Από τη μία, έχουμε την επιτομή της τουριστικής αφέλειας και από την άλλη, το πιο σκληρό πρόσωπο της γραφειοκρατίας. H ιστορία του νεαρού και άπειρου Νιούκομπ Μοτ, που το μόνο που ήθελε ήταν άλλη μια ταξιδιωτική σφραγίδα στο διαβατήριό του, παραμένει ορόσημο των τεταμένων ψυχροπολεμικών σχέσεων αλλά και του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόταν τους αλλοδαπούς αιχμαλώτους της η Σοβιετική Ένωση. Όταν προσγειώθηκε λοιπόν στο μικρό αεροδρόμιο του μπαρουτοκαπνισμένου Κίρκενες της Νορβηγίας το 1965, ο νεαρός Αμερικανός ζούσε μια ζωή βγαλμένη από όνειρο. Ψηλός και με το σφρίγος των 27 χρόνων, είχε όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει στη ζωή, καθώς προερχόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια και οικονομικές σκοτούρες δεν είχε. Σπουδαγμένος και διαβασμένος εξάλλου, μάζευε εμπειρίες ως πωλητής πανεπιστημιακών συγγραμμάτων μέχρι να ανοίξει κάποια στιγμή τον δικό του εκδοτικό οίκο. Το αμερικανικό όνειρο που ζούσε συνοδευόταν από τη δυνατότητά του να ταξιδεύει. Είχε περάσει εξάλλου ένα καλό διάστημα στο περιπετειώδες Μεξικό και το διαβατήριό του έδειχνε πως είχε επισκεφτεί κοντά 20 χώρες. Ο Μοτ ήταν από κάθε άποψη, όπως θα τον περιέγραφε αργότερα ένας αμερικανός πρέσβης, «ένα είδος αγνού ταξιδευτή». Η άδολη αγάπη του να γνωρίζει νέους τόπους τον είχε φέρει στην απομονωμένη αυτή γωνιά του κόσμου, βόρεια του Αρκτικού Κύκλου, σε ένα μέρος μάλιστα που είχε τόσο χτυπηθεί από τον πόλεμο και τα τραύματα ήταν ακόμα ανοιχτά. Εκείνος, με την αυτοπεποίθηση των νεαρών και μορφωμένων λευκών Αμερικανών της δεκαετίας του 1960, αποβιβάστηκε στις εσχατιές του κόσμου πιστεύοντας πως όλα θα πάνε καλά, μιας και στη χώρα του πήγαιναν συνήθως. Τη στιγμή όμως που θα περνούσε στη λάθρα τα σύνορα με την ΕΣΣΔ, όλα θα άλλαζαν. Και μάλιστα ολότελα. Απλά απλά, μέσα σε έναν χρόνο από την αποφράδα στιγμή που διέσχισε τα ρωσο-νορβηγικά σύνορα, ο Μοτ θα ήταν νεκρός. Είτε τον «έφαγε» κάποιος συγκρατούμενός του είτε οι σοβιετικοί πράκτορες, παρά το γεγονός ότι οι «κόκκινοι» γραφειοκράτες έσπευσαν να χαρακτηρίσουν τον θάνατό του αυτοκτονία. Η ιστορία του υποδεικνύει όπως είπαμε τα πολιτικά ήθη μιας άλλης εποχής. Εκεί που υπό άλλες συνθήκες θα είχε τιμωρηθεί με ένα πρόστιμο και μερικές μέρες ή λίγες εβδομάδες στη φυλακή, μπλέχτηκε στη φαρμακερή διπλωματία, τα πρακτοριλίκια και τις κοκορομαχίες για την επίδειξη ισχύος και ένα μικρό λαθάκι θα καταντούσε σωστή τραγωδία. Τα σύνορα είναι έξαλλου επικίνδυνα μέρη και οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν διαρκώς…
Ένας άδολος ταξιδευτής κάνει το μοιραίο λάθος
Κατά λάθος… εισβολέας
Παρά το γεγονός ότι δεν καταλάβαινε γρι ρωσικά, μια λέξη που επαναλαμβανόταν μονίμως στα στόματα των ανακριτών του την ήξερε καλά. Αν ανήκε στη CIA, αυτό τον ρωτούσαν οι αξιωματικοί του συνοριακού σταθμού! Κι αν δεν ανήκε, μήπως ήξερε κάποιον που ήταν μέλος της; Σύντομα βέβαια φάνηκε πως οι Σοβιετικοί είχαν εγκαταλείψει την ιδέα πως ο Μοτ ήταν κατάσκοπος. Παραήταν αφελής για πρακτοριλίκια, παρά το γεγονός ότι ακόμα και αμερικανικές εφημερίδες εμφανίζονταν λιγότερο σίγουρες. Οι Σοβιετικοί ενδιαφέρονταν απλώς να τον ανταλλάξουν με έναν δικό τους. Δυο χρόνια πριν, κάποιος Ιγκόρ Ιβάνοφ είχε συλληφθεί στις ΗΠΑ για κατασκοπεία και μέχρι τα τέλη του 1964 είχε καταδικαστεί κιόλας για το έγκλημά του. Η σοβιετική ηγεσία είχε αποπειραθεί να τον ανταλλάξει με έναν αμερικανό έγκλειστο που είχε στα χέρια της, μάταια όμως. Τώρα όμως με τον Μοτ τούς είχε παρουσιαστεί μια ανέλπιστη δεύτερη ευκαιρία και δεν θα την άφηναν να πάει χαμένη. Μόνο που οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για μια τέτοια συναλλαγή. Από τα υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια έλεγαν πως μια τέτοια προοπτική ανταλλαγής του πράκτορα με τον απλό τουρίστα θα άνοιγε την όρεξη των κομμουνιστών. Κάθε φορά που θα ήθελαν πίσω έναν κατάσκοπό τους, το μόνο που θα είχαν να κάνουν ήταν να πιάσουν έναν Αμερικανό με κάποιο πρόσχημα και να απειλούν μετά πως θα τον κάνουν να δεινοπαθήσει. Την ώρα λοιπόν που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε τη ρητή εξουσιοδότηση να παράσχει κάθε συνδρομή στον φουκαρά Μοτ που περνούσε τώρα από δίκη στην ΕΣΣΔ, η αμερικανική κυβέρνηση είχε τα μάτια της στραμμένα στο περιστατικό. Και η πανταχού παρούσα CIA δούλευε πάντως πυρετωδώς για τον Μοτ, προσπαθώντας να μάθει με τα υπόγεια κανάλια της τι στο καλό συνέβαινε στην αντίπερα όχθη του Παραπετάσματος. Η Υπόθεση Μοτ έπαιξε σε τουλάχιστον ένα ενημερωτικό δελτίο της CIA, αλλά και σε μια εκτενή έκθεσή της στον αμερικανό πρόεδρο, καλύπτοντας φυσικά τις πηγές της πληροφόρησής της. Παρά τις προσπάθειες του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την απελευθέρωση του αφελούς τουρίστα, η υπόθεσή του έφτασε τελικά ως τα σοβιετικά δικαστήρια, έπειτα από δύο μήνες κράτησής του. Και κρίθηκε φυσικά ένοχος! Η τιμωρία μάλιστα για παράνομη είσοδο στη χώρα κυμαινόταν από 1-3 χρόνια στη φυλακή. Ο Μοτ καταδικάστηκε τελικά σε 18 μήνες σε αγροτικές φυλακές. Όπως μετέδωσε μάλιστα το δίκτυο United Press International (UPI), ο Μοτ «έκλαψε στην ετυμηγορία», όταν όμως άκουσε την ποινή του αντέδρασε «χωρίς ίχνος συναισθήματος», όπως έγραψε το Associated Press (AP). Τον φυλάκισαν μάλιστα σε σωφρονιστικό κατάστημα λίγο παραδίπλα από το Μπόρις Γκλεμπ, περιμένοντας την εκδίκαση της έφεσής του. Τον Ιανουάριο όμως τον έβαλαν στο τρένο για τις αγροτικές φυλακές, το τρένο από το οποίο δεν θα ξανάβγαινε ζωντανός. Ο ξενοδόχος μάς λέει στο πόνημά του πως μπορεί και να γνώριζε ο Μοτ πως διέτρεχε κίνδυνο. Στην τελευταία επιστολή του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπάρχει εξάλλου μια ακαταλαβίστικη παράγραφος που έχει θεωρηθεί πως ήταν κωδικοποιημένη έκκληση βοήθειας. Οι σοβιετικές αρχές είπαν στους αμερικανούς διπλωμάτες πως ο Μοτ αυτοκτόνησε στο τρένο. Οι δύο νεκροψίες που έγιναν ωστόσο στη σορό του, όταν μετά κόπων και βασάνων κατάφεραν οι γονείς του να φέρουν το άψυχο σώμα του πίσω στις ΗΠΑ, έδειξαν περισσότερα από 60 τραύματα στο κορμί του. Κανένας από τους δύο ιατροδικαστές δεν είχε αμφιβολία πως ο νεαρός είχε μαχαιρωθεί μέχρι θανάτου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλοί έψαξαν να βρουν ποιος «έφαγε» τον Μοτ, αλλά και τον βαθμό εμπλοκής της σοβιετικής κυβέρνησης στη δολοφονία που έσπευσαν να χαρακτηρίσουν αυτοκτονία. Υψηλόβαθμες κυβερνητικές πηγές είχαν υπαινιχθεί πως οι Σοβιετικοί τιμωρούσαν τους Αμερικανούς για την άρνησή τους να τον ανταλλάξουν με τον Ιβάνοφ. Κάποια στιγμή κυκλοφόρησε η φήμη πως ο Μοτ, ακόμα κι αν δεν ήταν πράκτορας της CIA (δεν ήταν), είχε δει ενδεχομένως κάτι που δεν έπρεπε στα ρωσο-νορβηγικά σύνορα, κάποια μυστική επιχείρηση της KGB ίσως, κι έτσι έπρεπε να βγει από τη μέση με συνοπτικές διαδικασίες. Συγγενείς της οικογένειας των Μοτ κατάφεραν κάποιες δεκαετίες αργότερα, μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, να αποκτήσουν πρόσβαση στα επίσημα σοβιετικά κιτάπια αναφορικά με τις συνθήκες θανάτου του Νιούκομπ. Αυτή η «αυτοκτονία» είχε εδώ και καιρό αλλάξει σε «δολοφονία». Ως ένοχος κατονομαζόταν τώρα ένας συγκρατούμενός του, που τον φόνευσε λέει για να του πάρει τις μπότες…