Στην απευκταία περίπτωση που η ελληνική πρωτεύουσα δεχόταν επίθεση με πυραύλους και drones, όπως συμβαίνει αυτή την περίοδο στην Τεχεράνη και στην Ιερουσαλήμ, πού θα πήγαινε για να προστατευτεί ο δικός μας άμαχος πληθυσμός, όταν θα ηχούσαν οι προειδοποιητικές σειρήνες; Θεωρητικά στα καταφύγια. Σε ποια σημεία όμως βρίσκονται αυτά, πόσα είναι και κυρίως ποιος είναι ο βαθμός συντήρησης και λειτουργικότητάς τους;

Δυστυχώς, την ίδια ώρα που η Γερμανία προχωρά σε ψηφιακή καταγραφή του δικού της δικτύου καταφυγίων και χώρες όπως η Φινλανδία, η Σουηδία και η Νορβηγία επικαιροποιούν τις οδηγίες αντίδρασης των πολιτών, σε περίπτωση, ο μη γένοιτο, πολέμου στην Αθήνα η κατάσταση είναι εξαιρετικά ανησυχητική στον συγκεκριμένο τομέα.

Μπορεί να εξοπλιζόμαστε με υπερσύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη Rafale και F-35, να αγοράζουμε νέας γενιάς φρεγάτες και να δημιουργούμε έναν θόλο κάλυψης πάνω από τη χώρα για αποτροπή επιθέσεων, υπό τον εύγλωττο τίτλο «Ασπίδα του Αχιλλέα», ωστόσο σε επίπεδο πολιτικής προστασίας όπως όλα δείχνουν, χωλαίνουμε.

Απόρρητος ο αριθμός τους, εικάζεται ότι αγγίζουν τα 2.000

Κατ’ αρχάς σε επικοινωνία που είχαμε με τους ιθύνοντες, προκειμένου να αντλήσουμε επίσημες πληροφορίες για το πόσα είναι τα καταφύγια στην πρωτεύουσα, μας κοινοποιήθηκε ότι η πληροφορία είναι «απόρρητη». Η διαχείριση και ο έλεγχός τους εντάσσονται σε διαβαθμισμένα σχέδια του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.

Η Βουλή των Ελλήνων

Εικάζεται ωστόσο ότι οι λειτουργικοί χώροι προστασίας αυτή τη στιγμή ανέρχονται σε περίπου 2.000. Σε αυτούς συγκαταλέγονται αντιαεροπορικά δημόσια καταφύγια που δημιουργήθηκαν επί πρωθυπουργίας Ιωάννη Μεταξά λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, υπόγεια κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας, πολυκατοικιών και εργοστασίων στις παρυφές του αστικού ιστού, καθώς και συγκεκριμένοι λόφοι που έχουν σκαφτεί για τον συγκεκριμένο λόγο. Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις και οργανισμοί έχουν προβεί στην κατασκευή υπόγειων ασφαλών χώρων μέσα στις εγκαταστάσεις τους, σε συνεργασία ή με καθοδήγηση από στρατιωτικές υπηρεσίες, όπως το ΓΕΕΘΑ.

Πριν δούμε κάποια από αυτά ας κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή, καθώς θα μας βοηθήσει προκειμένου φτάσουμε στο σήμερα.

Καταφύγια από την περίοδο Μεταξά

Τα περισσότερα σημαντικά καταφύγια δημιουργήθηκαν την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Ιωάννη Μεταξά. Ο δικτάτορας, διαβλέποντας τον επερχόμενο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προετοίμαζε τη χώρα από το 1936 που ανήλθε στην εξουσία. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, δημιούργησε πλειάδα καταφυγίων στην Αθήνα, στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στα Ιωάννινα, στον Βόλο και άλλες μεγάλες πόλεις, ενώ υποχρέωνε με νόμο κάθε καινούργια πολυκατοικία άνω των δύο ορόφων που χτιζόταν εκείνη την περίοδο, να διαθέτει και καταφύγιο για τους ενοίκους και τους ιδιοκτήτες της. Ο εργολάβος πρώτα κατέθεσε τα σχέδια στο Γραφείο Αεράμυνας και, αφού διαπιστωνόταν ότι πληρούνταν οι προδιαγραφές, μετέβαινε στην Πολεοδομία.

Με τον τρόπο αυτό, λίγο πριν από την έναρξη του πολέμου το 1940, στην πρωτεύουσα είχαν δημιουργηθεί γύρω στα 12.000 μικρά και μεγάλα καταφύγια εκ των οποίων τα 5.500 είχαν φτιαχτεί από ιδιώτες κάτω από πολυκατοικίες, βιομηχανίες και εργοστάσια. Τα υπόλοιπα ήταν ως επί το πλείστον υφιστάμενοι υπόγειοι χώροι που ενισχύθηκαν δομικά, ενώ τα 400 διαμορφώθηκαν ως χώροι προστασίας των γυναικόπαιδων από το κράτος.

Καταφύγια κατασκευάστηκαν όμως και την περίοδο 1941-1944 από τις κατοχικές δυνάμεις ως τμήμα των οχυρωματικών έργων που θα απέτρεπαν τυχόν απόβαση των Συμμάχων στην Ελλάδα. Μεταπολεμικά, όμως, τα περισσότερα μπαζώθηκαν, θάφτηκαν ή μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους. Ο μεταξικός νόμος που υποχρέωνε τις καινούργιες πολυκατοικίες να διαθέτουν υπόγειους χώρους προστασίας των ιδιοκτητών και των ενοίκων τους καταργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1956.

Η απόφαση του ΚΥΣΕΑ το 1981 και το νομοσχέδιο που έμεινε στα χαρτιά

Μια κρίσιμη απόφαση του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Άμυνας το καλοκαίρι του 1981 διαμόρφωσε το σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο γύρω από την κατασκευή καταφυγίων στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στις 18 Αυγούστου εκείνης της χρονιάς, το ΚΥΣΕΑ ενέκρινε την υποχρεωτική ενσωμάτωση καταφυγίων σε όλα τα νέα μεγάλα δημόσια κυρίως κτίρια.

Η απόφαση αυτή αφορούσε τόσο φορείς του Δημοσίου, όσο και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και Επιχειρήσεις Κοινής Ωφέλειας. Η ευθύνη για τη μελέτη και την εφαρμογή των τεχνικών προδιαγραφών ανατέθηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων, με στόχο την πλήρη συμμόρφωση κάθε νέας κατασκευής στις απαιτήσεις της πολιτικής προστασίας.

Δεκαετίες αργότερα, το 2004, καταγράφεται μία ακόμη σημαντική –αλλά τελικά ημιτελής– προσπάθεια αναμόρφωσης του σχετικού θεσμικού πλαισίου. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας εκπόνησε τότε τη μελέτη με τίτλο «Κατασκευές δημοσίου ενδιαφέροντος προστασίας ανθρώπων και πραγμάτων», η οποία αποσκοπούσε στην αναβάθμιση των υπαρχόντων καταφυγίων και στον εκσυγχρονισμό των τεχνικών τους προδιαγραφών. Αν και το περιεχόμενο της μελέτης παρείχε σαφείς κατευθύνσεις για τις μελλοντικές κατασκευές, το σχετικό νομοσχέδιο ουδέποτε κατατέθηκε στη Βουλή, αφήνοντας τις προβλέψεις αυτές σε εκκρεμότητα.

Το καταφύγιο του λόφου του Αρδηττού

Αρκετά από τα σημερινά αντιαεροπορικά καταφύγια βρίσκονται πολύ κοντά μας, αλλά δεν το γνωρίζουμε. Κάτω από πολυσύχναστα πεζοδρόμια, μέσα σε λόφους, πίσω από μια σκουριασμένη μεταλλική πόρτα ή κοντά σε γνωστές παραλίες.

Το καταφύγιο στον λόφο του Αρδηττού

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Αττική υπάρχουν μεταξύ άλλων καταφύγια στον Λυκαβηττό, στον λόφο Αρδηττού, δίπλα στην πλατεία Κολωνακίου και στο Πολύγωνο, στην Καστέλα του Πειραιά και τη Δραπετσώνα, στο Ελληνικό, τη Βούλα και τη Γλυφάδα, στο Σούνιο, στη Ραφήνα, κάτω από το μέγαρο του Αρείου Πάγου και στα κεντρικά γραφεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Το Μέγαρο της Τράπεζας της Ελλάδος

Κοραή 4: Το μόνο επισκέψιμο

Όλα τα δημόσια καταφύγια στην Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή σφραγισμένα. Κανείς αναρμόδιος δεν έχει πρόσβαση σε αυτά. Το μόνο που είναι επισκέψιμο για τους πολίτες, ως χώρος ιστορικής μνήμης, είναι αυτό στην οδό Κοραή 4, στο κτίριο της Εθνικής Ασφαλιστικής, δίπλα από την πλατεία Κλαυθμώνος.

Το κτίριο της οδού Κοραή

Στα δύο υπόγεια που βρίσκονται 6 μέτρα κάτω από την επιφάνεια, οι μηχανικοί Ε. Κριεζής και Α. Μεταξάς είχαν δημιουργήσει τους πιο σύγχρονους για την εποχή τους χώρους προστασίας του πληθυσμού από αεροπορικούς βομβαρδισμούς.

Ο χώρος ιστορικής μνήμης επί της οδού Κοραή

Διέθεταν μεταλλικές πόρτες που έκλειναν αεροστεγώς και επικοινωνούσαν με εσωτερικό κλιμακοστάσιο. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί τον Απρίλιο του 1941 και κατέκτησαν την Αθήνα, μετέτρεψαν τους χώρους σε αίθουσες βασανιστηρίων για χιλιάδες Έλληνες αντιστασιακούς. Ακόμα και σήμερα οι επισκέπτες έχουν τη δυνατότητα να δουν τα χαράγματα στους τοίχους των θαλάμων από τους κρατούμενους.

Υπόγειο καταφύγιο στον Λυκαβηττό

Κατασκευάστηκε πριν από τον πόλεμο του ’40 κοντά στην σπηλαιοεκκλησιά των Αγίων Ισιδώρων και είναι στρατιωτικών προδιαγραφών. Δεν χτίστηκε για τον άμαχο πληθυσμό αλλά ως κέντρο επιχειρήσεων της αεράμυνας. Εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων μέσα στον βράχο, έχει έκταση γύρω στα 450- 500 τ.μ., διαθέτει δύο εισόδους και θεωρητικά είναι το πιο καλοσυντηρημένο από όλα. Παρέχει αποθηκευτικούς χώρους, συσκευές επικοινωνίας με τον έξω κόσμο της εποχής εκείνης (που τώρα δεν είναι και οι πλέον χρήσιμες όπως αντιλαμβάνεται κανείς), ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, τουαλέτες και λουτρά. Καλύπτεται μάλιστα και από θέσεις πολυβολείων που έχουν λαξευτεί στον βράχο.

Ο χώρος προστασίας στον Αρδηττό και η… «επικοινωνία» με το Προεδρικό Μέγαρο

Κατασκευασμένο επίσης λίγο πριν από τον πόλεμο του 1940, το καταφύγιο του Αρδηττού μπορεί να φιλοξενήσει πάνω από 1.300 άτομα σε περίπτωση αεροπορικού βομβαρδισμού. Επί βασιλείας Παύλου (1947-1964) αποτέλεσε καταφύγιο για τη μοναρχική οικογένεια και εξαιτίας αυτού του γεγονότος δημιουργήθηκε ο μύθος ότι επικοινωνούσε υπογείως με τα κοντινά Ανάκτορα – το νυν Προεδρικό Μέγαρο επί της Ηρώδου Αττικού, κάτι το οποίο δεν ισχύει.

Βουλή: Το καταφύγιο που έγινε πάρκινγκ

Γεγονός είναι ότι για λόγους ασφαλείας το Μέγαρο της Βουλής των Ελλήνων διέθετε ένα μεγάλο υπόγειο καταφύγιο. Ωστόσο στις μέρες μας έχει μετατραπεί σε χώρο στάθμευσης πέντε επιπέδων για τις ανάγκες του Κοινοβουλίου. Ειδικότερα, από το 1975 άρχισαν να γίνονται οι απαραίτητες εργασίες για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική αναβάθμιση του κτιρίου. Σκοπός είναι η καλύτερη δυνατή λειτουργία των υπηρεσιών, με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι νέες τεχνολογίες, τα σύγχρονα εργαλεία και ο αναβαθμισμένος εξοπλισμός.

Η Βουλή των Ελλήνων

Το σημαντικότερο έργο υποδομής ήταν η κατασκευή πενταώροφου υπόγειου χώρου στάθμευσης που συνέβαλε στην αποσυμφόρηση των γύρω χώρων από τα σταθμευμένα αυτοκίνητα και την ανάδειξη του μεγάρου, τα εγκαίνια του οποίου πραγματοποιήθηκαν το 2000.

Καταφύγια κάτω από ιστορικά κτίρια της Αθήνας

Λίγοι γνωρίζουν πως κάτω από μερικά από τα πιο εμβληματικά κτίρια του αθηναϊκού κέντρου υπάρχουν υπόγεια καταφύγια, κατασκευασμένα για την προστασία προσωπικού και πολιτών σε περιόδους κρίσης. Τα περισσότερα από αυτά χρονολογούνται είτε από την προπολεμική περίοδο είτε από τη γερμανική Κατοχή, με ορισμένα να έχουν διατηρηθεί σε λειτουργική κατάσταση έως σήμερα.

Το μέγαρο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού που καλύπτει το οικοδομικό τετράγωνο Σταδίου – Βουκουρεστίου – Πανεπιστημίου – Αμερικής (εκεί που φιλοξενείται το πολυκατάστημα Attica) διαθέτει εκτεταμένο υπόγειο καταφύγιο, σχεδιασμένο για χρήση σε περίπτωση βομβαρδισμών.

Το κτίριο του Μεγάρου του Μετοχικού Ταμείου

Αντίστοιχη υποδομή υπάρχει και στο κτίριο του Υπουργείου Οικονομικών, επί της Καραγεώργη Σερβίας, αλλά και στον 1ο Πυροσβεστικό Σταθμό στην οδό Μουρούζη, όπου οι στοές αποτελούν τμήμα του σχεδιασμού πολιτικής προστασίας.

Η Μεγάλη Βρεταννία

Καταφύγιο για λόγους ασφαλείας διαθέτει επίσης το πολυτελές ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία» στην πλατεία Συντάγματος, που έχει φιλοξενήσει κατά καιρούς προέδρους κρατών, πρωθυπουργούς, βασιλιάδες και πασίγνωστους επιχειρηματίες και καλλιτέχνες.

Η Μεγάλη Βρεταννία

Θυμίζουμε ότι το κτίριο ανεγέρθηκε το 1842 και μετεγκαταστάθηκε εκεί το ξενοδοχείο (από τη Σταδίου όπου βρισκόταν αρχικά) το 1842.

Η Μεγάλη Βρεταννία

Σε καλή κατάσταση για ευνόητους λόγους βρίσκεται το καταφύγιο που έχει κατασκευαστεί κάτω από το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος στην οδό Πανεπιστημίου.

Εκεί άλλωστε βρίσκεται και το κεντρικό θησαυροφυλάκιο της χώρας με μέρος των ράβδων χρυσού, που φυλάσσονται υπό αυστηρότατα μέτρα ασφαλείας. Και λέμε μέρος του χρυσού, γιατί το υπόλοιπο τμήμα είναι μοιρασμένο σε διάφορα σημεία ανά τον κόσμο.

Η Τράπεζα της Ελλάδος

Τα εγκαταλελειμμένα καταφύγια του Πειραιά

Επί εποχής Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, δημιουργείται στην Καστέλα του Πειραιά, ένας χώρος προστασίας του άμαχου πληθυσμού από εχθρικές επιθέσεις με μια ιδιοτυπία. Είναι ισόγειος αλλά και υπόγειος ταυτόχρονα, κατασκευασμένος στον λόφο. Η δυναμικότητά του ανέρχεται στα 100-150 άτομα και στις εποχές που λειτουργούσε διέθετε φωτισμό, τουαλέτες και τρεχούμενο πόσιμο νερό. Σήμερα όμως έχει εγκαταλειφθεί στη μοίρα του.

Λίγα μέτρα πιο πέρα βρίσκεται το πολεμικό καταφύγιο του Προφήτη Ηλία που επίσης κατασκευάστηκε λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, περίπου 10 μέτρα κάτω από τη γη, με τοξωτή οροφή (ώστε να αντέχει το ωστικό κύμα) από μπετόν. Μικρότερο σε έκταση αλλά σε ακόμα χειρότερη κατάσταση από αυτό της Καστέλας, αφού εδώ έχουν αφαιρεθεί τόσο οι υδραυλικές όσο και οι ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις.

Το ξεχασμένο στον χρόνο καταφύγιο της Δραπετσώνας

Λίγα μόλις μέτρα μακριά από τις δεξαμενές του Βασιλειάδη, στο λιμάνι του Πειραιά και δίπλα στο κτίριο της Πυροσβεστικής, στην περιοχή της Δραπετσώνας κρύβεται ένα ακόμα υπόγειο καταφύγιο που μαρτυρά τις δύσκολες εποχές του παρελθόντος.

Διαθέτει τρεις εισόδους, με την κεντρική να παραμένει κλειδωμένη πίσω από μια βαριά μεταλλική πόρτα, στην οποία αναγράφεται με χαρακτήρες «ΚΑΤΑΦ. 2-3». Στο εσωτερικό του απλώνεται ένα εκτεταμένο δίκτυο υπόγειων στοών, το οποίο περιλαμβάνει δύο βασικούς παράλληλους διαδρόμους και επιπλέον μικρότερες στοές που συνδέουν κάθετα τις κύριες. Ορισμένες από τις διαδρομές αυτές δεν οδηγούν πλέον πουθενά, καταλήγοντας σε συμπαγή βράχο.

Η πλειοψηφία του συγκροτήματος έχει λαξευτεί μέσα στον φυσικό βράχο της περιοχής, ωστόσο η ποιότητα του πετρώματος σε διάφορα σημεία αποδεικνύεται σαθρή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να έχουν καταρρεύσει τμήματα της οροφής, γεγονός που καθιστά την είσοδο στο εσωτερικό άκρως επικίνδυνη. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, το δίκτυο αυτό να αποτελεί κατάλοιπο παλαιού λατομείου, το οποίο μετατράπηκε σε καταφύγιο σε μεταγενέστερη περίοδο.

Στο εσωτερικό διακρίνονται ακόμη σημάδια ανθρώπινης δραστηριότητας και προσπάθειες υποτυπώδους υποδομής: μεταλλικές εσωτερικές πόρτες, τοίχοι που φαίνεται να έχουν χτιστεί εκ των υστέρων με σύγχρονα υλικά, αλλά και ίχνη από παλιές εγκαταστάσεις φωτισμού και ύδρευσης. Μια μικρή υδατοδεξαμενή με μεταλλική κατασκευή και σωλήνες που καταλήγουν σε βρύση ενισχύει την εικόνα ενός καταφυγίου που προοριζόταν για βασική επιβίωση. Αντίστοιχα, στα τσιμεντένια τοιχώματα είναι ορατά υπολείμματα από ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις προηγούμενων δεκαετιών.

Τα δίδυμα καταφύγια σε Γλυφάδα και Βούλα

Στην καρδιά των νοτίων προαστίων υπάρχουν δύο ακόμη καταφύγια – ένα στη Βούλα και ένα στη Γλυφάδα. Σε αντίθεση με τα περισσότερα αντίστοιχα της Αθήνας, δεν χρονολογούνται από τη δεκαετία του ’30, αλλά κατασκευάστηκαν την περίοδο της γερμανικής Κατοχής.

Το πρώτο, το πιο γνωστό από τα δύο, βρίσκεται κάτω από τις παλιές εγκαταστάσεις του ΠΙΚΠΑ στη Βούλα. Αν και ο χρόνος έχει αφήσει τα σημάδια του, το υπόγειο αυτό καταφύγιο διατηρούσε μέχρι πριν από λίγα χρόνια σε αξιοπρεπή κατάσταση τη δομή και τα χαρακτηριστικά του. Το εσωτερικό του περιλαμβάνει οκτώ θαλάμους και ένα δίκτυο διαδρόμων, ενώ ξεχωρίζουν δύο ειδικά διαμορφωμένες θέσεις για πολυβόλα – ένδειξη της στρατιωτικής του χρήσης και των αμυντικών αναγκών της εποχής.

Η κατασκευή του αποπνέει στιβαρότητα: οι τοίχοι είναι χτισμένοι με λιθοδομή, ενώ η οροφή έχει ενισχυθεί με σκυρόδεμα, ώστε να αντέχει πιθανούς βομβαρδισμούς. Κοντά στην έξοδο του καταφυγίου, διακρίνεται ακόμη μια εγκατάσταση τριπλής ανοικτής δεξαμενής νερού, όπως και παλαιωμένα ίχνη από ηλεκτρολογικές και υδραυλικές υποδομές, οι οποίες εξυπηρετούσαν τις ανάγκες επιβίωσης όσων προσέτρεχαν στο εσωτερικό του. Στα όρια της Γλυφάδας υπάρχει ένα ακόμη καταφύγιο σχεδόν πανομοιότυπο, λίγο μεγαλύτερο αλλά εντελώς εγκαταλειμμένο.

Το υπόγειο καταφύγιο στο «Δάσος Οχυρού» της Ραφήνας

Μέσα στο πευκόφυτο δάσος που καλύπτει τον λόφο «Παναγίτσα», νοτιοδυτικά από το κέντρο της Ραφήνας, κρύβεται ένα λιγότερο γνωστό αλλά ιστορικά πολύτιμο κατάλοιπο της γερμανικής Κατοχής: ένα υπόγειο καταφύγιο που παραμένει σχεδόν ανέπαφο από τον χρόνο, μαρτυρώντας τον στρατηγικό ρόλο της περιοχής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το συγκεκριμένο σημείο επιλέχθηκε από τις γερμανικές δυνάμεις την 1η Μαΐου του 1941, όταν εισήλθαν στη Ραφήνα και ξεκίνησαν την κατασκευή ενός ευρύτερου οχυρωματικού συγκροτήματος για την επιτήρηση του λιμανιού. Ο λόφος, φυσική συνέχεια των νοτιοανατολικών παρυφών του Πεντελικού όρους, φιλοξένησε ανοιχτές πυροβολαρχίες, αποθήκες, δεξαμενές, καταλύματα και υπόγειες σήραγγες. Σήμερα, όλη αυτή η περιοχή είναι γνωστή ως Δάσος Οχυρού.

Παρότι τα έργα αυτά κατασκευάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’40, οι υπόγειες στοές και οι θάλαμοι που διαμορφώθηκαν τότε βρίσκονται σε εντυπωσιακά καλή κατάσταση. Οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από τη Ραφήνα στις 12 Οκτωβρίου του 1944, παίρνοντας μαζί τους εξοπλισμό και υλικά και ανατινάζοντας μεγάλο μέρος του οχυρού πριν φύγουν. Η ισχυρή έκρηξη προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στην επιφάνεια, αλλά δεν κατάφερε να καταστρέψει πλήρως τις υπόγειες εγκαταστάσεις.

Σήμερα, περιδιαβαίνοντας τον λόφο, ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ακόμη ορύγματα, τάφρους και υπολείμματα οχυρωματικών θέσεων. Το υπόγειο καταφύγιο, όμως, αποτελεί ίσως το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του συγκροτήματος, χάρη στη δομή του και την ιστορική του σημασία. Διαθέτει τρεις εισόδους, με την κεντρική να είναι σφραγισμένη πίσω από βαριά μεταλλική πόρτα στην οποία διακρίνεται η ένδειξη «ΚΑΤΑΦ. 2-3». Οι υπόγειες διαδρομές οργανώνονται γύρω από δύο βασικές παράλληλες στοές, ενώ κάθετες μικρότερες σήραγγες τις συνδέουν μεταξύ τους. Κάποιες καταλήγουν απότομα σε βράχο, πιθανόν υπολείμματα ενός παλιού λατομείου που μετατράπηκε αργότερα σε καταφύγιο.

Η κατασκευή τους είναι κυρίως λαξευμένη μέσα σε βραχώδες έδαφος – αν και σε αρκετά σημεία το πέτρωμα είναι σαθρό, γεγονός που έχει προκαλέσει μερικές καταρρεύσεις της οροφής, καθιστώντας επικίνδυνη την πρόσβαση. Κατά την περίοδο του Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, έγινε ανακατασκευή και ενίσχυση των στοών με σκυρόδεμα, κάτι που εξηγεί την αντοχή τους στον χρόνο. Μέσα στο καταφύγιο διακρίνονται ακόμη παλιές υποδομές που φανερώνουν την πρόνοια για επιβίωση: εγκαταστάσεις φωτισμού και ηλεκτροδότησης ενσωματωμένες στα τσιμεντένια τοιχώματα, ίχνη υδραυλικής, καθώς και μια μικρή μεταλλική δεξαμενή νερού, συνδεδεμένη με δίκτυο σωληνώσεων και μια βρύση.

Ούτε ένα πυρηνικό καταφύγιο

Σημειωτέων πάντως, ότι δεν διαθέτουμε ούτε ένα δημόσιο πυρηνικό καταφύγιο (εκτός αν υπάρχει και μας το… κρύβουν), οι προδιαγραφές του οποίου είναι πολύ πιο αυστηρές σε σχέση με αυτές ενός αντιαεροπορικού.

Σε περίπτωση επίθεσης με πυρηνικά όπλα, οι πολίτες καλούνται να μείνουν για τουλάχιστον 15 ημέρες μέσα σε αυτά, κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει παράλληλα να υπάρχει τροφή για τόσο καιρό, χώροι για ύπνο, για την κάλυψη των φυσικών ανθρώπινων αναγκών και συσκευές αναπλήρωσης αέρα.

Σε άριστη κατάσταση βρίσκονται όμως οι σειρήνες πολέμου

Από την άλλη πλευρά πάντως, σε άριστη κατάσταση βρίσκονται οι σειρήνες πολέμου που υπάρχουν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Μάλιστα σε ετήσια βάση ηχούν τουλάχιστον μία φορά (συνήθως στο πλαίσιο της διακλαδικής στρατιωτικής άσκησης «Παρμενίων», τέλη Σεπτεμβρίου) ώστε να διαπιστωθεί ότι είναι πλήρως λειτουργικές.

Η δοκιμή διαρκεί ελάχιστα λεπτά και γίνεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, στις 11:00 το πρωί ακριβώς, ακούγεται για ένα λεπτό ένας διακοπτόμενος ήχος, ο οποίος σημαίνει ότι έρχεται αεροπορική επιδρομή. Αμέσως μετά, στις 11:05 το πρωί της οριζόμενης ημερομηνίας, ακούγεται ένας μακρόσυρτος ήχος επίσης για ένα λεπτό, ο οποίο σημαίνει τη λήξη του συναγερμού. Το σήμα δίνεται για να ακουστούν οι ήχοι από την ΕΛ.ΑΣ. μέσω του συστήματος SAT, σε περίπου 600 από τις συνολικά 900 εν λειτουργία ηλεκτροκίνητες σειρήνες που έχουν διασπαρθεί σε όλη τη χώρα.

Οι άλλες 300 λειτουργούν χειροκίνητα. Βέβαια σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης επιστρατεύονται όλα τα διαθέσιμα μέσα και όχι μονάχα οι ηλεκτροκίνητες και χειροκίνητες σειρήνες. Από μεγάφωνα μέχρι καμπάνες εκκλησιών.