Stand by Me», βασισμένο στη νουβέλα του Στίβεν Κινγκ «The Body». Αν και δεν ήταν η πρώτη μεταφορά έργου του Κινγκ, το «Carrie» είχε γνωρίσει τεράστια επιτυχία μια δεκαετία νωρίτερα, ενώ τα «The Shining», «The Dead Zone» και «Christine» είχαν εδραιώσει τη φήμη του ως «Βασιλιά του Τρόμου», η ταινία ανέδειξε στο ευρύτερο κοινό την πιο λογοτεχνική πλευρά του συγγραφέα. Το «The Body» ταίριαζε απόλυτα στη ρομαντική και νοσταλγική ματιά του Ράινερ και το «Stand by Me» έγινε εξίσου εμβληματικό με το «Spinal Tap», συμβάλλοντας παράλληλα στην αναβίωση της R&B μουσικής της δεκαετίας του 1960 στα 80s μέσω της χρήσης του τραγουδιού του Μπεν Ε. Κινγκ στο soundtrack, το οποίο επανήλθε στο Top 10 και χρησιμοποιήθηκε σε διαφήμιση της Levi’s. Η ταινία απέδειξε επίσης ότι ο Ράινερ διέθετε ικανότητες και στο δράμα, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε και στην ονομασία της εταιρείας παραγωγής του, Castle Rock, από τη φανταστική πόλη του Κινγκ, η οποία με τη σειρά της πήρε το όνομά της από το οχυρό στο «Ο Άρχοντας των Μυγών».
Ακολούθησε το τρίτο αριστούργημα της δεκαετίας του 1980, «The Princess Bride», βασισμένο στο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γκόλντμαν. Αν και δεν ήταν η πρώτη ταινία του «παραμυθένιου» κύκλου της δεκαετίας (το «The NeverEnding Story» είχε κυκλοφορήσει το 1984), ο ευφυής συνδυασμός εφηβικού ρομαντισμού και ανατροπής κωμικών κλισέ την κατέστησε βαθιά επιδραστική, ιδιαίτερα λόγω της συμπονετικής και εύγλωττης απεικόνισης της γυναικείας πρωταγωνίστριας Μπάτερκαπ, την οποία υποδύθηκε η Ρόμπιν Ράιτ. Έχοντας φαινομενικά τελειοποιήσει το είδος, ο Ράινερ κυκλοφόρησε το 1989 μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, το «When Harry Met Sally», σε σενάριο της Νόρα Έφρον. Αν και το σύγχρονο ρομαντικό κομεντί δεν επινοήθηκε από αυτούς, συχνά αποδίδεται στον Γούντι Άλεν με το «Annie Hall», οι Ράινερ και Έφρον το επαναπροσδιόρισαν για μια νέα γενιά, ιδίως για τις γυναίκες που αντιμετώπιζαν νέα διλήμματα ζωής εν μέσω της φαινομενικής επαγγελματικής ισότητας της δεκαετίας του 1980. Με ισότιμη κατανομή βάρους και χρόνου ανάμεσα στους Μπίλι Κρίσταλ και Μεγκ Ράιαν, καθώς και με τη θρυλική σκηνή του προσποιητού οργασμού, η ταινία ανανέωσε ένα κλασικό πρότυπο και το κατέστησε εκ νέου επίκαιρο.
Αναπόφευκτα, η μετέπειτα σκηνοθετική πορεία του Ράινερ δεν μπόρεσε να φτάσει την πολιτισμική επιρροή αυτών των τεσσάρων ταινιών, αν και αξιοποίησε έναν από τους μεγαλύτερους φόβους του Χόλιγουντ, τους εμμονικούς θαυμαστές, σε ακόμη μία μεταφορά έργου του Κινγκ, το «Misery». Παράλληλα, ανέδειξε νωρίς το ταλέντο του Άαρον Σόρκιν σκηνοθετώντας δύο ταινίες βασισμένες σε σενάριά του, τα «A Few Good Men» και «The American President». Το τελευταίο οδήγησε άμεσα στη δημιουργία της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς «The West Wing», αν και ο Ράινερ δεν συμμετείχε σε αυτή.
Όπως αναφέρει ο Guardian ως παραγωγός και επικεφαλής της Castle Rock, η επιρροή του υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη. Το 1989, η εταιρεία παρήγαγε τον πιλότο «The Seinfeld Chronicles», ο οποίος είχε τόσο αρνητικές δοκιμαστικές προβολές που θεωρήθηκε αποτυχία. Όπως κατέγραψε η ιστορία, το «Seinfeld» εξελίχθηκε σε μία από τις πιο επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές όλων των εποχών, με τεράστια τηλεθέαση, αποθεωτικές κριτικές και καθοριστική συμβολή στη χρυσή εποχή της τηλεόρασης, αποδεικνύοντας ότι το μέσο μπορούσε να προσφέρει ώριμη και ποιοτική ψυχαγωγία στο ευρύ κοινό.
Η Castle Rock γνώρισε νέα ακμή με δύο μη τρομακτικές, ιστορίες του Κινγκ, τα «The Shawshank Redemption» και «The Green Mile», που κυκλοφόρησαν το 1994 και το 1999 αντίστοιχα και εξελίχθηκαν σε μεγάλες καλτ επιτυχίες, με το «Shawshank» να καταλαμβάνει συχνά την κορυφή δημοσκοπήσεων ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Αντανακλώντας και την πολιτική ταυτότητα του Ράινερ ως φιλελεύθερου ακτιβιστή, η Castle Rock έφερε στο προσκήνιο το πολιτικοποιημένο έργο του Τζον Σέιλς με το «Lone Star», παρήγαγε το πολιτικό θρίλερ συγκάλυψης «Michael Clayton» με τον Τζορτζ Κλούνεϊ, έδωσε στον Λάρι Ντέιβιντ την πρώτη του μετα-«Seinfeld» κινηματογραφική ευκαιρία με το «Sour Grapes» και στήριξε τη βαθιά επιδραστική σειρά ρομαντικών ταινιών «Before» του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ με τους Ίθαν Χοκ και Ζιλί Ντελπί.
Η επιρροή του Ρομπ Ράινερ στο Χόλιγουντ δεν βασίστηκε σε εκρήξεις και υπερδυνάμεις, αλλά σε ιδέες, ενσυναίσθηση και πνεύμα, γεγονός που την καθιστά ακόμη πιο εντυπωσιακή.