Κάποτε γινόταν κάποιο σπουδαίο γεγονός σε κάποια γωνιά του πλανήτη και εδώ στην Ελλάδα το μαθαίναμε -στην καλύτερη- μία, ίσως και δυο, ημέρες αργότερα. Και αν νομίζετε πως γινόταν πολύ παλιά, κάνετε λάθος.

Την κήρυξη πολέμου από τους Ιταλούς το 1940 οι Αθηναίοι την έμαθαν αργά το πρωί της 28ης Οκτωβρίου με τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων. Μέχρι εκείνη την ώρα την είδηση διέδιδαν από στόμα σε στόμα, όσοι είχαν ραδιόφωνο στο σπίτι τους και είχαν ακούσει το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν. Τώρα ξεσπά πόλεμος στην πιο απομακρυσμένη χώρα και μέσα στο πεντάλεπτο έχουμε και τις πρώτες φωτογραφίες.

Το τι είχε συμβεί ξημέρωμα της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο Πολυτεχνείο, έγινε γνωστό (και όχι με όλες τους τις λεπτομέρειες αφού υπήρχε η λογοκρισία) το πρωί. Αρκετές ώρες δηλαδή αργότερα. Τώρα, πλέον, μαθαίνουμε τα πάντα μέσα σε ελάχιστο χρόνο και, μάλιστα, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Όταν κερδίζεις κάτι, όμως, συνήθως χάνεις κάτι άλλο. Έτσι, για την ισορροπία του πράγματος. Κάπως έτσι και στην εξέλιξη του Τύπου κερδίσαμε σε αμεσότητα και ταχύτητα, χάσαμε όλη αυτή την ιεροτελεστία του να διαβάζεις την εφημερίδα σου, να λερώνεις τα δάχτυλά σου με το μελάνι, να μυρίζεις το χαρτί.

Από τις εφημερίδες στο διαδίκτυο, ως δημοσιογράφος

Θυμάμαι ακόμα, και πιθανότατα δεν θα ξεχάσω πότε μου, την ημέρα που πριν από αρκετά χρόνια μπήκα ως δόκιμος δημοσιογράφος στα γραφεία της «Απογευματινής» στην οδό Φειδίου στο κέντρο της Αθήνας. Ψαρωμένος πιτσιρικάς, ανάμεσα σε «ιερά τέρατα» του χώρου.

Θυμάμαι, ακόμα, πως κάποιοι από τους… παλιούς δεν χρησιμοποιούσαν καν υπολογιστή για να γράφουν τα κείμενά τους. Χειρόγραφα τα έδιναν. Πολιτισμικό σοκ. Τα κείμενα έφευγαν με τη βοήθεια του κλητήρα, του Μητσάρα, για να πάνε στην ύλη, ώστε εκεί να στηθούν υποτυπωδώς πάνω στη σελίδα, να μπουν τίτλοι, υπότιτλοι κλπ κλπ. Από εκεί, πάλι ο Μητσάρας, να τα μεταφέρει στο ατελιέ, στην διόρθωση, να φτιαχτεί ένα προσχέδιο και στη συνέχεια πάλι ο Μητσάρας, να το πάει στον αρχισυντάκτη για τον πρώτο έλεγχο και στον διευθυντή σύνταξης για το τελικό «οκ», πριν μια- μια σελίδα φύγει για το πιεστήριο.

Αν στο μεταξύ υπήρχε εξέλιξη στο θέμα, ο δημοσιογράφος ενημέρωνε αρμοδίως, έγραφε το νέο κείμενο και μετά την πλήρωνε ο… Μητσάρας που έπρεπε να κάνει όλη τη διαδικασία από την αρχή! Και όλα αυτά για να φτάσει η είδηση στα δικά σας χέρια το επόμενο πρωί. Ακόμα πιο παλιά, ο τότε «Μητσάρας» είχε ακόμα περισσότερη δουλειά και τρεχάλα πάνω- κάτω στους ορόφους.

Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης ο Τύπος (ή για να το θέσω καλύτερα η φούσκα που είχε αναπτυχθεί γύρω από αυτόν) δέχθηκε ισχυρό πλήγμα. Πολλά «μαγαζιά», έκλεισαν, πολλοί συνάδελφοι έμειναν χωρίς δουλειά. Και κάπου εκεί έπρεπε να παρθεί η μεγάλη απόφαση: «συνεχίζω σε εφημερίδες που παλεύουν για την επιβίωσή τους ή συνεχίζω στο ξένο -ως προς την φιλοσοφία- διαδίκτυο»; Οι ανάγκες μεγάλες, οπότε… διαδίκτυο. Και εκεί έρχεται το δεύτερο μεγάλο πολιτισμικό σοκ.

Γράφω το πρώτο κείμενο, το ελέγχει ο αρχισυντάκτης μου και το δημοσιεύει. Τι; Έτσι; Ο Μητσάρας που είναι; Τον έψαχνα για καιρό. Όσο καιρό μου πήρε να συνειδητοποιήσω πως πλέον δεν χρειάζονται τρεις με τέσσερις συσκέψεις για να αποφασίσουμε αν και πως θα δημοσιεύσουμε κάτι. Μια δημοσίευση συμπληρώνεται με επιπλέον στοιχεία ή αναιρούνται κάποια άλλα, με μια νέα δημοσίευση που ακολουθεί στα επόμενα λεπτά. Στο μεταξύ, όμως, ο αναγνώστης έχει ήδη μάθει τι έχει γίνει. Στις εφημερίδες -τις περισσότερες φορές- ο χρόνος ήταν σύμμαχος. Στο διαδίκτυο ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός. Συμβαίνει κάτι και πρέπει να το έχεις έτοιμο… πριν από πέντε λεπτά!

Από τις εφημερίδες στο διαδίκτυο, ως αναγνώστης

Κάποτε ένας αρχισυντάκτης μου, είχε πει πως όταν γράφουμε ή όταν προσπαθούμε να σκεφτούμε σαν δημοσιογράφοι θα πρέπει να το κάνουμε με τρόπο που να είμαστε σίγουροι πως μας καταλαβαίνει και μια γιαγιά με δυσκολίες αντίληψης σε κάποιο απομακρυσμένο ορεινό χωριό.

Προσωπικά, βλέπω πως όλη αυτή η τεράστια αλλαγή είχε επιπτώσεις στις ζωές μας από τους ανθρώπους γύρω μου. Τρανό παράδειγμα, ας πούμε, ο πατέρας μου. Κάθε πρωί, σηκωνόταν, ντυνόταν, πήγαινε στο ψιλικατζίδικο και έπαιρνε την αθλητική εφημερίδα για να μάθει τα νέα της αγαπημένης του ομάδας. Την αγόραζε, επέστρεφε στο σπίτι, έφτιαχνε τον καφέ του και την διάβαζε με θρησκευτική ευλάβεια. Κανείς δεν έπρεπε να τον ενοχλήσει εκείνη την ώρα.

Όταν του είπα πως πλέον δεν χρειάζεται να το κάνει αυτό, αλλά μπορεί να βλέπει όλα τα πρωτοσέλιδα από το τάμπλετ και στη συνέχεια να διαβάζει όλα τα νέα, όχι τα χθεσινά αλλά και όσα έχουν συμβεί πριν από μερικά λεπτά, με κοίταξε με αυστηρό ύφος σα να μου έλεγε: «ορίστε, τον μεγάλωσα, τον σπούδασα για να φτάσει κοτζάμ μαντράχαλος να με κοροϊδεύει». Όταν το έκανε για πρώτη φορά άλλαξε η ζωή του. Τώρα, πλέον, σηκώνεται, φτιάχνει τον καφέ του, ανοίγει το τάμπλετ του και νιώθει σαν τον μεγαλομέτοχο της ομάδας που έχει άμεση ενημέρωση για τα πάντα.

Το ίδιο ισχύει και για εμένα ως αναγνώστη (που όμως δεν μπορεί να αποτινάξει την δημοσιογραφική ταυτότητα από πάνω του). Η «μάχη» ανάμεσα στα δυο μέσα είναι άνιση. Η αμεσότητα πάντα θα κερδίζει την ανάλυση η οποία από τη φύση της έπεται. Και αυτό είναι μια αδιαμφησβήτητη αλήθεια. Σκληρή, όπως κάθε αλήθεια. Τα νούμερα και η τάση μέσα στην κοινωνία, ωστόσο, το αποδεικνύουν.

Όταν το αγαπημένο σου site το οποίο έχεις και ως application στο κινητό σου, σε ενημερώνει με ειδοποίηση για ένα έκτακτο γεγονός που έγινε πριν από ελάχιστα λεπτά, το… «ματσάκι» έχει λήξει με γκολ από τα αποδυτήρια.

Αξιοπιστία vs ψεύτικων ειδήσεων

Όπως ήδη έχει αναφερθεί, όταν κερδίζεις κάπου χάνεις κάπου αλλού, έτσι για την ισορροπία του πράγματος. Το διαδίκτυο πάσχει από την «παιδική ασθένεια» των fake news. Η ταχύτητα, ο… υπερβάλλων ζήλος ή απλά η κακή πληροφόρηση καμία φορά οδηγούν σε γκάφες και σφάλματα. Δύσκολα κάτι τέτοιο το συναντάς στις εφημερίδες.

Τα μεγάλα εγχώρια ειδησεογραφικά site προσπαθούν να το καταπολεμήσουν. Την «πιάτσα», ωστόσο, χαλάνε εκείνοι που ζουν από τα fake news και βγάζουν κακό όνομα σε όλους τους υπόλοιπους. Αν (και ας μείνει μεταξύ μας), σε αυτό ευθυνόμαστε και εμείς οι αναγνώστες που τους επιβραβεύουμε με τα «κλικ» μας. Τα πάντα τελικά είναι στο χέρι μας. Ή μάλλον στο… ποντίκι μας. Σε αυτή τη νέα εποχή δεν πρέπει να προσαρμοστούν μόνο τα Μέσα.

Πάντως, αξίζει να πούμε, πως και οι εφημερίδες δεν είναι αθώες του αίματος. Ας μην ξεχνάμε πως οι αναγνώστες μιας συγκεκριμένης Αθηναϊκής εφημερίδας την επόμενη του τορπιλισμού της Έλλης από τους Ιταλούς τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 είχαν «μάθει» πως όλα είχαν πάει καλά και ο εορτασμός στην Τήνο έγινε σε κλίμα κατάνυξης, καθώς ο δημοσιογράφος είχε επιλέξει να κάνει διακοπές αφού κάθε χρόνο στη γιορτή της Παναγίας τα ίδια και τα ίδια έκαναν!

Ή στο πολύ πιο πρόσφατο 2009 όταν τρεις μεγάλες σε κυκλοφορία κυριακάτικες εφημερίδες έγραψαν για τη συνάντηση «με χαμόγελα αλλά και ψυχρότητα» που είχαν Καραμανλής και Ερντογάν. Το μοναδικό πρόβλημα σε εκείνη την ιστορία είναι πως αυτή ήταν μια συνάντηση που… δεν έγινε ποτέ καθώς ο «Σουλτάνος» την τελευταία στιγμή είχε ακυρώσει την επίσκεψή του στη χώρα μας. Οι εφημερίδες της Κυριακής, βλέπετε, «κλείνουν» την ύλη τους το αργότερο νωρίς το μεσημέρι του Σαββάτου και αυτό μόνο για έκτακτα γεγονότα. Η συνάντηση των δυο ηγετών θα γινόταν το απόγευμα εκείνης της ημέρας, οπότε κάποιοι σκέφτηκαν να έχουν και μια πιο… «φρέσκια» είδηση, ωστόσο, όλα πήγαν στραβά.