Τη σύσταση και λειτουργία, από τον Σεπτέμβριο, ομάδας εργασίας για τη μετατροπή τού θεσμικού πλαισίου αστικών αναπλάσεων σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο που θα επιτρέψει την αστική αναζωογόνηση, τον σχεδιασμό ή και επανασχεδιασμό των πόλεων, υπενθυμίζει ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γ. Δημαράς, με αφορμή τις πρόσφατες καταρρεύσεις εγκαταλειμμένων κτιρίων στην Αθήνα.

Σε σχετική ανακοίνωση σημειώνει πως μόνο στην πρωτεύουσα τα κτίρια αυτά υπολογίζονται σε περίπου 1.400, εκ των οποίων σχεδόν τα μισά (600) είναι χαρακτηρισμένα διατηρητέα είτε από το υπουργείο Περιβάλλοντος είτε από το υπουργείο Πολιτισμού.

Ο υφυπουργός, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, χαρακτηρίζει τα κτίρια αυτά «ωρολογιακή βόμβα» για τη ζωή της πόλης από τις πλευρές της στατικής, της δομικής, της υγιεινής, του πυρός και της αισθητικής, θέτοντας σε διαρκή κίνδυνο κάτοικους και επισκέπτες και αποτελώντας μία βασική παράμετρο υποβάθμισης. «Επιπλέον αποτελούν ένα ανυπολόγιστης αξίας απόθεμα πολιτιστικής κληρονομιάς και ιστορικής μνήμης το οποίο ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει να χαθεί ανεπιστρεπτί. Το κυριότερο, όμως, συνιστούν ένα τεράστιο αναξιοποίητο κεφάλαιο – ένα κενό – για τις πόλεις και την κοινωνία, που ειδικά ενόψει της εμμένουσας κοινωνικό-οικονομικής κρίσης, δεν έχουμε την πολυτέλεια να επιτρέπουμε να απαξιώνεται καθημερινά» σημειώνει ο κ. Δημαράς και προσθέτει: «Η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση έχουν την υποχρέωση να παρέμβουν άμεσα για να ανατρέψουν αυτή τη ζοφερή κατάσταση. Όμως δυστυχώς, οποιαδήποτε λύση παρεμποδίζεται από την αποσπασματικότητα και πολυπλοκότητα των σχετικών πολεοδομικών, αστυνομικών κ.α διατάξεων, την αναποτελεσματικότητα ή και ανυπαρξία των φορέων ελέγχου και της επιβολής κυρώσεων, την πολυδιάσπαση ή και επικάλυψη των αρμοδιοτήτων σε διάφορους φορείς, την έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων και σύνδεσης με την οικονομική ζωή της πόλης και κυρίως την απουσία ολοκληρωμένου θεσμικού πλαισίου διαχείρισης του προβλήματος».

Όπως εξηγεί ο υφυπουργός, κομβικό μέρος της προσπάθειας της ομάδας εργασίας είναι η διαχείριση, προστασία και αξιοποίηση τόσο γενικά των εγκαταλειμμένων κτιρίων όσο και ειδικά των διατηρητέων εξ αυτών.

Οι προτάσεις του υφυπουργείου σχετικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος είναι επιγραμματικά:

– Για τα εγκαταλειμμένα, αυστηρές προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως εγκαταλελειμμένων. Ανάληψη χρήσης από ΟΤΑ σε συνεργασία με ΝΠΙΔ- ΝΠΔΔ μέσω προγραμματικών συμβάσεων. Συναίνεση για επεμβάσεις με 60% ιδιοκτητών. Καταγραφή σε ενιαία βάση πολεοδομικών πληροφοριών (Ηλεκτρονική Πολεοδομική Ταυτότητα Δήμου ν. 4495/2017). Εξέταση προσωρινών χρήσεων έστω και δυσμενέστερων στο πλαίσιο επέμβασης. Υποχρεωτική παροχή στοιχείων ιδιοκτητών από Κτηματολόγιο σε ΟΤΑ και Δημόσιο.

– Για τα διατηρητέα, σύσταση δομής διαχείρισης με διαθεσμικό χαρακτήρα (ΥΠΕΝ, ΥΠΟΑ, ΥΠΕΣ, ΟΤΑ κ.λπ.).

Δημιουργία ενιαίου αρχείου διατηρητέων-αξιόλογων κτηρίων. Προτείνονται κίνητρα για φύτευση ακαλύπτων. Προώθηση του βιοκλιματικού σχεδιασμού τους. Θέσπιση οικονομικών κινήτρων υπέρ ιδιοκτητών (απαλλαγή από ΕΝΦΙΑ και μείωση ΦΠΑ για επισκευές, επιχορηγήσεις για συντήρηση και επανάχρηση) και αντικινήτρων για εγκατάλειψη-κατάρρευση διατηρητέων κτιρίων και συνόλων (πρόστιμα, κυρώσεις).