Η Σαουδική Αραβία υπήρξε μέχρι πρόσφατα ένας από τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής επιρροής στη Μέση Ανατολή. Όμως τα δεδομένα αλλάζουν. Το Ριάντ φαίνεται αποφασισμένο να απεξαρτηθεί από την αμερικανική κηδεμονία και να χαράξει το δικό του δρόμου, αγνοώντας τα συμφέροντα των ΗΠΑ, πόσο μάλλον όταν αυτά δεν συμβαδίζουν με τα δικά του.

Η πρόσκληση στη Σαουδική Αραβία για ένταξη στην ομάδα των BRICS, στην οποία ηγεμονεύουν η Κίνα και η Ρωσία, ήταν ένα πρώτο ηχηρό μήνυμα στις ΗΠΑ πως η συμμαχία με τους σαουδάραβες είναι πλέον αρκετά εύθραυστη.

Ακολούθησε η νέα σύμπλευση με τη Ρωσία για τον περιορισμό της προσφοράς πετρελαίου που εκτόξευσε την τιμή του βαρελιού την Τρίτη σε πάνω από 95 δολάρια (αύξηση μεγαλύτερη από 25% σε σχέση με τον Ιούνιο) για πρώτη φορά μετά από 10 μήνες όταν οι τιμές του πετρελαίου είχαν εκτιναχθεί στα ύψη – πάνω από 120 δολάρια το βαρέλι – ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.

Οι εκτιμήσεις είναι πως η τιμή του βαρελιού θα μπορούσε να ξεπεράσει ακόμη και τα 100 δολάρια εντός του μήνα. Στη Δύση έχει σημάνει συναγερμός καθώς το έλλειμμα στα αποθέματα θα μπορούσε να πλήξει σοβαρά την παγκόσμια οικονομία. Η αύξηση του κόστους των καυσίμων θα επιβαρύνει την οικονομική ανάπτυξη, πυροδοτώντας ένα νέο πληθωριστικό κύμα, την ώρα που οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια προσπαθώντας ακόμα να θέσουν υπό έλεγχο την αύξηση των τιμών του προηγούμενου διαστήματος.

«Σαουδική Αραβία και Ρωσία έχουν σταθερό έλεγχο της αγοράς πετρελαίου»

«Η συμμαχία Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας αποδεικνύεται μια τρομερή πρόκληση για τις αγορές πετρελαίου», ανέφερε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας σε έκθεσή του στην οποία προβλέπει πως οι περιορισμοί στην προσφορά θα προκαλέσουν σημαντικό έλλειμμα εάν διατηρηθούν.

«Η Σαουδική Αραβία μαζί με τη Ρωσία έχουν σταθερό έλεγχο της αγοράς πετρελαίου», υπογραμμίζουν οικονομικοί αναλυτές στους Financial Times, καταδεικνύοντας το μέτωπο που έχει δημιουργηθεί. Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία, και οι δύο χώρες μέλη του ΟΠΕΚ+, μέσω και της συμμετοχής του Ριάντ στους BRICS, θα μπορούσαν να σφυρηλατήσουν μια συνεργασία που ξεπερνά το οικονομικό επίπεδο και επεκτείνεται στο γεωπολιτικό.

Σε κάθε περίπτωση το νέο επεισόδιο με φόντο τον «μαύρο χρυσό» υποδηλώνει την όλο και μεγαλύτερη ρήξη των δυτικών δυνάμεων και της Σαουδικής Αραβίας, η οποία πλέον έχει γίνει πιο δυναμική στην υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων έναντι των παραδοσιακών συμμάχων της. Ορισμένοι αναλυτές φτάνουν μάλιστα στο σημείο να «κηρύξουν» ακόμη και την αυγή μιας νέας εποχής στη Μέση Ανατολή.

Νέα δεδομένα για τις συμμαχίες της Σαουδικής Αραβίας

Το πετρέλαιο είχε επί της ουσίας διαμορφώσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τη Σαουδική Αραβία, αρχής γενομένης από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα πετρελαϊκά κράτη του Κόλπου προσέφεραν τον πλούτο τους με αντάλλαγμα την ασφάλεια της αμερικανικής υπεδύναμης. Όμως οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η μόνη δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί κάτι τέτοιο.

Ασιατικές δυνάμεις, όπως η Κίνα και η Ινδία, αλλά και η Ρωσία και άλλες χώρες εκτός δυτικού μπλοκ έχουν δημιουργήσει σημαντικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τις χώρες του Κόλπου. Είναι ενδεικτικό πως πρόσκληση για ένταξη στους BRICS έλαβαν και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Η Σαουδική Αραβία περιορίζει σταδιακά εδώ και καιρό τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, ιδιαίτερα σε περιφερειακό επίπεδο, και όσο η οικονομική δραστηριότητα της Ασίας με «ατμομηχανή» την Κίνα ενισχύεται τόσο περισσότερο θα επηρεάζονται και οι αποφάσεις για τις διεθνείς σχέσεις και τις συμμαχίες.

Απαντώντας στα πυρά που δέχεται από τη Δύση για τον περιορισμό της προσφοράς πετρελαίου, ο πρίγκιπας Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν, υπουργός Ενέργειας της Σαουδικής Αραβίας, επέμεινε ότι οι ενέργειες του Ριάντ δεν αφορούσαν «την αύξηση των τιμών». Επιτέθηκε μάλιστα στον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, που επί της ουσίας ελέγχεται από ισχυρά δυτικά κράτη του ΟΟΣΑ, πως θα έπρεπε να «ντρέπεται» για τις δηλώσεις του.

Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις του Ριάντ και ο «πράσινος» πόλεμος

Η Δύση εκτιμά πως ο διάδοχος πρίγκιπας Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, o de facto κυβερνήτης του βασιλείου, επιδιώκει την αύξηση στην τιμή του πετρελαίου ώστε να υποστηρίξει το φιλόδοξο και ομολογουμένως πολύ ακριβό πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης στη Σαουδική Αραβία.

Επίσης οι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου, όπως το Ριάντ, εμφανίζονται εξοργισμένοι και από την απόφαση της Δύσης να μετριάσει κατά το δυνατόν τη χρήση πετρελαίου προς όφελος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αναγνωρίζοντας σε αυτούς τους σχεδιασμούς μια μακροπρόθεσμη απειλή για την οικονομική τους ασφάλεια.

Τα δυτικά κράτη, το τελευταίο διάστημα και ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που προκάλεσε ριζικές και πολυεπίπεδες αλλαγές στο διεθνές status quo, υπερασπίζονται πιο επιθετικά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ωστόσο εξακολουθούν να επιθυμούν τη διατήρηση των τιμών του πετρελαίου σε μέτρια επίπεδα ώστε να στηρίξουν τις οικονομίες τους που ακόμη είναι εξαρτημένες από τους υδρογονάνθρακες.

Θέλουν επίσης να διασφαλίσουν πως η Ρωσία δεν θα αυξήσει τα έσοδά της από τις πωλήσεις του «μαύρου χρυσού», ενός εκ των σημαντικότερων «κωδικών» στον προϋπολογισμό της Μόσχας. Παρότι η G7 έχει επιβάλει κυρώσεις και πλαφόν 60 δολάρια το βαρέλι στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, η Μόσχα χρησιμοποιεί όλο και περισσότερο έναν «σκιώδη στόλο» για να διατηρήσει τις εξαγωγές της σε σημαντικό επίπεδο.

Τι προσπαθεί να κάνει η κυβέρνηση Μπάιντεν

Πλέον το επόμενο κρίσιμο σημείο για τις εξελίξεις είναι η στάση που θα κρατήσουν οι ΗΠΑ. Από τον προηγούμενο Οκτώβριο ο Λευκός Οίκος είχε κατηγορήσει τη Σαουδική Αραβία πως «ευθυγραμμίζεται» με τη Ρωσία. Ήταν η περίοδος που οι δύο χώρες είχαν αρχικά αποφασίσει την έναρξη της μείωσης των προμηθειών πετρελαίου και ενώ ήδη είχε ξεσπάσει ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη από τον περιορισμό των προμηθειών ρωσικού φυσικού αερίου.

Όμως καθώς η Σαουδική Αραβία εμβαθύνει σε αυτή τη στρατηγική, η Ουάσιγκτον εμφανίζεται πιο συγκρατημένη απέναντι στο Ριάντ. Η πίεση στον Τζο Μπάιντεν για τον έλεγχο των τιμών αυξάνεται και ο αμερικανός Πρόεδρος, ενόψει και των προεδρικών εκλογών του 2024, δέχεται πυρά από τον Ντοναλντ Τραμπ και άλλα στελέχη των Ρεπουμπλικάνων, που τον κατηγορούν για αδυναμία να διαχειριστεί την κατάσταση.

Όμως, σύμφωνα με τους Financial Times, η κυβέρνηση Μπάιντεν επιχειρεί μια πιο μακροπρόθεσμη νίκη στην εξωτερική πολιτική. Προσπαθεί να επαναπροσεγγίσει τη Σαουδική Αραβία για να την πείσει να εξομαλύνει τους δεσμούς με το Ισραήλ και να διατηρήσει την επιρροή στο βασίλειο, που το τελευταίο διάστημα συσφίγγει όλο και περισσότερο τους δεσμούς του με την Κίνα και τη Ρωσία.