Σοβαρές επιφυλάξεις για το περιεχόμενο της συμφωνίας μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας για το προσφυγικό όσον αφορά την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και ανησυχία ότι η συμφωνία δημιουργεί προβλήματα εφαρμογής, τα οποία θα χρεωθεί η Ελλάδα, εκφράζει σε έκθεσή της η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).

Στην έκθεσή της η ΕΕΔΑ υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο άσυλο και η απαγόρευση επαναπροώθησης αποτελούν θεμελιώδη πυλώνα τόσο του δικαίου των προσφύγων όσο και των οικουμενικών αρχών της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Επίσης, εκφράζει σοβαρές αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί η συμφωνία στην ελληνική έννομη τάξη. Ειδικότερα, η ΕΕΔΑ εκφράζει την ιδιαίτερη ανησυχία και το φόβο «πως η συμφωνία δημιουργεί νομικά τετελεσμένα και προβλήματα εφαρμογής που τυχόν ανακύψουν θα τα χρεωθεί αποκλειστικά η Ελλάδα, ενώ εκκρεμεί ήδη απόφαση της μείζονος σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αναφορικά με το επίπεδο προστασίας του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου».

Ο νόμος 4375 του 2016 του υπουργείου Εσωτερικών για την εφαρμογή της συμφωνίας αποτιμάται από την ΕΕΔΑ θετικά καθώς: επιτελείται η θεσμική και λειτουργική αναβάθμιση της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης, προστίθεται ως αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης ο εντοπισμός ευάλωτων ομάδων, αναγνωρίζει για πρώτη φορά το καθεστώς του ανιθαγενούς, ενσωματώνει πλήρως την Οδηγία 2013/32/ΕΕ σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και αναγνωρίζει, πλέον, σε αιτούντες και δικαιούχους διεθνούς προστασίας, καθώς και σε κατόχους άδειας παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους το δικαίωμα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Εγείρει, ωστόσο, όπως προσθέτει, ορισμένα ζητήματα «“υλοποιήσιμου” αλλά και συμβατότητας» με τη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.

Στην έκθεσή της η ΕΕΔΑ καλεί τις ελληνικές αρχές και τα όργανα της ΕΕ να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για να διασφαλίσουν την τήρηση της αρχής της μη-επαναπροώθησης, την απρόσκοπτη, έγκαιρη και αποτελεσματική πρόσβαση των αλλοδαπών χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα στις διαδικασίες διεθνούς προστασίας, την άμεση, απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία και των δύο βαθμών εξέτασης αιτημάτων ασύλου στην Ελλάδα, την άμεση χρηματοδότηση και αποτελεσματική λειτουργία των απαιτούμενων δομών φιλοξενίας και διαδικασιών, την εφαρμογή στην Ελλάδα της ενωσιακής νομοθεσίας για τα εναλλακτικά μέτρα αντί της κράτησης, την ενσωμάτωση και εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/22/ΕΕ για τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία στα κράτη-μέλη της ΕΕ και την άμεση τροποποίηση της μεταναστευτικής πολιτικής της ΕΕ και τη διεύρυνση και υποχρεωτική εφαρμογή του προγράμματος μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελλάδα σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Τέλος, η ΕΕΔΑ καλεί τις ελληνικές αρχές να επιδείξουν προσοχή, ώστε η εφαρμογή της συμφωνίας «να μην οδηγήσει σε προσβολή θεμελιωδών δικαιωμάτων των μεταναστών και προσφύγων όπως αυτά κατοχυρώνονται παραδοσιακά από το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο, αλλά και όπως ερμηνεύονται από διεθνή και ευρωπαϊκά δικαιοδοτικά όργανα», ενώ καλεί και την ΕΕ «να μην μετακυλίει τη νομική και ηθική ευθύνη της προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης στην Ελλάδα».