Η αναμέτρηση ανάμεσα στη μοναρχία του Μπαχρέιν και την αντιπολίτευση που ζητά ριζικές αλλαγές είναι ήδη στην τρίτη εβδομάδα της, αλλά ο διάλογος που έχει προταθεί για να αποκλιμακωθεί η κατάσταση βρίσκεται σε αναμονή.

«Η αντιπολίτευση δεν έχει απορρίψει το διάλογο», δήλωσε σήμερα στο Γαλλικό Πρακτορείο ο βουλευτής της αντιπολίτευσης Τζαλίλ Χαλίλ, «αλλά χρειαζόμαστε εγγυήσεις για να καθίσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».

Ο βασιλιάς, Χαμάντ Μπίν Ισα Αλ Χαλίφα, πρότεινε έναν «εθνικό διάλογο» και η προσφορά αυτή δεν θα διαρκέσει για πάντα, προειδοποιεί αξιωματούχος του Μπαχρέιν, ο οποίος μίλησε στο Γαλλικό Πρακτορείο υπό τον όρο της ανωνυμίας.

Η μοναρχία των Αλ Χαλίφα είναι μια σουνίτικη γενεά που βασιλεύει στο Μπαχρέιν για πάνω από 200 χρόνια, ενώ η αντιπολίτευση κυριαρχείται από σιίτες, που αποτελούν την πλειοψηφία του γηγενούς πληθυσμού αυτού του μικρού βασιλείου.

Σήμερα, σε ανακοίνωσή τους, επτά ομάδες της αντιπολίτευσης προέτρεψαν τα σχολεία να μην επιτρέψουν στους μαθητές τους να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις που γίνονται στην Μανάμα καθημερινά από τις 14 Φεβρουαρίου.

Και προειδοποίησαν κατά της παρουσίασης της τρέχουσας κρίσης, ως θρησκευτικής σύγκρουσης, ανάμεσα σε σουνίτες και σιίτες, τους δύο κύριους κλάδους του Ισλάμ.

Σύμφωνα με τον κ. Χαλίλ, αξιωματούχο του σιιτικού κόμματος Wefaq, η αντιπολίτευση επιθυμεί να προσδιοριστεί «μια προθεσμία και ένα χρονοδιάγραμμα για την πρόοδο που πρέπει να επιτευχθεί, κυρίως την κατάρτιση ενός Συντάγματος».

Αυτός ο θεμελιώδης νόμος, που υιοθετήθηκε το 2001, αντικαταστάθηκε ένα χρόνο αργότερα από ένα Σύνταγμα το οποίο δημιούργησε μια άνω βουλή που διορίζεται από το βασιλιά, και μπορεί να μπλοκάρει τους νόμους που ψηφίζονται από το Κοινοβούλιο, το οποίο διαθέτει 40 έδρες.

Ο διάδοχος του θρόνου Σαλμάν επιφορτίστηκε να διεξάγει τον εθνικό διάλογο, και μετέβη σήμερα στη Σαουδική Αραβία, μια σουνιτική μοναρχία που δεν επιθυμεί να δει να παρατείνεται η πολιτική κρίση στο αρχιπέλαγος, που συνδέεται με τις ανατολικές επαρχίες της με μια γέφυρα 24 χλμ.

Η διαδικασία αυτή ενθαρρύνεται επίσης από τις ΗΠΑ, των οποίων ο πέμπτος στόλος έχει την έδρα του στη Μανάμα, και δεν θέλουν οι εντάσεις στο Μπαχρέιν να αποτελέσουν πρόσχημα, ώστε η άλλη μεγάλη δύναμη στον Κόλπο, το σιιτικό Ιράν, να επεκτείνει εκεί την επιρροή του.

«Κύριο αίτημά μας είναι η παραίτηση της σημερινής κυβέρνησης και η αντικατάστασή της από μια κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, που θα αποτελείται από τεχνοκράτες που θα εκπροσωπούν τις κοινότητες των Σουνιτών και των Σιιτών», διαβεβαίωσε ο κ. Χαλίλ.

Αλλά αυτή η προϋπόθεση φαίνεται να είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή από την εξουσία: «Απευθύναμε έκκληση για διάλογο κατά τις δύο τελευταίες εβδομάδες, η αντιπολίτευση απέρριψε την πρόσκλησή μας», υπογράμμισε ο αξιωματούχος του Μπαχρέιν.

«Η εξακολούθηση των διαδηλώσεων και η άρνηση να ανταποκριθούν στις εκκλήσεις της κυβέρνησης για διάλογο θα εξαντλήσει την υπομονή μας και θα προκαλέσει απώλειες στο εμπόριο και την οικονομία», πρόσθεσε.

Για τον αναλυτή του Μπαχρέιν, Άλι Φάχρο, πρώην Υπουργό Παιδείας, «η κατάσταση είναι αμετάκλητη: το καθεστώς γνωρίζει ότι δεν μπορεί να υποχωρήσει και το ίδιο και η αντιπολίτευση».

«Νομίζω ότι η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι πρέπει να επιλύσει αυτό το πρόβλημα», πρόσθεσε.

Την περασμένη εβδομάδα, ο βασιλιάς ανακοίνωσε ανασχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου και μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, που κρίθηκαν ανεπαρκή από την αντιπολίτευση.

Σύμφωνα με την εφημερίδα του Κουβέιτ, Al-Qabas, οι πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου εξετάζουν το ενδεχόμενο να βοηθήσουν οικονομικά το Μπαχρέιν και το Ομάν, μια άλλη χώρα του Συμβουλίου Συνεργασίας του Κόλπου (CCG) που βρέθηκε στη δίνη των ταραχών.

Με περιορισμένους πόρους από το πετρέλαιο, το Ομάν και το Μπαχρέιν είναι οι λιγότερο τυχερές από τις έξι χώρες του CCG. Οι άλλες τέσσερις – Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Κατάρ και Κουβέιτ – έχουν συσσωρεύσει χρηματικά αποθέματα 1.350 δισεκατομμυρίων δολαρίων, λόγω της ανόδου των τιμών του πετρελαίου.