Οι ροές που διασχίζουν την πλατεία στο Μοναστηράκι και το πολύχρωμο μωσαϊκό που χρησιμοποιήθηκε κατά την αναδιαμόρφωσή της, αναπαριστά αυτό ακριβώς το ετερόκλητο πλήθος που συγκεντρώνει.

Ρεπορτάζ: Νίκη Παπάζογλου
Φωτογραφίες: Γιάννης Κέμμος

Λιτή και στερημένη από καλολογικά στοιχεία, με θέα στον ιερό βράχο και πρόσβαση στη μια από τις μεγαλύτερες υπαίθριες αγορές, το λεγόμενο Δημοπρατήριο, η πλατεία Μοναστηρακίου αποτελεί ένα δημόσιο φιλόξενο χώρο που υποδέχεται καθημερινά εκατοντάδες κόσμου.

Συνηθέστερα συγκεντρώνει περαστικούς αφού χρησιμοποιείται είτε ως διαμετακομιστικό κέντρο είτε ως αφετηρία της τουριστικής διαδρομής προς το βράχο της Ακροπόλεως ή της βόλτας για εναλλακτικό «shopping therapy» στην υπαίθρια αγορά της περιοχής. Μια προσεκτικότερη παρατήρηση όμως αρκεί για να εντοπίσει κανείς πέρα από τους περαστικούς και τους «μόνιμους θαμώνες» της, αυτούς για τους οποίους η πλατεία αποτελεί διέξοδο βιοπορισμού…

Ο ελεύθερος χώρος που διαθέτει, μετατρέπεται πολλές φορές σε σκηνή για ποικίλα δρώμενα από εκφραστές κάθε ηλικίας και κάθε εθνικότητας. Οι νέοι χορευτές break dance παραχωρούν τη θέση τους σε μπασκετμπολίστες, που επιδεικνύουν τον άψογο χειρισμό της μπάλας, για να τους διαδεχτούν με τη σειρά τους οι περφόρμερς με τις κορύνες και τα στεφάνια. Στο τέλος κάθε υπαίθριας προβολής ο θεατής έχει την διακριτική ευχέρεια να καταβάλει το κόμιστρο, που κατά την γνώμη του, αντιστοιχεί στην προσπάθεια…

Δίπλα στην «υπαίθρια σκηνή» του κέντρου της πλατείας, συγκεντρώνονται και οι μουσικοί του δρόμου, παίζοντας ο καθένας τις προσωπικές μουσικές του επιλογές. Συνηθέστερες είναι οι κιθάρες αλλά κατά καιρούς οι μπάντες περιλαμβάνουν σαξόφωνα, τρομπόνια ακόμα και βιολοντσέλα. Άλλωστε οι αρτίστες του δρόμου, είναι καλλιτέχνες που δεν βάζουν ούτε όρια ούτε ταμπέλες, επιλέγουν να παίζουν υπαίθρια μουσική εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο «την ελευθερία της ψυχής και την ανάγκη για άμεση επαφή με το κοινό τους», όπως δηλώνουν.

Εκτός από τα δρώμενα βέβαια, στους «μόνιμους κατοίκους» της πλατείας ανήκουν και οι λαχειοπώλες που προσπαθούν να βιοποριστούν πουλώντας «ελπίδα» μερικών εκατομμυρίων σε όσους θέλουν να δοκιμάσουν την τύχη τους. Η δουλειά είναι δύσκολη, αναφέρει ο κ. Γιώργος που εδώ και χρόνια στέκεται σχεδόν καθημερινά στην πλατεία στο Μοναστηράκι. «Μες το λιοπύρι όλη μέρα για να βγάλεις ένα μικρό μεροκάματο… Άλλωστε ο κόσμος δεν αγοράζει πια τόσο συχνά λαχεία. Μ’ όλα αυτά που συμβαίνουν έπαψε ίσως να πιστεύει στην θεά τύχη…».

Κύβοι του Ρούμπικ, κολλώδη μπαλάκια, τυχερά πλεχτά βραχιολάκια «Hakuna matata» είναι μερικά από τα συνηθισμένα αντικείμενα που διατίθενται προς πώληση στην πλατεία. Μικροπωλητές διαφόρων αντικειμένων προσπαθούν να τραβήξουν την προσοχή της δυνητικής τους πελατείας είτε με επίδειξη του προϊόντος, είτε προσεγγίζοντας φιλικά τον κάθε περαστικό.

«Να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου» είναι μια από τις φράσεις που ακούει ο διερχόμενος περαστικός, από γυναίκες που προτίθενται να «διαβάσουν το χέρι». Για την περίπτωση που ο περαστικός δεν ενδιαφέρεται για τη μελλοντική πρόβλεψη μπορεί να αγοράσει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα με 5 ευρώ.

Για τους πεινασμένους περαστικούς και τουρίστες δεν λείπουν και οι πάγκοι με τα φρούτα και τις καρύδες, τοποθετημένες δίπλα σε πίδακες νερού για να διατηρούνται δροσερές. «Κατά κύριο λόγο την πελατεία συνιστούν οι τουρίστες, ψωνίζουν κάτι για να καρδαμώσουν πριν την ανάβαση του βράχου», μάς ενημερώνει ο κ. Μάκης.

Και μιας και η βόλτα στο κέντρο της πόλης αποτελούσε ανέκαθεν οικογενειακή συνήθεια, το σκηνικό συμπληρώνεται από πωλητές πολύχρωμων μπαλονιών με ήλιο, σε σχέδια αγαπημένων παιδικών ηρώων για τους μικρούς φίλους.

Η βόλτα στο ιστορικό κέντρο της πόλης αφορά εξίσου και τους γηραιότερους μιας είναι μια από τις πολυτέλειες που τους επιτρέπει η σύνταξή τους. «Χαζεύουν τους χαρούμενους περαστικούς, ενώ ταυτόχρονα αναπολούν και την Αθήνα του χθες… τότε που η πλατεία ήταν νυφοπάζαρο και δεν έλειπε ποτέ ο ήχος της λατέρνας».

Μικροπωλητές χειροποίητων κοσμημάτων απαρτίζουν μια άλλη κατηγορία που δεν θα μπορούσε να λείπει από την πλατεία μιας και η συγκεκριμένη αγορά προμηθεύει εφήβους και ενήλικες κάθε γενιάς με κοσμήματα λαϊκής τέχνης.

Παράλληλα όμως με αυτό το πλήθος που βιοπορίζεται πουλώντας τα προϊόντα του, στις γωνίες στέκει κι ένα άλλο του οποίου η ελπίδα και η όρεξη για ζωή φαίνεται να έχει στερέψει. Άνθρωποι καταπονημένοι επαιτούν για να εξασφαλίσουν την τροφή της ημέρας. Άλλοτε χρήστες ναρκωτικών, άλλοτε άστεγοι που η οικονομική κρίση τους έβγαλε στο πεζοδρόμιο δεν συμμερίζονται τη χαρά των υπολοίπων. Απλώς υπάρχουν για να θυμίζουν στον επισκέπτη πως η ζωή δεν παρουσιάζει το ίδιο πρόσωπο σε όλους.

Μια μικρή περιπλάνηση βεβαιώνει τον παρατηρητή πως στην καρδιά του αθηναϊκού κέντρου, το ανθρώπινο μωσαϊκό που σκεπάζει καθημερινά την πλατεία αποτελεί ταυτόχρονα ένα μοναδικό μείγμα εποχών και πολιτισμικών ετεροτήτων που συνυπάρχουν, ίσως όχι πάντα αρμονικά…