«Βασανιστήριο» χαρακτηρίζει τους τελευταίους μήνες της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη, η κόρη του, Μαργαρίτα. Μιλώντας στην εφημερίδα Espresso, τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, η Μαργαρίτα Θεοδωράκη τονίζει ότι ο πατέρας της υπέφερε και αποκαλύπτει ότι η μητέρα της δεν γνωρίζει για τον χαμό του Μίκη Θεοδωράκη.

«Οι τρεις τελευταίοι μήνες ζωής του μπαμπά ήταν ένα δράμα. Είχε αρρωστήσει πολύ βαριά. Ήταν ένα βασανιστήριο για εκείνον. Ήθελε να πεθάνει και εμείς προσπαθούσαμε να τον κρατήσουμε στη ζωή. Ο άνθρωπος σάπιζε πάνω σε ένα κρεβάτι. Στις παλιές εποχές οι άνθρωποι σε τέτοιες καταστάσεις θα είχαν πεθάνει από καιρό. Σήμερα τους κρατάμε με μηχανική υποστήριξη. Ίσως το πιο θλιβερό σε όλο αυτό είναι ότι είχε πλήρη διαύγεια. Υπέφερε πραγματικά. Τρεις με τέσσερις φορές τη μέρα ερχόταν η νοσοκόμα στο σπίτι για να κάνει απορρόφηση από τα φλέματα στα πνευμόνια. Ήταν τραγική εμπειρία ζωής που θέλω να ξεχάσω για πάντα» εξομολογείται η Μαργαρίτα Θεοδωράκη.

Η ίδια, μάλιστα, αποκαλύπτει ότι η μητέρα της, Μυρτώ δε γνωρίζει ότι ο Μίκης Θεοδωράκης έχει φύγει από τη ζωή. «Όχι, η μαμά μου δε γνωρίζει για τον θάνατό του. Δεν της το έχουμε πει, γιατί δεν θα μπορούσε να αντέξει αυτή την απώλεια. Έμεναν σε χωριστά δωμάτια τα τελευταία χρόνια λόγω των προβλημάτων υγείας και συναντιόνταν στο σαλόνι και μιλούσαν για ώρες. Πλέον δεν ψάχνει τον Μίκη της. Απλά της λέμε το όνομα “Μίκης Θεοδωράκης” και εκείνη αρχίζει να λέει ιστορίες από το παρελθόν» αναφέρει.

Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη εξομολογείται πώς νιώθει μετά τον θάνατο του πατέρα της: «Νιώθω ήρεμα μετά τον χαμό του γιατί ως οικογένεια κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για εκείνον! Δεν υπάρχει θλίψη. Υπάρχει μία γλύκα για εκείνον και μία ωραία ανάμνηση. Νιώθω γεμάτη γιατί μια ζωή ως οικογένεια “πατούσαμε” και δουλεύαμε πάνω στο έργο του πατέρα μου. Δεν έχουμε σταματήσει να τον έχουμε μέσα μας, μέσα από τα τραγούδια του, τις φωτογραφίες και τις παρτιτούρες του. Είναι συνέχεια κοντά μας, δεν έχει φύγει καθόλου. Βέβαια, ήταν πολλά χρόνια άρρωστος και το πιο λυπηρό για μένα είναι ότι τις περισσότερες φορές καθόμουν μπροστά σε έναν ακίνητο άνθρωπο. Δεν ήταν εκείνος ο Μίκης, ο δυνατός, που σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Ήταν ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος λόγω της ακινησίας του. Στενοχωριόταν όλο και περισσότερο κάθε μέρα. Από την άλλη, στο ίδιο σπίτι είναι και η μαμά μου, πάλι σε ακινησία. Έχει έναν βαθμό άνοιας, αλλά εκείνη είναι μέσα στην τρελή χαρά».