Οι αρχές της Χιλής έκλεισαν ένα εμπορικό κέντρο στο κέντρο του Σαντιάγο χθες το πρωί, καθώς εκατοντάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στον χώρο για να αγοράσουν εμπορεύματα για μεταπώληση, λίγες ώρες αφότου χαλάρωσαν τα μέτρα καραντίνας στην περιοχή.

Πριν καν ανοίξει τις πύλες του, τουλάχιστον 300 άνθρωποι σχημάτιζαν ουρά έξω από το εμπορικό κέντρο Asia Pacific, το οποίο ειδικεύεται στην πώληση διαφόρων προϊόντων κινεζικής κατασκευής. Στη συνέχεια έτρεξαν μέσα, με τους φρουρούς ασφαλείας να προσπαθούν να τους μοιράσουν απολυμαντικά τζελ και να τους θερμομετρήσουν, με αποτέλεσμα σε κάποιες περιπτώσεις να έρθουν στα χέρια με τους επίδοξους αγοραστές.

Το εμπορικό κέντρο βρίσκεται στον Κεντρικό Σταθμό της πρωτεύουσας της Χιλής, μια φτωχική συνοικία όπου ζουν εργάτες και μετανάστες. Τους τελευταίους τρεις μήνες στην περιοχή είχε επιβληθεί αυστηρή καραντίνα, η οποία χαλάρωσε χθες το πρωί.

Όπως και πολλές άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, στη Χιλή πολλοί άνθρωποι επιβιώνουν από το παράτυπο πλανόδιο εμπόριο. Λόγω της υγειονομικής κρίσης και της καραντίνας, η πελατεία τους έχει μειωθεί, παρασέρνοντας και το εισόδημά του.

Στο Asia Pacific, από τα περίπου 70 καταστήματα που φιλοξενούνται εκεί, μόνο 12 άνοιξαν και πάλι χθες, σύμφωνα με τον δήμο. Ο Φελίπε Αλεσάντρι, ο δήμαρχος του Σαντιάγο, εξήγησε ότι ορισμένα καταστήματα πρόσφεραν «ακαταμάχητες» εκπτώσεις, με αποτέλεσμα να συρρεύσουν εκεί επίδοξοι αγοραστές απ’ όλη την πόλη. Προειδοποίησε όμως ότι αν δεν τηρούνται τα μέτρα, θα επιβληθεί και πάλι καραντίνα.

«Τώρα υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία και απαιτείται μεγαλύτερη υπευθυνότητα, όμως προφανώς η ανθρώπινη ηλιθιότητα δεν έχει όρια», είπε στους δημοσιογράφους έξω από το εμπορικό κέντρο στο Σαντιάγο, την ώρα που οι αρμόδιοι το έκλειναν ξανά.

Η Ιζαμπέλ Σουνίγκα, η ιδιοκτήτρια ενός από τα καταστήματα που ξανάνοιξαν, είπε ότι επιχείρησε να εφαρμόσει ένα σύστημα πωλήσεων μέσω ραντεβού με τους πελάτες της, όμως το πλήθος κατέκλυσε τον χώρο. «Είναι κατανοητό επειδή οι άνθρωποι αυτοί είναι πλανόδιοι πωλητές που δεν έχουν εργαστεί εδώ και τρεις με τέσσερις μήνες. Δεν λαμβάνουν επιδόματα από το κράτος και είναι απελπισμένοι να ξαναδουλέψουν για να θρέψουν τις οικογένειές τους», εξήγησε.