Ο επικηρυγμένος δραπέτης Βασίλης Παλαιοκώστας καταδικάστηκε ερήμην από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης σε συνολική ποινή κάθειρξης 58 ετών, καθώς κρίθηκε ένοχος για την απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά τον Ιούνιο του 2008, αλλά και για τρεις ένοπλες ληστείες που φέρεται να διέπραξε στη Θεσσαλονίκη.

Πρόκειται για υποθέσεις που περιλαμβάνονται σε βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, με το οποίο ο 53χρονος -σήμερα- καταζητούμενος είχε παραπεμφθεί να δικαστεί, μαζί με τους φερόμενους ως συνεργούς του.

Σε αντίθεση όμως με τους συγκατηγορουμένους του, που καταδικάστηκαν σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ο Βασίλης Παλαιοκώστας δεν είχε κριθεί από τη Δικαιοσύνη για τις παραπάνω πράξεις, καθότι ένα εξάμηνο μετά τη σύλληψή του για την απαγωγή Μυλωνά ακολούθησε, τον Φεβρουάριο του 2009, η κινηματογραφική του απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού (απόδραση «καρμπόν» με εκείνη που προηγήθηκε σχεδόν τρία χρόνια νωρίτερα), όπως αναφέρει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Η παραπομπή του στο ακροατήριο ανεστάλη έκτοτε, διότι εθεωρείτο «αγνώστου διαμονής». Στην απολογία του στον τακτικό ανακριτή Θεσσαλονίκης, ο Βασίλης Παλαιοκώστας είχε αρνηθεί να δηλώσει διεύθυνση κατοικίας. Αυτό άλλαξε όμως με νομοθετική ρύθμιση του 2011 για τους «φυγόδικους», που δεν μπορούσαν να δικαστούν και θεωρείται πλέον ως «τόπος διαμονής» ο χώρος που έδωσαν την τελευταία απολογία τους. Εν προκειμένω, για τον 53χρονο δραπέτη, το δικαστικό μέγαρο Θεσσαλονίκης.

Οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που εξέτασαν την απαγωγή Μυλωνά και τις ένοπλες ληστείες που προηγήθηκαν χρονικά της απαγωγής, εκ των οποίων δύο τετελεσμένες σε ισάριθμα τραπεζικά υποκαταστήματα και μία σε απόπειρα εις βάρος χρηματαποστολής, έκριναν ένοχο τον Βασίλη Παλαιοκώστα για τα εξής κακουργήματα: συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης, αρπαγή, εκβίαση, κατοχή εκρηκτικών υλών, διακεκριμένες κλοπές και ληστείες (εκτός από το πρώτο όλα τα υπόλοιπα από κοινού). Αντίθετα, το δικαστήριο τον αθώωσε για το αδίκημα της απόπειρας ανθρωποκτονίας, το οποίο συνδεόταν με το «χτύπημα» κατά της χρηματαποστολής.

Ανάμεσα στους μάρτυρες που εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας ήταν ο απαχθείς επιχειρηματίας Γιώργος Μυλωνάς, που αφέθηκε ελεύθερος μετά από 13 μέρες ομηρίας, αφού καταβλήθηκαν λύτρα, το ύψος των οποίων, κατά το βούλευμα, ανήλθε σε 10,8 εκατ. ευρώ. «Τέσσερα άτομα με έβαλαν σ’ ένα αυτοκίνητο και με πήγαν στο κρησφύγετο στην περιοχή της Θέρμης. Όσο κράτησε η ομηρία μου δεν έβλεπα πρόσωπα, καθώς οι απαγωγείς φορούσαν κουκούλες. Κάθε δύο μέρες ο Παλαιοκώστας ερχόταν σε επαφή μαζί μου. Οι συνεννοήσεις για την παράδοση των χρημάτων γίνονταν με τη σύζυγό μου. Δεν με κακομεταχειρίστηκαν, εκτός από τις απειλές ότι θα με σκοτώσουν» κατέθεσε ο Γιώργος Μυλωνάς.

Ο ίδιος αποκάλυψε στο δικαστήριο στιχομυθία που είχε με τον Βασίλη Παλαιοκώστα λίγες ώρες μετά τη σύλληψη του 53χρονου απαγωγέα κι ενώ εκείνος κρατείτο στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης. «Μας έβαλαν σε ένα δωμάτιο. Μου είπε να μην του κρατάω κακία, διότι, όπως εξήγησε, αυτή είναι η δουλειά του. Είπε ότι δεν θα μου επιστρέψει τα λεφτά, επειδή θα πάει φυλακή και θα έχει ανάγκες».

Στη δίκη κατέθεσαν, ακόμη, αστυνομικοί, ένας πυροτεχνουργός, ένα μέλος της χρηματαποστολής, την οποία αποπειράθηκαν να ληστέψουν ο Παλαιοκώστας και οι συνεργοί του, όπως επίσης υπάλληλοι ενός εκ των δύο τραπεζικών υποκαταστημάτων-«στόχων», οι οποίοι, μεταξύ άλλων, κατέθεσαν ότι η «λεία» των δραστών ήταν περίπου 80.000 ευρώ. Το δικαστήριο, αξιολογώντας τα αποδεικτικά στοιχεία και τις καταθέσεις των μαρτύρων, επέβαλε στον κατηγορούμενο συνολική ποινή κάθειρξης 58 ετών, από τα οποία, όπως προβλέπει ο νόμος, εκτιτέα είναι τα 25 έτη.