«Μαχαίρι» στις ανώτερες αμοιβές των υπαλλήλων των ΔΕΚΟ αλλά και άλλες αλλαγές που θα περιορίσουν το λειτουργικό κόστος των ζημιογόνων κρατικών επιχειρήσεων σχεδιάζει να βάλει η κυβέρνηση με σχέδιο νόμου που αναμένεται να πάει στο επόμενο διάστημα στη Βουλή.

Με το σχέδιο νόμου που θα αφορά ένα μεγάλο αριθμό ΔΕΚΟ που έχουν οικονομικό προβλήματα θα προωθούνται: πλαφόν στις ανώτερες αμοιβές, ενσωμάτωση των επιδομάτων στα βασικά επιδόματα, αυστηρός έλεγχος των δαπανών για υπερωρίες – εκτός έδρας – έξοδα μετακίνησης.

Επίσης, θα καθιερώνονται οι υποχρεωτικές μετατάξεις αλλά και οι μετακινήσεις στο εσωτερικό των οργανισμών.

Παράλληλα για τους υπαλλήλους που θα προσληφθούν στο μέλλον θα ισχύει περίοδος μαθητείας, ενώ εξαιρετικά αυστηροί θα είναι οι όροι για τις προμήθειες και τα έργα που εκτελούνται.

Στόχος των αλλαγών που προωθούνται είναι η περιστολή του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων του Δημοσίου. Ήδη με τις περικοπές των μισθών που έχουν γίνει στο πρώτο εξάμηνο του έτους έχει προκύψει εξοικονόμηση της τάξης των 53 εκατ. ευρώ όμως η επιδίωξη είναι να εξοικονομηθούν τουλάχιστον 220 εκατομμύρια ευρώ.

Η εξέλιξη αυτή θα αφορά και τους εργαζόμενους των ΔΕΚΟ του τομέα συγκοινωνιακών οι οποίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με μειώσεις των μισθών τους που σήμερα είναι σημαντικά υψηλότεροι από τις αποδοχές των εργαζομένων στο στενό δημόσιο τομέα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που αφορούν το 2009 ο μέσος μισθός στις ΔΕΚΟ ανέρχεται σε 40.772 και είναι κατά 44% υψηλότερος από τους μισθούς των υπαλλήλων του δημοσίου, όπου η μέση αμοιβή ανά εργαζόμενο ανέρχεται σε 26.556 ευρώ.

Με τις αλλαγές που θα γίνουν η μισθολογική διαφορά θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη για τους εργαζόμενους πχ στον ΗΣΑΠ, που με 56.554 ευρώ μέση αμοιβή ανά εργαζόμενο βρίσκεται στην κορυφή της σχετικής λίστας.

Σημαντική μείωση θα έχουν επίσης οι εργαζόμενοι της ΤΡΑΙΝΟΣΕ οι οποίοι την προηγούμενη χρονιά είχαν μέση αμοιβή 49.732 ευρώ και του ΟΣΕ που κατά μέσο όρο το 2009 λάμβαναν το 40.316. Χαμηλότερες, κατά μέσο όρο πάντα, είναι οι μέσες αμοιβές σε ΕΘΕΛ και ΗΛΠΑΠ με 37.021 και 35.476 ευρώ το χρόνο.