Ένας εθελοντής πυροσβέστης, ο οποίος βρέθηκε στο επι πέντε μέρες μαινόμενο πύρινο μέτωπο της Αττικής, περιγράφει τη νωπή ακόμη εμπειρία του.

της Δήμητρας Τριανταφύλλου

«Μέσα στις σκέψεις που έρχονταν και έφευγαν εκείνη την ώρα σα φλασάκια, προσωπικά, είχα και τον εξής προβληματισμό- ‘που θα σταματήσει πια όλο αυτό το μέτωπο;‘ », ξεκινά να αφηγείται τον πενθήμερο πύρινο εφιάλτη, ο Γιώργος Μαυρογιώργος, πρόεδρος του εθελοντικού σωματείου ΕΔΑΣΑ (Εθελοντές Δασοπροστασίας Αττικής).

Όπως συνεχίζει να θυμάται: «Σβήναμε τη φωτιά και αισθανόμασταν μεγάλη θλίψη- γνωρίζαμε ότι αυτές τις περιοχές που καίγονταν θα τις βλέπαμε ξανά πράσινες μετά από πολλά χρόνια. Τη σωματική κούραση δεν τη νιώθεις και ας περνούν οι μέρες. Για ένα διάστημα σε συντηρεί η αδρεναλίνη. Σε συντηρούν τα ‘ευχαριστώ’ από τους κατοίκους που σου φέρνουν νερά και φαγητά. Μας βοήθησαν πολύ οι πολίτες- η τροφοδοσία δεν μας έλειψε καθόλου»

Οι εθελοντές του ΕΔΑΣΑ ρίχτηκαν στην ανελέητη μάχη που δόθηκε στο εκτεταμένο μέτωπο της Αττικής με όλες τους τις δυνάμεις. «Ήμασταν στα μέτωπα σε Βαρυμπόμπη, Θρακομακεδόνες, Βασιλικά Κτήματα και στο τέλος και στον Εθνικό Δρυμό Πάρνηθας, από την Τρίτη 3 Αυγούστου μέχρι το Σάββατο 8/8, 9 ώρες κάθε μέρα με πεζοπόρα τμήματα και με τα δύο μας πυροσβεστικά οχήματα. Προσπαθήσαμε να βοηθήσουμε όπου μπορούσαμε και όπου ζητούνταν» λέει ο ίδιος.

Η αρχή του εφιάλτη και το χωροταξικό ζύγισμα

«Με το που άρπαξε η φωτιά την περασμένη Τρίτη στην Βαρυμπόμπη ενεργοποιήσαμε αμέσως τον μηχανισμό μας ζητώντας τις διαθεσιμότητες από όλους τους εθελοντές μας» επιστρέφει μια εβδομάδα πίσω στο χρόνο, o Γιώργος, μέσα από τις ολοζώντανες ακόμα αναμνήσεις.

«Μέσα σε λίγο χρόνο βρεθήκαμε στη βάση μας στο πρώην ολυμπιακό χωριό, δίπλα από τον 6ο Πυροσβεστικό Σταθμό. Η επιχείρηση ξεκίνησε να στήνεται γύρω στις 15.00 και στις 16.00 ήμασταν ήδη στο πεδίο. Δεν προλάβαμε να έχουμε και ιδιαίτερη άποψη για το τι συνέβαινε μέσα στην καρδιά της φωτιάς γιατί η πυρκαγιά ήταν ήδη ενώπιον μας. Για λίγη ώρα απείλησε τις εγκαταστάσεις μας και αυτές της Πυροσβεστικής. Δεν προλάβαμε καν να προετοιμαστούμε δηλαδή- ξεκινήσαμε μαζί με τους Πυροσβέστες να σώζουμε τις εγκαταστάσεις μας. Μετά φύγαμε για το κόμβο Καλυφατάκη και τη φωτιά σε εκείνη την ευρύτερη περιοχή. Η φωτιά είχε περάσει τη λεωφόρο Κύμης και έτρεχε προς τα κάτω, προς το ρέμα της Χελιδονούς. Ένα χάος αυτό που αντικρίσαμε.

Αναζωπύρωση της πυρκαγιάς στην Βαρυμπόμπη, Πέμπτη 5 Αυγούστου 2021. Στιγμιότυπο από τις Αφίδνες. (EUROKINISSI/ΤΑΤΙΑΝΑ ΜΠΟΛΑΡΗ)

Κάναμε αυτό που έχουμε διδαχτεί να κάνουμε. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να σκεφτείς εκείνη την ώρα είναι η θέση που θα πάρεις, πως θα τοποθετηθείς απέναντι στη πυρκαγιά. Ποια θα είναι η διαφυγή σου, πως θα σωθείς, αν απειληθείς. Πρέπει σε ελάχιστο χρόνο να κάνεις ένα χωροταξικό ζύγισμα πριν αρχίσεις να σβήνεις. Υπάρχει μια ανησυχία σε αυτό το κομμάτι, είναι φυσικό.

Σε αυτό μας βοηθούν και οι Πυροσβέστες όταν δρούμε μαζί τους και στους οποίους και αναφερόμαστε όταν είμαστε μαζί στο πεδίο. Και φυσικά έχουμε και τον υπεύθυνο, τον αρχηγό της ομάδας μας που παίρνει τις αποφάσεις. Μας ενδιαφέρει να μη χαθούμε, να μην απειληθούμε αλλά και φυσικά, να είμαστε αποτελεσματικοί.

Την Πέμπτη, στη δεύτερη πια αναζωπύρωση στο μέτωπο της Βαρυμπόμπης, εκεί όπου έγινε και η μεγαλύτερη ζημιά συνειδητοποιήσαμε ότι όλο το Τατόϊ με τα βασιλικά κτήματα και όλη η Βαρυμπόμπη θα γίνονταν στάχτη. Η κόπωση είχε αρχίσει πια να είναι μεγάλη. Το βράδυ της ίδιας μέρας η φωτιά απείλησε εκ νέου σοβαρά τις εγκαταστάσεις μας.

Το Σάββατο το πρωί, μάθαμε ότι πλέον απειλείται ευθέως ο πυρήνας του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας. Ξέρουμε ότι η προστασία του είναι ο λόγος ύπαρξης μας και η πεμπτουσία της δράσης μας. Σπεύσαμε αμέσως με ο, τι προσωπικό είχαμε, στο Φλαμπούρι για να κάνουμε ότι μπορούμε για να μην μπει η φωτιά μέσα στον Εθνικό Δρυμό. Εκεί συναντήσαμε πυροσβέστες από Τρίκαλα και Θεσσαλονίκη μεταξύ άλλων. Δυστυχώς στα ανατολικά του δρυμού, η φωτιά «έγλειψε» ένα κομμάτι του, αλλά βοηθήσαμε σημαντικά να περιοριστεί το κακό. Τα Βασιλικά κτήματα δυστυχώς έχουν καεί στο σύνολό τους. Δύο τούφες πρασίνου έχουν μείνει, εδώ και εκεί.

Οι σκέψεις και τα συναισθήματα την ώρα της μάχης

« Κάθε φορά που σβήνεις φωτιά νιώθεις έντονα μέσα σου την απώλεια του δάσους. Τα συναισθήματα είναι πάντα σε δεύτερη μοίρα και εκείνη την ώρα δεν επικρατούν καθώς πρέπει να σκέφτεσαι την ασφάλεια σου και την ασφάλεια της ομάδας» μας λέει ο Γιώργος για το ψυχολογικό κομμάτι αυτής της κατάστασης και συνεχίζει περιγράφοντας τις ειδικές συνθήκες που επικρατούσα αυτή τη φορά-

«Ανησυχούσαμε και για τους εθελοντές που ήταν μαζί μας και απειλούνταν τα σπίτια τους. Άνθρωποι που συμμετείχαν στην επιχείρηση και την ίδια ώρα λάμβαναν sms εκκένωσης για τους οικισμούς που μένουν. Επίσης σκεφτόμασταν και τους δικούς μας- ‘πως να νιώθει η γυναίκα μου και τα παιδιά μου, οι φίλοι και οι συγγενείς που βλέπουν τις φωτιές στην τηλεόραση;Βρίσκεσαι στην κόλαση και τελικά σκέφτεσαι αυτούς που ανησυχούν για εσένα.

Η ιστορία και η ταυτότητα του Συλλόγου

O ΕΔΑΣΑ είναι ένας από τους πιο παλιούς και ιστορικούς συλλόγους στο κομμάτι της δασοπροστασίας/δασοπυρόσβεσης. Ο σύλλογος γεννήθηκε το 1987 και το 1989 έγινε σωματείο. Το 2001 μπήκε στο μητρώο της Πολιτικής Προστασίας. Βασική ασχολία του συλλόγου είναι η πυροφύλαξη του ορεινού όγκου της Πάρνηθας και πέριξ. «Στην αρχή, στο σύλλογο συμμετείχαν κατά βάση ορειβάτες και σπηλαιολόγοι – άνθρωποι που γνώριζαν το βουνό και το αγαπούσαν. Σήμερα, οι άνθρωποι που είναι μέλη στον ΕΔΑΣΑ, κάνουν όλα τα επαγγέλματα και μένουν σε όλα τα μέρη τη πόλης. Εγώ για παράδειγμα μένω στα Πατήσια και εργάζομαι ως μηχανικός λογισμικού» δίνει την ταυτότητα του συλλόγου ο Γιώργος κα συμπληρώνει: « Όλους μας ενώνει η αγάπη για το δάσος και τη φύση, η αναγνώριση της σημασίας του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας και της ανάγκης προστασίας του»

Το 2007 ο σύλλογος απέκτησε ελαφριά πυροσβεστικά οχήματα και παράλληλα δημιουργήθηκε και η ομάδα δασοπυρόσβεσης. Εκτός από τις περιπολίες στον Εθνικό Δρυμό της Πάρνηθας επεμβαίνει και σε φωτιές όταν ζητηθεί η συνδρομή της από την Πυροσβεστική.

«Στην ομάδα μας, 50 περίπου εθελοντές είμαστε εκπαιδευμένοι για πυρόσβεση, έχουμε δηλαδή την ειδική πιστοποίηση» μας λέει και ο Γιώργος και συνεχίζει να δίνει λεπτομέρειες για την ομάδα κατάσβεσης: « Ο μέσος όρος ηλικίας των εθελοντών είναι τα 38 με 40 έτη. Ο καθένας στην ομάδα μας κάνει ο, τι μπορεί ανάλογα με τα αντοχές του και έτσι προσαρμοζόμαστε ο ένας στην ανάγκη του άλλου. Έχουμε γυναίκες στην ομάδα μας που ρίχνονται και αυτές στη μάχη με τις φλόγες, δεν έχει να κάνει μόνο με τη σωματική δύναμη η κατάσβεση».

Σε αυτό το σημείο, ο Γιώργος τονίζει πως οι εθελοντές συνεχίζουν καονικά την πυροφύλαξη μέσα στον Εθνικό Δρυμό αισθανόμενοι ανακούφιση που διασώθηκε. «Σκεφτόμαστε ότι οι περιπολίες και η φύλαξη είναι ακόμα πιο απαραίτητες τώρα» μας λέει ο ίδιος και κάνει και ένα σχόλιο για την κατάσταση που βρισκόταν το δάσος πριν από την καταστροφική φωτιά: «Όποιος περπατάει συχνά στο δάσος, όπως εμείς, καταλαβαίνει ότι μια καλύτερη διαχείριση ως προς τη πρόληψη είναι απαραίτητη. Η απομάκρυνση της καύσιμης ύλης για παράδειγμα αλλά και όλη η διαχείριση του δάσους. Τα παλιότερα χρόνια, οι άνθρωποι είχαν δραστηριότητες μέσα σε αυτά- βοσκή, ρητίνευση. Εκμεταλλεύονταν το δάσος και το προστάτευαν την ίδια στιγμή. Οι πυρκαγιές πολλές φορές έσβηναν από τους ίδιους. Ήξεραν τις ρεματιές, όλες τις πλευρές του δάσους ακόμα και από που θα φυσήξει ο αέρας και ποια ώρα. Σήμερα αυτό λείπει από πολλές δασικές περιοχές. Όσο για αυτό που βλέπαμε εμείς φέτος το καλοκαίρι είναι ότι υπήρχε πολύ καύσιμη ύλη διαθέσιμη και τα πράγματα θα ήταν δύσκολα».

Μια ανάμνηση από την τραγωδία

Ο Γιώργος κλείνει τη συζήτηση μας με αυτό που ο ίδιος θα κρατήσει για πάντα στη μνήμη του, από όλη αυτή την τραγωδία. «Την Τρίτη 3 Αυγούστου το ξημέρωμα, στις 06.30, μια ομάδα ανθρώπων φύγαμε από το πυροφυλάκιο μας στο Κατσιμίδι, όπου είχαμε κάνει νυχτερινή βάρδια πυροφύλαξης. Αφήσαμε την περιοχή πράσινη και το μεσημέρι της ίδιας μέρας ξεκίνησε ο όλεθρος. Τις περιοχές για τις οποίες κάναμε νυχτερινή πυροφύλαξη τις είδαμε μετά να γίνονται κάρβουνο. Κρατάω σφιχτά στο μυαλό μου εκείνη την τελευταία ωραία εικόνα με την περιοχή να είναι άθικτη, το ξημέρωμα της Τρίτης».

*φωτογραφίες από το αρχείο του ΕΔΑΣΑ