Νέες ασφαλιστικές διευκολύνσεις και περισσότερα παθητικά μέτρα εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης -από την εκτίναξη της ανεργίας- προβλέπει το νομοσχέδιο-σκούπα του υπουργείου Εργασίας που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα.

Πέραν του γεγονότος ότι το υπουργείο Εργασίας υποχρεώθηκε σε επαναδιατύπωση πολλών διατάξεων του περασμένου καλοκαιριού (ασφαλιστικός νόμος 3863/10) καθώς προέκυψε ανάγκη αποσαφήνισης και κυριολεξίας, το νέο νομοσχέδιο αποπνέει πολιτικό άγχος -για τις μαζικές απολύσεις στην αγορά (και προς τούτο προκρίνεται η λύση της κουτσουρεμένης σύνταξης)- και κομματική αγωνία για περιφερειακές μικροδιευθετήσεις.

Από τα πιο σημαντικά μέτρα είναι η προσφορά έως και 1.500 ενσήμων από τον ΟΑΕΔ για τη συμπλήρωση των ελάχιστων προϋποθέσεων για τη λήψη της βασικής σύνταξης (προσυνταξιοδοτικό πρόγραμμα), αλλά και η επέκταση στον ιδιωτικό τομέα του δικαιώματος για αναγνώριση πλασματικών ετών ασφάλισης από τα παιδιά και για τους δύο γονείς.

Με αυτό το, όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η Ελευθεροτυπία, δίκαιο σε κάθε περίπτωση, μέτρο αφ’ ενός τα Ταμεία θα εισπράξουν ορισμένα ποσά και αφ’ ετέρου θα διευκολυνθούν από φέτος πολλοί εργαζόμενοι να «πιάσουν» τα νέα αυξημένα συνταξιοδοτικά όρια προκειμένου να μην απαξιωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές τους.

Αναγκαστική αιμοδοσία

Επίσης, η αναγκαστική υπαγωγή στο Ταμείο Πρόνοιας των 60.000 εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο γίνεται προκειμένου να «αιμοδοτήσουν» το Ταμείο με νέες εισφορές και έτσι να πάρουν το εφάπαξ οι παλαιοί (μόνιμοι) υπάλληλοι. Έστω και εάν τίποτε δεν διασφαλίζει ότι και οι ίδιοι οι εισφέροντες τώρα (υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου) θα λάβουν την εν λόγω παροχή όταν ωριμάσουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα.

Τα ανωτέρω δείχνουν ότι αφ’ ενός παρέχονται ορισμένες ευκαιρίες όχι απασχόλησης, αλλά λήψης μιας κάποιας συνταξιοδοτικής παροχής σε ανθρώπους που οδηγούνται σε αδιέξοδο και αφ’ ετέρου επιβάλλεται επασφάλιστρο στους εργαζομένους ιδιωτικού δικαίου ώστε να «κινητοποιηθούν» οι παλαιοί ασφαλισμένοι και να «αδειάσουν» το Δημόσιο (να συνταξιοδοτηθούν προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη) με ανακλαστικά κίνητρα όπως: «Πάμε να φύγουμε τώρα που έχει χρήματα το Πρόνοιας και θα δώσει το εφάπαξ».

Παράλληλα παρέχεται μία ακόμη ευκαιρία για ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων στο ΙΚΑ και τα άλλα ασφαλιστικά ταμεία με κεφαλαιοποίηση οφειλών, αναστολή πλειστηριασμών και παροχή ασφαλιστικής ενημερότητας.

Αναλυτικά το εν λόγω νομοσχέδιο προβλέπει:

1. Θεσμοθετείται η κάρτα εργασίας στις επιχειρήσεις, σε εθελοντική βάση και μέσω της οποίας το Σώμα Επιθεωρητών θα ελέγχει τις ώρες και τις ημέρες εργασίας ενός εκάστου υπαλλήλου. Ετσι, η προσέλευση και ο χρόνος εργασίας και αποχώρησης των εργαζομένων καταγράφονται και ελέγχονται με χρήση ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας, σε φορητό ή σταθερό πιστοποιημένο ηλεκτρονικό σύστημα το οποίο θα εγκαταστήσουν οι επιχειρήσεις στους χώρους εργασίας.

Η κάρτα εργασίας θα συνδέεται με το κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα του άρθρου 18 του παρόντος νόμου. Στις επιχειρήσεις οι οποίες θα εγκαταστήσουν το σύστημα αυτό στους χώρους εργασίας τους και θα καταβάλλουν εμπροθέσμως τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς και στους εργαζομένους των επιχειρήσεων αυτών, θα παρέχεται έκπτωση 10% επί των αντίστοιχων ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων και επιχειρήσεων.

2. Οι επιχειρήσεις που απολύουν εργαζομένους άνω των 55 ετών υποχρεούνται στην κάλυψη του 50% των ασφαλιστικών εισφορών για 3 έτη. Εάν ο εργαζόμενος είναι άνω των 60 ετών η συμμετοχή τού (πρώην) εργοδότη φτάνει το 80%.

Ειδικά οι εργαζόμενοι ηλικίας 55 έως 64 ετών των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, και εφόσον έχουν τουλάχιστον 3.000 ένσημα, δύνανται να υπαχθούν στις διατάξεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι άνεργοι επί 3 τουλάχιστον συνεχείς μήνες πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης υπαγωγής, εξακολουθούν να είναι άνεργοι και διαθέτουν κάρτα ανεργίας ανανεούμενη συνεχώς, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία του ΟΑΕΔ. Η ρύθμιση εφαρμόζεται για αιτήσεις που υποβάλλονται από την ημερομηνία ισχύος του παρόντος νόμου μέχρι 31/12/2012.

Κάλυψη ΟΑΕΔ και αυτασφάλιση

Οι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ ηλικίας 55 έως 64 ετών, των οποίων η σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πλήρους ή μερικής απασχόλησης, καταγγέλλεται, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ομαδικές ή μεμονωμένες απολύσεις, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 4.500 ημέρες ή 15 έτη ασφάλισης σε οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης και παραμένουν άνεργοι, έχουν το δικαίωμα αυτασφάλισης.

Η άσκηση του δικαιώματος αυτού μπορεί να γίνει εντός 60 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας. Όσοι απολυθέντες δεν άσκησαν το δικαίωμα αυτό εντός του προβλεπόμενου διμήνου μετά τη δημοσίευση του ν. 3863/2010, έχουν τη δυνατότητα να το ασκήσουν εντός 60 ημερών από τη δημοσίευση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Σε κάθε περίπτωση η δυνατότητα υπαγωγής στις ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής και των επόμενων παραγράφων 5 και 6 του άρθρου αυτού λήγει στις 31/12/2012.

3. Οι εργαζόμενοι από τον τρέχοντα μήνα και μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012 που είναι ενταγμένοι στο ΙΚΑ, καθώς και τα μέλη οικογενείας τους, καλύπτονται ασφαλιστικά (ασθένειας σε είδος) εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 50 ημέρες ασφάλισης, είτε το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε κατά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο. Χωρίς να συνυπολογίζονται οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του δεκαπενταμήνου.

Ωστόσο, οι ασφαλισμένοι του ΙΚΑ για την περίοδο από 1/3/2011 έως 28/2/2012, δικαιούνται επίδομα ασθένειας από το Ίδρυμα, εφόσον εκτός των άλλων προϋποθέσεων έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 100 ημέρες ασφάλισης, είτε κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είτε κατά το τελευταίο δεκαπεντάμηνο, χωρίς να συνυπολογίζονται οι ημέρες που πραγματοποιήθηκαν κατά το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο του δεκαπενταμήνου. Οι εργαζόμενοι σε οικοδομοτεχνικά έργα δικαιούνται επίδομα ασθένειας από το Ίδρυμα για την ίδια ως άνω χρονική περίοδο, εφόσον είχαν πραγματοποιήσει 80 ημέρες ασφάλισης.

Αυτό σημαίνει ότι για τη λήψη και των λοιπών παροχών, όπως είναι η μερική κάλυψη του μισθού σε περίπτωση ασθένειας ή σοβαρής νόσου, ο εργαζόμενος θα πρέπει να έχει τουλάχιστον 100 ένσημα όπως προβλεπόταν.

18 μήνες προστασία στις μητέρες

4. Επεκτείνεται η κάλυψη των μητέρων από τις αυθαιρεσίες του εργοδότη. Συγκεκριμένα, απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και για το χρονικό διάστημα 18 μηνών μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία.

Σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης στην εργασία της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη.

5. Επεκτείνεται και στον ιδιωτικό τομέα το δικαίωμα συνταξιοδότησης και στους δύο γονείς (διαζευκτικά πάντως σε έναν εκ των δύο) στις περιπτώσεις που έχουν ανάπηρο τέκνο (67%) ή όταν ο ένας εκ των δύο συζύγων είναι ανάπηρος (80%). Ετσι, γονείς και αδελφοί/ές ατόμων άγαμων και ανίκανων για κάθε βιοποριστική εργασία, με ποσοστό 67% και άνω, που δεν νοσηλεύονται σε ιδρύματα με δαπάνη ασφαλιστικού ή άλλου δημόσιου φορέα, καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών πραγματικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση.

Για τη συμπλήρωση του ανωτέρω προσδιοριζόμενου χρόνου λαμβάνονται υπόψη μόνο ο χρόνος στρατιωτικής θητείας που αναγνωρίζεται κατόπιν εξαγοράς, ο χρόνος γονικής άδειας ανατροφής παιδιών, καθώς και ο προβλεπόμενος από τη συλλογική σύμβαση της ΓΣΕΕ χρόνος απουσίας από την εργασία λόγω κύησης και λοχείας.

Διαζευκτικά το δικαίωμα

Το δικαίωμα συνταξιοδότησης ασκείται διαζευκτικά από τον ένα γονέα ή, στην περίπτωση των αδελφών, από ένα αδελφό/ή σε ένα φορέα κύριας και σε έναν φορέα επικουρικής ασφάλισης. Για την άσκηση του δικαιώματος από τον γονέα του ανάπηρου τέκνου, πρέπει, κατά την ημερομηνία της αίτησης για συνταξιοδότηση, ο έτερος γονέας να μη λαμβάνει ή να μη δικαιούται σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο, να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον 3.600 ημέρες ή 12 έτη πραγματικής ασφάλισης εκ των οποίων 600 ημέρες ή 2 έτη τα τελευταία 4 χρόνια, σε φορείς κύριας ασφάλισης ή/και το Δημόσιο και να εργάζεται.

Αν ο γάμος λυθεί, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει την επιμέλεια του ανάπηρου παιδιού με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Αν το παιδί είναι ενήλικο, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που είχε την επιμέλεια όσο ήταν ανήλικο. Αν η ενηλικότητα επήλθε πριν από τη λύση του γάμου, το δικαίωμα ασκείται από έναν από τους δύο γονείς.

Σε περίπτωση που το ανάπηρο παιδί έχει τεθεί σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το δικαίωμα ασκείται από τον γονέα που έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης.

6.
Στις περιπτώσεις δύο, ή περισσότερων, γάμων του θανόντος δικαιούχου η σύνταξη επιμερίζεται -με την προϋπόθεση ότι υπήρξε 10ετής έγγαμος βίος- ως εξής: Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει 10 έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στον χήρο ή χήρα και 25% στον/στη διαζευγμένο/η.

Για κάθε έτος έως το 35ο έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η +χήρα μειώνεται κατά 1% στον χήρο ή στη χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στον/στη διαζευγμένο/-η. Προκειμένου περί εγγάμου βίου που διήρκεσε πλέον των 35 ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στον χήρο ή στη χήρα και 50% στον/στη διαζευγμένο/η.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρο ή χήρα, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/ης κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα δικαιούνταν ο χήρος ή η χήρα.

ΟΑΕΕ: χωρίς διακοπή εργασιών

7. Μέχρι σήμερα ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ με την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης θα έπρεπε να παραδώσει και βεβαίωση της Εφορίας για διακοπή εργασιών της επιχείρησης ή της δραστηριότητάς του.

Με τις νέες ρυθμίσεις ο υποψήφιος συνταξιούχος μπορεί, εφόσον έχει θεμελιώσει δικαίωμα, να υποβάλει αίτηση χωρίς να διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα. Η σύνταξη όμως καταβάλλεται από τις αρχές του επόμενου της διακοπής μήνα.

Παράλληλα σε όσους απονέμεται προσωρινή αναπηρική σύνταξη παρέχεται η δυνατότητα διατήρησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, εφόσον δεν προσφέρουν προσωπική εργασία. Ο ασφαλισμένος του ΟΑΕΕ δικαιούται έτσι σύνταξη λόγω αναπηρίας, εάν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει πέντε έτη ασφάλισης, από τα οποία δύο έτη μέσα στα πέντε τελευταία έτη πριν από την επέλευση της αναπηρίας ή τη διακοπή της ασφάλισης.

Εάν κατά τη διάρκεια των πέντε ετών ο ασφαλισμένος έχει συνταξιοδοτηθεί, η περίοδος των πέντε ετών επεκτείνεται για όσο χρόνο συνταξιοδοτήθηκε.

8.
Επίσης οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ/ΤΣΑ (αυτοκινητιστές) μπορούν να βελτιώσουν τη σύνταξή τους πληρώνοντας έως 250 ευρώ το μήνα (αλλαγή ασφαλιστικής κλάσης) έτσι ώστε να λάβουν σύνταξη περίπου 1.050 ευρώ από 840 που προβλεπόταν μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, έχουν δικαίωμα να καταταγούν, για το σύνολο ή μέρος του χρόνου ασφάλισής τους στο πρώην ΤΣΑ, στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του ΟΑΕΕ, όπως ισχύει κάθε φορά, και να δικαιωθούν τις αντίστοιχες παροχές, εφόσον καταβάλλουν ειδική εισφορά για κάθε έτος ασφάλισής τους, ίση με 250 ευρώ.

Τα οφειλόμενα ποσά δύνανται να εξοφληθούν είτε εφάπαξ είτε σε ίσες διμηνιαίες δόσεις που δεν μπορεί να υπερβαίνουν τα έτη για τα οποία επιθυμούν την ανακατάταξη. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης πριν από την εξόφληση των παραπάνω δόσεων, το υπολειπόμενο ποσό καταβάλλεται με παρακράτηση του ενός τετάρτου του ποσού της σύνταξης έως την εξόφληση.

Επίσης, σε κάθε επιβατικό αυτοκίνητο δημόσιας χρήσης (ταξί) τηρείται «ειδικό βιβλίο κυκλοφορίας ταξί» στο οποίο αναγράφονται όλα τα στοιχεία τού ανά πάσα στιγμή οδηγού καθώς και ο φορέας ασφάλισής του στις περιπτώσεις μίσθωσης του αυτοκινήτου. Σε περίπτωση ανασφάλιστου οδηγού επιβατικού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης (ταξί) ή φορτηγού αυτοκινήτου δημόσιας χρήσης, κυριότητας, ανεξάρτητα από ποσοστό, συνταξιούχου του ΟΑΕΕ ο οποίος το διατήρησε και μετά τη συνταξιοδότησή του, αφαιρείται η άδεια κυκλοφορίας του αυτοκινήτου για ένα έτος και ο συνταξιούχος χάνει το, από τις παραπάνω διατάξεις, παρεχόμενο δικαίωμά του για ένα έτος.