Σε τελική φάση εισέρχεται η διαδικασία αναμόρφωσης του πλαισίου που διέπει τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς το υπουργείο Εργασίας προσανατολίζεται στην οριστικοποίηση τόσο των επιμέρους μέτρων όσο και του χρονοδιαγράμματος εφαρμογής τους μέχρι το τέλος του 2025. Όπως επισημαίνει η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, ο κοινωνικός διάλογος με τους εμπλεκόμενους φορείς βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με στόχο τη χάραξη ενός σαφούς και εφαρμόσιμου οδικού χάρτη.

Στην καρδιά της συζήτησης βρίσκεται η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ισχύος των συλλογικών συμβάσεων, με την κυβέρνηση να εξετάζει τη θέσπιση συγκεκριμένων κινήτρων που θα ενθαρρύνουν την υπογραφή νέων συμφωνιών μεταξύ εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων. Η υφιστάμενη κάλυψη των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εκτιμάται ότι δεν ξεπερνά το 30%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος προσεγγίζει το 80%. Η σύγκλιση προς τον ευρωπαϊκό στόχο αποτελεί στρατηγική επιδίωξη του νέου πλαισίου.

Η στάση των κοινωνικών εταίρων

Η ΓΣΕΕ προσήλθε στον διάλογο με συγκρατημένες προσδοκίες, επαναφέροντας ήδη από την πρώτη φάση των συζητήσεων το πάγιο αίτημά της για πλήρη αποκατάσταση του θεσμικού πλαισίου που ίσχυε προ της μνημονιακής περιόδου. Στον αντίποδα, αρκετές εργοδοτικές οργανώσεις εμφανίζονται επιφυλακτικές, με αποτέλεσμα να καταγράφεται πρόοδος σε ορισμένα σημεία, αλλά και ουσιώδεις αποκλίσεις σε βασικά θέματα.

Συγκεκριμένα, έχει επιτευχθεί προκαταρκτική σύγκλιση σε ζητήματα όπως η διαδικασία αναγνώρισης της αντιπροσωπευτικότητας των εργοδοτικών οργανώσεων για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων, καθώς και ο ρόλος του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ). Ωστόσο, βαθιές διαφωνίες εξακολουθούν να υφίστανται ως προς την επεκτασιμότητα, τη μετενέργεια, τη συρροή συμβάσεων και την καθολική ισχύ τους.

Η ΓΣΕΕ επικαλείται πρόσφατα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία το 86% των εργαζομένων υποστηρίζει την καθολική ισχύ των συλλογικών ρυθμίσεων για όλες τις επιχειρήσεις και την πλήρη κάλυψη των εργαζομένων από αυτές. Σε αυτό το πλαίσιο, ζητεί την επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως βασικού εργαλείου για τον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού — αρμοδιότητα που σήμερα ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση.

Ο κατώτατος μισθός και το «κατώφλι ένταξης»

Η υπουργός Εργασίας έχει χαρακτηρίσει τον κατώτατο μισθό των 880 ευρώ ως «κατώφλι ένταξης στην αγορά εργασίας», υπογραμμίζοντας πως τίποτα δεν εμποδίζει τις δύο πλευρές να συμφωνούν σε υψηλότερες αποδοχές μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ανάλογες περιπτώσεις ήδη καταγράφονται στον τουριστικό και τραπεζικό κλάδο, όπου έχουν συναφθεί συλλογικές συμβάσεις με ευνοϊκότερους όρους για τους εργαζόμενους.

Επανεξέταση του πλαισίου επεκτασιμότητας

Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο ζήτημα της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων. Με βάση το ισχύον θεσμικό καθεστώς, που εισήχθη το 2021, απαιτείται η εκπροσώπηση άνω του 50% των επιχειρήσεων ή των εργαζομένων ενός κλάδου για να επεκταθεί μία σύμβαση στο σύνολό του. Το Υπουργείο Εργασίας φέρεται να εξετάζει σημαντική μείωση του ορίου αυτού και τη δημιουργία ενός μόνιμου, διαφανούς μηχανισμού επέκτασης, με στόχο την ενίσχυση της καθολικής εφαρμογής.

Ένα ακόμη ανοιχτό ζήτημα αφορά τη συρροή περισσότερων συλλογικών συμβάσεων για τον ίδιο εργαζόμενο. Η εργατική πλευρά προτείνει την καθιέρωση ρήτρας υπεροχής της πλέον ευνοϊκής σύμβασης, τόσο για οικονομικούς όσο και για θεσμικούς όρους, ώστε να διασφαλίζεται ουσιαστική προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων.

Η τελική μορφή των παρεμβάσεων αναμένεται να καθοριστεί σε στενή συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, καθώς η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα εξισορροπούν την ευελιξία των επιχειρήσεων με την κατοχύρωση ουσιαστικών συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.