«Σφαχτήκαν τρεις, μαχαίρωσε άλλους έξι, φωνές, “ανοίχτε θα μας σφάξουν”. Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε “εσένα δε θα σε πειράξουν”»! Οι στίχοι αυτοί του Διονύση Σαββόπουλου, από το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο», περιγράφουν σε λίγες μόνο λέξεις όσα συνέβησαν το βράδυ της 25ης Φεβρουαρίου 1973 στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα» της Κυψέλης.

Αν και συμπληρώνεται μισός αιώνας από την αιματοβαμμένη «παραγγελιά» και έχουν περάσει σχεδόν 12 χρόνια από τον θάνατο του, ο Νίκος Κοεμτζής εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να είναι ένα πρόσωπο που διχάζει. Για κάποιους ήταν ένα κακοποιός, ένα στυγνός δολοφόνος που για ένα τραγούδι, για μία «παραγγελιά» έστω, δεν δίστασε να βγάλει το μαχαίρι και να σκορπίσει τον θάνατο και τον τρόμο. Για κάποιους άλλους, όμως, ο γεννημένος στο Αιγίνιο Πιερίας από γονείς αντιστασιακούς, ήταν ένας άνθρωπος διωγμένος απ’ όλους που στη θέα των χωροφυλάκων να προσβάλουν (σ.σ. χορεύοντας την «παραγγελιά» του) τον μικρό αδερφό του, όρμησε πάνω τους «απαντώντας» στο… αποφασίζομεν και διατάσσομεν των εκπροσώπων της Χούντας.

Κυριακή της Αποκριάς και η Αθήνα γιορτάζει. Η Χούντα διανύει τους τελευταίους της μήνες, εξακολουθεί όμως να δείχνει το σκληρό της πρόσωπο σε όποιον δεν… συντάσσεται μαζί της ή έστω δεν επιδεικνύει ανοχή στις επιταγές της. Ο 35χρονος τότε Νίκος Κοεμτζής, πρόσφατα αποφυλακισμένος μετά την έκτιση ποινής για κλοπές, μαζί με τον μικρό του αδερφό του, τον 28χρονο τότε Δημοσθένη, καθώς επίσης και δύο κοπέλες αποφασίζουν να βγουν κι αυτοί για να διασκεδάσουν. Επιλέγουν το νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», στη συμβολή των οδών Αγίου Μελετίου και Δροσοπούλου στην Κυψέλη, με τον Κώστα Καρουσάκη να είναι το πρώτο όνομα στη μαρκίζα του μαγαζιού.

Οι «βεργούλες»

Ήδη από την άφιξη τους στο νυχτερινό κέντρο το κέφι του Νίκο Κοεμτζη χαλάει καθώς ο πορτιέρης του καταστήματος δεν θέλει να τους αφήσει να μπουν. Τελικά, μετά από ένταση, η παρέα περνάει και κάθεται σε τραπέζι, με το αλκοόλ να ρέει άφθονο. Κάποια στιγμή θα ζητήσει από τον Δημοσθένη να χορέψει ένα ζεϊμπέκικο για να τον καμαρώσει, με τον 28χρονο να δίνει «παραγγελιά» για τις «Bεργούλες» του Μάρκου Βαμβακάρη.

Ο Κώστας Καρουσάκης θα αρνηθεί λέγοντας ότι δεν το γνωρίζει και ότι δεν μπορεί να ζητήσει από τον κόσμο που χορεύει να αδειάσει την πίστα. Ο Δημοσθένης Κοεμτζής επιμένει και το μικρόφωνο παίρνει ο Τάκης Αθανασιάδης, ο οποίος ζητάει ευγενικά από τους άλλους θαμώνες να κατέβουν καθώς θα τραγουδήσει «παραγγελιά». Τα πράγματα, όμως, δεν κύλησαν καθόλου καλά…

Οι πρώτες νότες από τις «Βεργούλες» βρίσκουν τον 28χρονο μόνο του στην πίστα να χορεύει το βαρύ ζεϊμπέκικο. Σε ένα από τα τραπέζια κάθεται μία παρέα χωροφυλάκων εκτός υπηρεσίας, οι οποίοι διασκεδάζουν κι αυτοί. Λίγο το αλκοόλ, λίγο το ότι ίσως αναγνώρισαν τον Νίκο Κοεμτζή, αποφασίζουν να μην τηρήσουν τον άγραφο νόμο της νύχτας για την «παραγγελιά». Δύο εξ’ αυτών σηκώνονται και χορεύουν στην πίστα, «καρφώνοντας» με το βλέμμα τους τον Δημοσθένη Κοεμτζή ο οποίος σταματάει και τους κοιτάει με μίσος. Ήταν, γι’ αυτόν, θέμα τιμής… Οι δύο χωροφύλακες περισσότερο προκαλούν τον 28χρονο παρά χορεύουν, ενώ κάνουν ότι δεν ακούν τον τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη ο οποίος φωνάζει από το μικρόφωνο ότι το τραγούδι είναι «παραγγελιά», θέλοντας να αποφύγει μία συμπλοκή.

«Παραγγελιάάάάάάάάάά»

Τα μάτια του Νίκου Κοεμτζή γυαλίζουν όπως η λεπίδα από το στιλέτο που βγάζει από την τσέπη του. Το μυαλό του θολώνει, οι φλέβες στα χέρια και στο πρόσωπο του πετάγονται και ο 35χρονος χωρίς να σκεφτεί τίποτα ορμάει προς το μέρος τους φωνάζοντας «παραγγελιάάάάάάάάάάάά ρε, παραγγελιάάάάάάά». Μέσα σε λιγότερο από ενάμιση λεπτό η πίστα έχει βαφτεί κόκκινη από το αίμα των χωροφυλάκων και τουλάχιστον έξι θαμώνων, με τον Νίκο Κοεμτζή να μαχαιρώνει όποιον βλέπει μπροστά του.

Ο κόσμος τρέχει πανικόβλητος έξω από το μαγαζί για να σωθεί από το δολοφονικό αμόκ. Τα δύο αδέρφια φεύγουν τρέχοντας από τη «Νεράιδα», αφήνοντας πίσω τους σε λίμνη αίματος τρεις νεκρούς και έξι τραυματίες. Οι εφημερίδες της εποχής θα γράψουν ότι νεκροί είναι ο 28χρονος υπενωμοτάρχης Μανώλης Χριστοδουλάκης, ο 31χρονος αστυφύλακας Δημήτρης – Μιχαήλ Πεγιάς και ο 34χρονος φανοποιός Γιάννης Κούρτης.

Μερικές ημέρες αργότερα θα συλληφθεί στην περιοχή της Δάφνης, αν και αντιστάθηκε σαν αγρίμι με το στιλέτο ανά χείρας μέχρι που ένας αστυνομικός θα τον πυροβολήσει στο πόδι για να τον ακινητοποιήσει. Στη συνέχεια θα οδηγηθεί στο δικαστήριο και θα καταδικαστεί σε τρεις φορές σε θάνατο και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση.

Στις 29 Μαρτίου του 1996, ο Νίκος Κοεμτζής αποφυλακίστηκε, πάμφτωχος και ξεχασμένος από φίλους και εχθρούς

Με τη Δημοκρατία να έχει αποκατασταθεί, το «εις θάνατον» να καταργείται, το 1977 η ποινή του μετατρέπεται σε ισόβια κάθειρξη με τον Νίκο Κοεμτζή να περνάει 23 χρόνια στη φυλακή. Βγαίνει για πρώτη φορά στις 29 Μαρτίου του 1996, πάμφτωχος και ξεχασμένος από φίλους και εχθρούς.

Η αυτοβιογραφία του

Στη φυλακή ο Νίκος Κοεμτζής θα γράψει την αυτοβιογραφία του και με βοήθεια κάποιων ανθρώπων θα την εκδώσει σε βιβλίο και θα αρχίσει να την πουλάει τις καθημερινές έξω από τα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων και κάθε Κυριακή στο Μοναστηράκι, υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα. «Κάθε τόσο με τράβαγαν στην Ασφάλεια. Με ρίχνανε σε ένα δωμάτιο και μου πετούσαν νερό, με είχαν νηστικό για τρεις – τέσσερις μέρες, χωρίς να έχων κάνει τίποτα», θα πει κάποια στιγμή ο ίδιος θέλοντας να εξηγήσει το μίσος του για την Αστυνομία. Ο Νίκος Κοεμτζής θα αφήσει την τελευταία του πνοή στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 στο Μοναστηράκι, πάνω στο τραπεζάκι που πουλούσε το βιβλίο του, σε ηλικία 75 ετών.

Η ιστορία του θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αρκετούς καλλιτέχνες, ενώ η «παραγγελιά» έγινε και ταινία με τον ομώνυμο τίτλο από τον Παύλο Τάσιο, με τον Αντώνη Αντωνίου στον ρόλο του Νίκου Κοεμτζή και τον Αντώνη Καφετζόπουλο σε αυτόν του Δημοσθένη.