Στη Θεσσαλονίκη καταδικάστηκαν τέσσερα άτομα που είχαν επιτεθεί σε φοιτητή έξω από το σπίτι του και τον οποίο είχαν μαχαιρώσει, με τις ποινές να είναι φυλάκιση 4 ετών έως και κάθειρξη 5, 5 ετών.

Το Δικαστήριο λοιπόν, τούς έκρινε ένοχους για βαριά σωματική βλάβη, οι δύο πρώτοι σε βαθμό κακουργήματος και οι υπόλοιποι σε βαθμό πλημμελήματος, κατά μετατροπή του κατηγορητηρίου (από απόπειρα ανθρωποκτονίας), ενώ σε όλους αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Για αυτούς που η πράξη χαρακτηρίστηκε κακουργηματική αποφασίστηκε να ανασταλεί η εκτέλεσή της ποινής (κάθειρξη 5 και 5,5 ετών αντίστοιχα) ενόψει του Εφετείου, υπό τον όρο της εμφάνισής τους μία φορά το μήνα σε αστυνομικό τμήμα. Για εκείνους δε, που καταδικάστηκαν για πλημμέλημα η ποινή μετατράπηκε προς 5 ευρώ ημερησίως.

Τα κίνητρα της επίθεσης θεωρήθηκε ότι ήταν οπαδικά και αυτό εισηγήθηκε στην πρότασή της και η εισαγγελέας της έδρας, αλλά το Δικαστήριο αξιολογώντας το σύνολο των αποδεικτικών μέσων διατύπωσε αμφιβολίες ως προς αυτό, κρίνοντας ότι «πιθανότατα να επρόκειτο περί προσωπικής αντιπαράθεσης».

Το χρονικό της επίθεσης

Το περιστατικό είχε γίνει τον Ιούνιο του 2018 έξω από το σπίτι του θύματος, 21 ετών τότε, καθώς έβγαινε από το σπίτι του και κατευθυνόταν στο Πανεπιστήμιο. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι, μαυροντυμένοι και με καλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους, του επιτέθηκαν- σύμφωνα με τη δικογραφία – καταφέροντάς του αλλεπάλληλες μαχαιριές στο σώμα, μία εξ αυτών στο ήπαρ, αλλά και κλωτσιές στο κεφάλι. Την επίθεση είχαν σταματήσει περίοικοι, φωνάζοντας και απειλώντας ότι θα καλέσουν την αστυνομία, ενώ αυτόπτες μάρτυρες κατέγραψαν με τα κινητά τους τηλέφωνα το επεισόδιο. Το θύμα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου δέχθηκε άμεση ιατρική περίθαλψη.

Περιγράφοντας τα όσα βίωσε εκείνο το πρωινό, το θύμα κατέθεσε στο Δικαστήριο πως ήταν σε σοκ, προσπαθώντας να προστατέψει τον εαυτό του. «Ήμουν σε θέση άμυνας, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβη. Κάποιος ένοικος πολυκατοικίας μου έδεσε το πόδι και περιμέναμε να έρθει το ασθενοφόρο. Στην αρχή πίστευα ότι επρόκειτο για ληστεία. Θέληση δική μου είναι να υπάρξει λήξη σε αυτό το περιστατικό, θέλω να φύγει από πάνω μου, το νιώθω ως βαρίδιο» ανέφερε ο ίδιος, χωρίς να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων στη δίκη.

Στις απολογίες τους οι κατηγορούμενοι είπαν ότι δεν είχαν ανθρωποκτόνο δόλο, αποδίδοντας το περιστατικό σε παρεξήγηση που είχε προηγηθεί κάποιες μέρες νωρίτερα «για μία κοπέλα», γεγονός που, κατά τον ισχυρισμό τους, φέρεται να «αποτέλεσε την αφορμή».

Προσχηματική χαρακτήρισε όμως την εκδοχή αυτή η εισαγγελέας της έδρας, η οποία έκανε λόγο για προμελετημένη και οργανωμένη επίθεση, αποδίδοντάς την σε οπαδικά κίνητρα. Σχολιάζοντας, δε, το γεγονός ότι ο παθών κατά το στάδιο της προανάκρισης κατέθεσε ελάχιστα για το συμβάν, επιχειρώντας να αποσιωπήσει τα γεγονότα, η εισαγγελέας πρωτοδικών απέδωσε τη στάση του στην λεγόμενη «ομερτά» που υπάρχει «σε περιπτώσεις επεισοδίων μεταξύ οπαδών αντίπαλων ομάδων».