«Συναγερμό» έχει προκαλέσει στη Δύση η παρέμβαση της Κίνας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Λίγα 24ωρα μετά τις δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών της χώρας πως το Πεκίνο επιθυμεί να παίξει ρόλο στον τερματισμό της σύγκρουσης, ο κορυφαίος κινέζος διπλωμάτης Ουάνγκ Γι επισκέπτεται τη Μόσχα για συναντήσεις σε ανώτατο επίπεδο για τις διμερείς σχέσεις με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και την έκρυθμη κατάσταση στην Ταϊβάν. Τον Ουάνγκ Γι θα υποδεχτεί και ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, αναμένεται το προσεχές διάστημα να έχει και συνάντηση κορυφής με τον Κινέζο Πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ.

Οι δηλώσεις του Τσιν Γκανγκ πυροδότησαν αντιδράσεις από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Αρχικά, ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν είχε προειδοποιήσει πως η Κίνα εξετάζει το ενδεχόμενο να παράσχει όπλα στη Ρωσία και προειδοποίησε για «συνέπειες» σε περίπτωση που προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση.

Ο υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν έδωσε στοιχεία για να υποστηρίξει τις κατηγορίες του, ωστόσο όπως σχολιάζει ο Ρίτσαρντ ΜακΓκρέγκορ, ερευνητής ειδικός στα θέματα της Ανατολικής Ασίας στον Ινστιτούτο Lowy του Σίδνεϊ, «το γεγονός ότι ο Αντονι Μπλίνκεν επέλεξε να δημοσιοποιήσει αυτές τις ανησυχίες υποδηλώνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ασφαλείς πληροφορίες».

Λίγο αργότερα τη σκυτάλη των «προειδοποιήσεων» – απειλών πήρε ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ. Ο Ισπανός διπλωμάτης διαμήνυσε πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο το Πεκίνο θα ξεπερνούσε την «κόκκινη γραμμή» της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογραμμίζοντας πως μίλησε με τον Κινέζο υπουργό εξωτερικών και ζήτησε ρητώς το Πεκίνο να μην δώσει όπλα στη Ρωσία. «Αν η Κίνα συμμαχήσει με τη Ρωσία, θα γίνει παγκόσμιος πόλεμος», δήλωσε από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Πάντως ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου απέρριψε κατηγορηματικά αυτά τα σενάρια, υποστηρίζοντας πως η Ουάσινγκτον «διαδίδει ψευδείς πληροφορίες». Τόνισε ωστόσο πως  «δεν δεχόμαστε οι ΗΠΑ να επικρίνουν τις σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία, κι ακόμη λιγότερο να ασκούν πιέσεις και καταναγκασμούς».

Ο γραμματέας του πανίσχυρου Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας Νικολάι Πάτρουσεφ, δήλωσε από την πλευρά του ότι το Πεκίνο αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τη ρωσική εξωτερική πολιτική και ότι οι δύο χώρες πρέπει να παραμείνουν ενωμένες απέναντι στη Δύση, μετέδωσαν τα ρωσικά κρατικά πρακτορεία ειδήσεων.

Κινέζοι αναλυτές που μίλησαν στο πρακτορείο South China Morning Post, υπογραμμίζουν πως η Κίνα είναι απίθανο να στείλει όπλα στην Ρωσία, στο πλαίσιο ενίσχυσής της για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά τονίζουν πως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να «σπάσει» τους δεσμούς με το Κρεμλίνο ή να εμποδίσει τις προμήθειες μέσω τρίτων. «Το Πεκίνο επιθυμεί να διατηρήσει τη στενή οικονομική συνεργασία με τη Δύση», υπογραμμίζει ο Τζου Τσενμίνγκ, ερευνητής του think tank για τη στρατιωτική επιστήμη και την τεχνολογία «Yuan Wang» με έδρα το Πεκίνο.

Ο Ζου Μπο, πρώην ανώτερος συνταγματάρχης του Κινεζικού Στρατού και ένας από τους κινέζους εκπροσώπους στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, σημείωσε πως οι αντιδράσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ, αν και αβάσιμες, καταδεικνύουν τους φόβους της Δύσης για τον ρόλο της Κίνας και το ενδεχόμενο αυτή να ταχθεί επίσημα στο πλευρό της Ρωσίας. «Η Κίνα διατηρεί μια καλή και βιώσιμη σχέση με τη Ρωσία και το Πεκίνο πιστεύει πως αυτοί οι δεσμοί δεν πρέπει να κρίνονται από τρίτους», πρόσθεσε, εκφράζοντας παράλληλα τις δικές του ανησυχίες για την ανυποχώρητη υποστήριξη της Δύσης στην Ουκρανία με στόχο να «στριμωχτεί» ο Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Ζου Φενγκ, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Πανεπιστήμιο της Ναντσίνγκ, επισήμανε ότι η συνέχιση της παροχής όπλων στην Ουκρανία από τη Δύση επί της ουσίας ωθεί τον Πούτιν να ζητήσει όπλα από το Πεκίνο. Ενδεχομένως, σημείωσε, η Κίνα να μην προμηθεύσει όπλα στη Ρωσία, ωστόσο όσο αυτή η κατάσταση συνεχίζεται η στρατηγική σχέση μεταξύ των δύο χωρών θα μπορούσε να φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα.

Υπογράμμισε τέλος πως το Πεκίνο δεν μπορεί να αποτρέψει την πιθανότητα η Μόσχα να αποκτήσει κινεζικά όπλα και κινεζικό εξοπλισμό μέσω τρίτων. Για αυτό αναλυτές εκτιμούν πως η Κίνα θα μπορούσε να κινηθεί περισσότερο «υπόγεια», χωρίς να χρειάζεται δηλαδή να προμηθεύσει όπλα απευθείας τον ρωσικό στρατό. Ο λόγος για μια τέτοια ριψοκίνδυνη απόφαση είναι πως μια νίκη της Ρωσίας θα σήμαινε «στρατηγική ήττα των Ηνωμένων Πολιτειών», επιβεβαιώνοντας το κινεζικό αφήγημα περί Δύσης σε παρακμή. Σημειώνεται πως υπάρχουν αναφορές πως τόσο τα ρωσικά, όσο και τα ουκρανικά στρατεύματα χρησιμοποιούν κινεζικά drones, όπως τα DJI Mavic, στο πλαίσιο στρατιωτικής επιτήρησης.

Σε κάθε περίπτωση η εμπλοκή της Κίνας θα άλλαζε ριζικά τα δεδομένα όχι μόνο στην ουκρανική κρίση, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, αναζωπυρώνοντας τους φόβους και για μια παγκόσμια σύρραξη. «Πρόκειται για έναν πόλεμο βιομηχανικών συστημάτων. Προς το παρόν, η Ρωσία υστερεί σε σχέση με την Δύση. Αν η Κίνα εμπλακεί, όλα τα πλεονεκτήματα που διαθέτει η Ουκρανία χάρη στην βιομηχανική ικανότητα της Δύσης εξαφανίζονται με μιάς», σχολιάζει ο Μικ Ράιαν, ειδικός θεμάτων Στρατηγικής, απόστρατος στρατηγός των ενόπλων δυνάμεων της Αυστραλίας.

Οι διπλωματικές σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας μπορεί να βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο των τελευταίο δύο δεκαετιών, ωστόσο οι οικονομικές σχέσεις παραμένουν ιδιαίτερα στενές, όπως και με την Ευρώπη. Η αποστολή όπλων στη Ρωσία θα σηματοδοτούσε αυτόματα κυρώσεις σε βάρος του Πεκίνου, ωστόσο η διακοπή των οικονομικών – εμπορικών δεσμών θα ήταν μια εξαιρετικά δύσκολη για όλες τις πλευρές. Ειδικά για την Ευρώπη, το ενδεχόμενο ενός δεύτερου αυτοπυροβολισμού, μετά τις κυρώσεις στη Ρωσία και τη διακοπή της ροής του φυσικού αερίου, ενδεχομένως να αποβεί μοιραίο.