Από αφηγήματα σε ταβέρνες πριν από εκατοντάδες χρόνια μέχρι την πρόσφατη αναβίωσή τους στη μεγάλη οθόνη με τη διάσημη σειρά ταινιών της Disney, οι πειρατικοί θρύλοι συναρπάζουν εδώ και αιώνες μικρούς και μεγάλους.
Όμως μεγάλο ενδιαφέρον έχει και η ιστορική πραγματικότητα πίσω από τους θρύλους, τις αιτίες που οδήγησαν στην ακμή της πειρατείας και τον ρόλο που έπαιξε η αποικιακή επέκταση στη διαμόρφωση αυτής της σκοτεινής αλλά γοητευτικής εποχής του 16ου και 17ου αιώνα.
Στον δυτικό κόσμο, η περίοδος από τη δεκαετία του 1680 έως τη δεκαετία του 1720 έχει καθιερωθεί ως η «χρυσή εποχή» της πειρατείας και σύμφωνα με το Βασιλικό Μουσείο του Γκρίνουιτς συνέπεσε με την επέκταση της αγγλικής, και αργότερα βρετανικής, αποικιακής δραστηριότητας στην περιοχή της Καραϊβικής που ξεκίνησε ουσιαστικά με την κατάληψη της Τζαμάικα από την Ισπανία το 1655.
Σε καιρό πολέμου, Βρετανοί καπετάνιοι μπορούσαν να λάβουν μια άδεια η οποία τους επέτρεπε να αναχαιτίζουν εχθρικά πλοία και να διαταράσσουν το εμπόριο. Ωστόσο, καθώς ο όγκος του εμπορίου αυξανόταν, ο πλούτος που μεταφερόταν από και προς την Καραϊβική και άλλες περιοχές της Αμερικής άρχισε να γίνεται ένας ακαταμάχητος πειρασμός και οι «κουρσάροι» που άλλοτε εκτελούσαν τις διαταγές του στέμματος γρήγορα μετατράπηκαν σε πειρατές.

Χένρι Μόργκαν: Πειρατής ή ναύαρχος;
Η ιστορία του Χένρι Μόργκαν δεν θυμίζει τόσο πειρατή όσο αυτή ενός ναυάρχου. Ωστόσο, έμεινε στην ιστορία με τη φήμη του αιμοδιψούς πειρατή, παρόλο που μάλλον πρόκειται για μια υπερβολική αφήγηση των κατορθωμάτων του από έναν από τους άνδρες του. Η καταγωγή και η πρώιμη καριέρα του Μόργκαν παραμένει ένα μυστήριο. Πιθανόν, ήταν μέλος της εκστρατείας που το 1655 κατέλαβε την Τζαμάικα από τους Ισπανούς και τη μετέτρεψε σε αγγλική αποικία.
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Αγγλοολλανδικού Πολέμου (1665–1667), ήταν υπαρχηγός των κουρσάρων που δρούσαν εναντίον των ολλανδικών αποικιών στην Καραϊβική. Αφού επιλέχθηκε ως αρχηγός των κουρσάρων το 1668, ο Μόργκαν κατέλαβε γρήγορα το Πουέρτο Πρίνσιπε στην Κούβα και επιτέθηκε και λεηλάτησε την πόλη Πορτομπέλο στον Ισθμό του Παναμά.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1671 με 36 πλοία και σχεδόν 2.000 κουρσάρους νίκησε τους Ισπανούς στον Ισθμό του Παναμά και εισήλθε στην πόλη, η οποία κάηκε ολοσχερώς. Στην επιστροφή, εγκατέλειψε τους συντρόφους του και διέφυγε με το μεγαλύτερο μέρος της λείας.
Επειδή η επιδρομή του Μόργκαν στον Παναμά είχε πραγματοποιηθεί μετά την υπογραφή ειρήνης μεταξύ της Αγγλίας και της Ισπανίας, συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica, οι σχέσεις της Αγγλίας με την Ισπανία επιδεινώθηκαν γρήγορα, και το 1674 ο βασιλιάς Κάρολος Β’ τον έχρισε ιππότη και τον έστειλε ξανά ως αναπληρωτή κυβερνήτη της Τζαμάικα, όπου έζησε ως πλούσιος και σεβαστός γαιοκτήμονας μέχρι τον θάνατό του.
Μαυρογένης: Ο πιο διάσημος πειρατής
Μπορεί να θεωρείται ο πιο γνωστός πειρατής όλων των εποχών, ωστόσο πέρα από την ημερομηνία γέννησης του κάπου στο 1680, λίγα είναι γνωστά για την πρώιμη ζωή αυτού του θρύλου των «επτά θαλασσών» και η καταγωγή του παραμένει αντικείμενο εικασιών. Αν και ήταν συνηθισμένο για τους πειρατές της εποχής να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, όταν επιδίδονταν σε τέτοιου είδους πράξεις, ο Μαυρογένης έχει ταυτιστεί ευρέως με τον Έντουαρντ Τιτς, αν και το πραγματικό του όνομα πιθανόν δεν θα γίνει ποτέ γνωστό.
Πιστεύεται ότι ήταν ενεργός ως κουρσάρος για λογαριασμό των Βρετανών κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής (1701–1713), ενώ η πρώτη αναφορά σε αυτόν ως πειρατή έγινε σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica, στα τέλη του 1716.
Την επόμενη χρονιά μετέτρεψε ένα αιχμαλωτισμένο γαλλικό εμπορικό πλοίο σε πολεμικό με 40 κανόνια, το οποίο ονόμασε Queen Anne’s Revenge, και σύντομα έγινε διαβόητος για τη δράση του στις ακτές της Βιρτζίνια και της Καρολίνας, καθώς και στη θάλασσα της Καραϊβικής.
Πέρα από τη μακριά, πλούσια μαύρη γενειάδα που του χάρισε το παρατσούκλι του, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του θρύλου του Μαυρογένη είναι ο περίφημος θαμμένος του θησαυρός, ο οποίος δεν έχει ποτέ βρεθεί και πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ.
Το ναυάγιο του Queen Anne’s Revenge, ωστόσο, ανακαλύφθηκε στα ανοικτά των ακτών της Βόρειας Καρολίνας από δύτες στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, ανασύρθηκαν από το σημείο εκατοντάδες αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ναυτικά όργανα, κανόνια και μια λαβή σπαθιού.
Γουίλιαμ Κιντ: Ο κυνηγός που έγινε θήραμα
Η πρώιμη «καριέρα» του Κιντ είναι ασαφής. Πιστεύεται ότι ξεκίνησε να ταξιδεύει στη θάλασσα από νεαρή ηλικία. Μετά το 1689 έπλεε ως νόμιμος κουρσάρος για λογαριασμό της Αγγλίας ενάντια στους Γάλλους στις Δυτικές Ινδίες και στα παράλια της Βόρειας Αμερικής. Το 1690 ήταν ήδη καθιερωμένος πλοίαρχος και πλοιοκτήτης στη Νέα Υόρκη, όπου είχε ακίνητη περιουσία.
Το 1695, έλαβε βασιλική εντολή να συλλάβει πειρατές που παρενοχλούσαν τα πλοία της Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό.
Ο Κιντ αναχώρησε από το Ντέπτφορντ με το πλοίο του, Adventure Galley, στις 27 Φεβρουαρίου 1696 και έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 4 Ιουλίου για να πάρει επιπλέον άνδρες. Αποφεύγοντας τους συνηθισμένους πειρατικούς κόμβους, έφτασε μέχρι τον Φεβρουάριο του 1697 στα νησιά Κομόρος, στα ανοικτά της Ανατολικής Αφρικής.
Κάποιο χρονικό διάστημα μετά την άφιξή του εκεί, ο μέχρι πρότινος «νομοταγής» Κιντ αποφάσισε να στραφεί στην πειρατεία.
Τον Αύγουστο του 1697 εξαπέλυσε μια αποτυχημένη επίθεση σε πλοία που μετέφεραν καφέ μόκα από την Υεμένη, αλλά αργότερα κατέλαβε αρκετά μικρά πλοία. Η άρνησή του, δύο μήνες μετά, να επιτεθεί σε ένα ολλανδικό πλοίο, παραλίγο να προκαλέσει ανταρσία στο πλήρωμά του. Κατά τη διάρκεια ενός καβγά, ο Κιντ τραυμάτισε θανάσιμα τον πυροβολητή του, Ουίλιαμ Μουρ.
Ο Κιντ κατέλαβε το πιο πολύτιμο λάφυρό του, το αρμενικό πλοίο Quedagh Merchant, τον Ιανουάριο του 1698, και βύθισε το Adventure Galley, που δεν θεωρούνταν πλέον αξιόπλοο. Όταν έφτασε στις Δυτικές Ινδίες τον Απρίλιο του 1699, έμαθε ότι καταζητούνταν σαν πειρατής και αναχώρησε με το πλοίο Antonio, για τη Νέα Υόρκη.
Εκεί η εγκυκλοπαίδεια Britannica αναφέρει πως προσπάθησε να πείσει ανεπιτυχώς τον κόμη του Μπελομόντ, τότε αποικιακό κυβερνήτη της Νέας Υόρκης, για την αθωότητά του, ο οποίος ωστόσο τον έστειλε στην Αγγλία για να δικαστεί. Κρίθηκε ένοχος στις 8 και 9 Μαΐου του 1701 για τη δολοφονία του Μουρ και για πέντε κατηγορίες πειρατείας και στη συνέχεια κρεμάστηκε.
Η «λεία» αυτού του διάσημου πειρατή είχε μια μάλλον παράξενη κατάληξη, καθώς μέρος από τον θησαυρό του και τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν δωρήθηκαν σε φιλανθρωπίες.
Το τέλος μιας χρυσής εποχής
Τα σοβαρά προβλήματα που προκάλεσε η δράση των πειρατών στο εμπόριο είχε ως αποτέλεσμα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1720, αυτοί να αρχίσουν να καταδιώκονται όλο και πιο συστηματικά από τις ναυτικές δυνάμεις των αυτοκρατοριών της εποχής.
Πολλοί από τους πειρατές κρεμάστηκαν, ωστόσο σε αρκετούς προσφέρθηκε αμνηστία και χάρη, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να απαρνηθούν το εγκληματικό τους παρελθόν με αντάλλαγμα την απαλλαγή από δίωξη.
Το φαινόμενο της πειρατείας παραμένει ακόμα στις μέρες μας, με τα φορτηγά πλοία που πλέουν στα ανοικτά της Αφρικής να αποτελούν συχνά στόχο επιδρομών, ενώ μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου, η αεροπειρατεία, δηλαδή η κατάληψη αεροπλάνων με την απειλή βίας, ήταν κάτι αρκετά σύνηθες.
Σε κάθε περίπτωση αυτοί οι «σύγχρονοι» πειρατές, μάλλον δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν σύντομα τον θρύλο που άφησαν πίσω τους οι «παλιοί».