Οι δικηγόροι της κινεζικής διαδικτυακής πλατφόρμας Shein επιστρέφουν σήμερα στο Παρίσι για νέα ακροαματική διαδικασία, καθώς η γαλλική κυβέρνηση ζητά την προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ιστοσελίδας για τρεις μήνες. Το αίτημα προέκυψε μετά τον εντοπισμό παράνομων προϊόντων στην πλατφόρμα, όπως κούκλες του σεξ σε μορφή παιδιών και απαγορευμένα όπλα, προκαλώντας σοβαρό δημόσιο και νομικό σάλο.

Η Shein απενεργοποίησε την πλατφόρμα της -όπου τρίτοι πωλητές καταχωρούν τα προϊόντα τους- στη Γαλλία στις 5 Νοεμβρίου, αφού οι Αρχές εντόπισαν τα παράνομα είδη προς πώληση. Ωστόσο, η βασική ιστοσελίδα της που πουλάει ρούχα με την επωνυμία Shein παραμένει προσβάσιμη.

Το γαλλικό κράτος θέλει να ανασταλεί η λειτουργία της ιστοσελίδας για τουλάχιστον τρεις μήνες στη χώρα, κάτι που υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητο για να αποδείξει η Shein ότι το περιεχόμενό της συμμορφώνεται με το νόμο.

Έχει επικαλεστεί το Άρθρο 6.3 του γαλλικού νόμου για την ψηφιακή οικονομία, το οποίο δίνει σε έναν δικαστή εξουσίες να ορίζει μέτρα με στόχο την πρόληψη ή την αποτροπή της ζημίας που προκαλείται από διαδικτυακό περιεχόμενο.

Η Γαλλία κάλεσε επίσης τους μεγάλους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου Bouygues Telecom, Free, Orange και SFR στην ακροαματική διαδικασία ζητώντας να μπλοκάρουν την ιστοσελίδα της Shein.

Το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει εάν δικαιολογείται η αναστολή και εάν είναι σύμφωνη με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε ανακοίνωσή της την περασμένη εβδομάδα, η εισαγγελία του Παρισιού δήλωσε ότι μια τρίμηνη αναστολή θα μπορούσε να θεωρηθεί «δυσανάλογη» βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εάν η Shein μπορούσε να αποδείξει ότι έχει σταματήσει όλες τις πωλήσεις παράνομων αγαθών.

Ωστόσο, ο εισαγγελέας δήλωσε ότι «υποστηρίζει πλήρως» το αίτημα της κυβέρνησης να προσκομίσει η Shein αποδεικτικά στοιχεία για τα μέτρα που ελήφθησαν για τον τερματισμό αυτών των πωλήσεων.

Η κίνηση της Γαλλίας έρχεται εν μέσω ευρύτερου ελέγχου επί κινεζικών εταιρειών-κολοσσών όπως η Shein και η Temu βάσει του Νόμου περί Ψηφιακών Υπηρεσιών της ΕΕ, αντανακλώντας ανησυχίες για την ασφάλεια των καταναλωτών, τις παράνομες πωλήσεις προϊόντων και τον αθέμιτο ανταγωνισμό.