Ο επιχειρηματικός κόσμος επικροτεί την αυστηρή στάση του πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις που στοχεύει στην αποκλιμάκωση της έντασης στην περιοχή και στην αποκατάσταση της σταθερότητας, τόνισε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ημερίδα με θέμα «Πού βαδίζει η Τουρκία», που διοργανώνει το περιοδικό Foreign Affairs, The Hellenic Edition, σήμερα, υπό την αιγίδα του ΕΒΕΑ.

Ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για την περαιτέρω σύσφιξη των επιχειρηματικών σχέσεων των δύο χωρών αλλά η προσπάθεια αυτή επηρεάζεται από την πορεία των διμερών πολιτικών σχέσεων.

Παράλληλα ο κ. Μίχαλος παρέθεσε στοιχεία για την οικονομία της Άγκυρας και επεσήμανε στην ομιλία του ορισμένα από αυτά, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν για την περαιτέρω διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην τουρκική αγορά, ειδικά σε κλάδους όπου η χώρα μας αναπτύσσει ποιοτική και καινοτόμο παραγωγή.

Διαβάστε την ομιλία του κ. Μίχαλου

«Θα ήθελα κατ’ αρχήν να σας καλωσορίσω στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών, όπου έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ημερίδα, με θέμα τις εξελίξεις στη γειτονική μας Τουρκία και τις προεκτάσεις τους όσον αφορά τις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα.

Πριν προχωρήσω στις λεπτομέρειες για την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πρόσφατη επιθετική στροφή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με την προσβολή του διεθνούς δικαίου και την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας, σίγουρα δεν βοηθά την ομαλή ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων. Κυρίως, όμως, συνιστά κίνδυνο αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, της οποίας οι οικονομίες – και κυρίως οι λαοί – υποφέρουν τα τελευταία χρόνια από τη διαρκή αστάθεια και τις εντάσεις.

Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε σωστή την αυστηρή στάση του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία στοχεύει στην αποκλιμάκωση της κατάστασης και στην αποκατάσταση της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Ελπίζουμε και η τουρκική πλευρά να αντιληφθεί ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της οικονομίας και των πολιτών της, βρίσκεται στην ειρηνική συνύπαρξη και στη διευκόλυνση της οικονομικής συνεργασίας με τις γειτονικές της χώρες.

Η Τουρκία έχει συνδεθεί στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας με μια δυναμική οικονομική ανάπτυξη, η οποία έχει χαρακτηριστεί συχνά και ως οικονομικό «θαύμα». Από το 2002 μέχρι και το 2013 το ΑΕΠ της εκτινάχθηκε από τα 230 στα 744 δις δολάρια: υπερτριπλασιάστηκε, δηλαδή, μέσα σε μια δεκαετία περίπου. Εντυπωσιακή ήταν και η αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας της κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία του 80 οι εξαγωγές της έφθαναν σε αξία μόλις τα 5,7 δις δολάρια, ενώ οι εισαγωγές της τα 9,2 δις δολάρια. Το 2013 οι εξαγωγές ξεπερνούσαν τα 150 δις δολάρια και οι εισαγωγές, αντίστοιχα, τα 250 δις δολάρια. Είναι βεβαίως αξιοσημείωτο το γεγονός ότι όσο αυξάνονταν ο όγκος του εξωτερικού εμπορίου της Τουρκίας, τόσο πιο ελλειμματικό γινόταν το εμπορικό της ισοζύγιο. Το εμπορικό έλλειμμα παρουσίασε σταθερή διόγκωση, αντανακλώντας πιθανότατα την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες.

Σήμερα, η Τουρκία ανήκει στις 20 ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου και η οικονομική της δύναμη δείχνει να αυξάνεται συνεχώς.

Παρ’ όλα αυτά, σε σχέση με την Ελλάδα, η οικονομική ευρωστία της Τουρκίας λειτούργησε κάθε άλλο παρά αρνητικά. Παρά το γεγονός ότι οι δύο οικονομίες ανταγωνίζονται στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, η Ελλάδα κατάφερε να διαχειριστεί ως ευκαιρία την ανάπτυξη της γειτονικής της χώρας.

Η ενίσχυση των διμερών οικονομικών σχέσεων ευνοήθηκε και από το ευρύτερο κλίμα σχέσεων από το 1999 και μετά, που εκφράστηκε και σε μια σειρά από διμερείς συμφωνίες. Η κατάργηση των τελωνειακών δασμών και άλλων εμποδίων στην ανάπτυξη του εμπορίου, δημιούργησε κίνητρα για τη δραστηριοποίηση περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων στη γειτονική χώρα.

Τόσο η γεωγραφική εγγύτητα όσο και οι σημαντικές ομοιότητες σε θέματα καταναλωτικών προτιμήσεων και συμπεριφοράς, διευκόλυναν τη διείσδυση ελληνικών προϊόντων στην Τουρκία. Με αποτέλεσμα η χώρα αυτή να έχει καταστεί σήμερα μια από τις σημαντικότερε αγορές για τις ελληνικές επιχειρήσεις αποτελώντας έναν από τους κορυφαίους προορισμούς για τις ελληνικές εξαγωγές.

Το 2013 οι τουρκικές εισαγωγές από την Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 15,2% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, φθάνοντας σε αξία τα 3,17 δις ευρώ. Αντίστοιχα οι τουρκικές εξαγωγές προς την Ελλάδα μειώθηκαν σε σύγκριση με το 2012 κατά 1% και ανήλθαν σε 1,08 δις ευρώ, σύμφωνα με το Τουρκικό Ινστιτούτο Στατιστικής. Ο συνολικός όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 4,25 δις ευρώ το 2013 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 14,9% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα υπέρ της Ελλάδας ανήλθε σε 2,09 δις ευρώ, εμφανίζοντας αύξηση κατά 25% σε σχέση με το 2012. Οι ελληνικές εξαγωγές αποτελούν σήμερα το 1,67% των συνολικών τουρκικών εισαγωγών.

Βεβαίως, τα πετρελαιοειδή κατέχουν τη μερίδα του λέοντος στο σύνολο των εξαγωγών μας προς την Τουρκία, με μερίδιο που αγγίζει το 75% επί του συνόλου. Με την εξαίρεση των πετρελαιοειδών, το ισοζύγιο για την Ελλάδα εμφανίζεται ελλειμματικό. Κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα προς την Τουρκία είναι τα πλαστικά, το βαμβάκι και το αλουμίνιο, ενώ σημαντική αύξηση σημειώνουν οι εξαγωγές λιπασμάτων, σιδήρου – χάλυβα και φαρμακευτικών.
Ένας άλλος σημαντικός τομέας οικονομικών σχέσεων με τη γειτονική χώρα, είναι αυτός των επενδύσεων, όπου είδαμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιούν τις ευκαιρίες από την ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας.

Σήμερα, το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στην Τουρκία ανέρχεται σε 6,6 δις δολάρια. Σύμφωνα με στοιχεία του Τουρκικού Υπουργείου Οικονομικών, περίπου 500 εταιρείες ελληνικών συμφερόντων δραστηριοποιούνται στην Τουρκία, σε τομείς όπως αυτοί των τραπεζικών υπηρεσιών, των τροφίμων και της ενέργειας. Οι 250 περίπου από αυτές εδρεύουν στην περιοχή της Κωνσταντινούπολης.

Ο τουρισμός αναδεικνύεται επίσης σε σημαντικό πεδίο ενίσχυσης των διμερών σχέσεων. Είναι γνωστό ότι ο εισερχόμενος τουρισμός αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κλάδους της οικονομίας της γειτονικής χώρας, αφού πάνω από το 1/10 των εσόδων που εισρέουν στην Τουρκία από το εξωτερικό προέρχονται από τον τουρισμό.

Η δυνατότητα ανάπτυξης πολλών εναλλακτικών μορφών τουρισμού, οι εκτεταμένες διαφημιστικές εκστρατείες και βεβαίως οι χαμηλές τιμές των υπηρεσιών που παρέχει, έχουν φέρει την Τουρκία στις πρώτες θέσεις των τουριστικών προορισμών παγκοσμίως, τόσο σε αριθμό αφίξεων όσο και σε έσοδα. Οι αφίξεις προς τη χώρα αυξήθηκαν κατά 260% από τη δεκαετία του 80 μέχρι σήμερα, ενώ υπερδιπλασιάστηκαν στη διάρκεια της δεκαετίας 2002 – 2012.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια σημειώνεται μια εντυπωσιακή αύξηση του εξερχόμενου τουρισμού από την Τουρκία, ως αποτέλεσμα της μεταβολής του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, της ενίσχυσης της μεσαίας τάξης αλλά και της αυξημένης πρόσβασης των πολιτών στο διαδίκτυο και στην πληροφορία.

Σύμφωνα με το γραφείο ΟΕΥ στην Άγκυρα, την τελευταία δεκαετία ο αριθμός των Τούρκων που ταξιδεύουν στο εξωτερικό έχει σχεδόν διπλασιαστεί: από 4 εκατ. το 2004 σε 7 εκατ. το 2014. Η Ελλάδα έχει σαφώς επωφεληθεί από αυτή την τάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της τουριστικής αγοράς, η Ελλάδα θα δεχθεί μέχρι το τέλος του 2014 πάνω από 1 εκατομμύριο Τούρκους επισκέπτες, για πρώτη φορά στην ιστορία της. Σημειώνεται ότι το 2011 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν περίπου 550.000. Η Τουρκία, από την άλλη, αναμένεται να δεχθεί περίπου 800.000 επισκέπτες από την Ελλάδα, από 500.000 το 2011.

Από τα στοιχεία που ανέφερα ως τώρα προκύπτει ένα σαφές συμπέρασμα: ότι η Ελλάδα, αφενός χάρη στη βελτίωση των πολιτικών σχέσεων τα τελευταία 15 χρόνια και αφετέρου χάρη στη διορατικότητα και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεών της, έχει καταφέρει να επωφεληθεί από τη δυναμική ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας. Και βεβαίως μπορεί να αντλήσει περαιτέρω οφέλη στο μέλλον. Σύμφωνα με τις προβλέψεις διεθνών οργανισμών, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, ο ρυθμός ανάπτυξης της Τουρκίας το 2015 θα είναι μεταξύ 3,5 και 4%. Με βάση δε τις εκτιμήσεις της τουρκικής κυβέρνησης, ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι 5%, το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί στα 928 δις δολάρια ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στα 11.927 δολάρια. Η Τουρκία είναι μια γειτονική αγορά με ευνοϊκά δημογραφικά χαρακτηριστικά. Με πληθυσμό 76 εκατ., από τους οποίους το 10% αντιστοιχεί σε καταναλωτές μεσαίας και υψηλής εισοδηματικής τάξης.

Αυτά τα στοιχεία μπορούν να αξιοποιηθούν για την περαιτέρω διείσδυση των ελληνικών προϊόντων, ειδικά σε κλάδους όπου η χώρα μας αναπτύσσει ποιοτική και καινοτόμο παραγωγή, όπως τα γεωργικά προϊόντα και τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα καλλυντικά, τα δομικά υλικά, τα πλαστικά και τα υλικά συσκευασίας.

Υπάρχουν επίσης σημαντικές προοπτικές συνεργασίας σε τομείς όπως οι κατασκευές – όπου οι ελληνικές εταιρείες έχουν ήδη αναπτύξει γόνιμη παρουσία – η αγορά ακινήτων, καθώς και η ενέργεια και ειδικότερα οι Ανανεώσιμες Πηγές.

Σαφώς, επαναλαμβάνω ότι η προσπάθεια αυτή επηρεάζεται από την πορεία των διμερών πολιτικών σχέσεων».