Σε συναγερμό τέθηκαν οι αρχές της Ρόδου μετά από την καταγγελία μίας κοπέλας που εργάζεται ως χορεύτρια striptease στο Φαληράκι. Όπως επεσήμανε βιάστηκε από 26χρονο με καταγωγή από την Αλβανία που εργάζεται ως αρτοποιός σε ξενοδοχειακή μονάδα.
Λόγω παρέλευσης του αυτοφώρου δεν υπήρξε σύλληψη, ωστόσο σχηματίστηκε δικογραφία εις βάρος του για βιασμό, με την υπόθεση να λαμβάνει πλέον τη δικαστική οδό.
Το χρονικό της γνωριμίας και της μοιραίας συνάντησης
Όπως τόνισε στη λεπτομερή κατάθεση της η 39χρονη και αποκαλύπτει η εφημερίδα «Δημοκρατική» οι δύο τους είχαν γνωριστεί επιφανειακά από την περσινή σεζόν και τον τελευταίο καιρό αντάλλασσαν μηνύματα μέσω εφαρμογής επικοινωνίας.
Ο άνδρας σύμφωνα με τα λεγόμενά της επέμεινε σε κατ’ ιδίαν συνάντηση. Τελικά, τα ξημερώματα Κυριακής 24/8 συμφώνησαν να συναντηθούν και έτσι αργότερα βρέθηκαν σε παραλία της ανατολικής Ρόδου και εν συνεχεία, παρά τις αντιρρήσεις της, σε κατάλυμα όπου διαμένει προσωπικό εποχικής εργασίας.
Η κατάθεση ελήφθη στις 26 Αυγούστου 2025, παρουσία πραγματογνώμονα-ψυχολόγου, με την παθούσα να περιγράφει ξεκάθαρα τις διαδρομές, τα χρονικά σημεία και τις αντιρρήσεις που, όπως λέει, εξέφρασε επανειλημμένα.
«Ένιωσα τρόμο και αδυναμία να ξεφύγω»
Η γυναίκα τόνισε πως η γνωριμία της με τον 26χρονο ξεκίνησε περίπου μία εβδομάδα πριν από το καταγγελλόμενο περιστατικό. Όπως ανέφερε, τον είχε συναντήσει και την προηγούμενη σεζόν, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη σχέση. Ένα βράδυ, την ώρα που σχολούσε και κατευθυνόταν προς το αυτοκίνητό της, εκείνος την πλησίασε, συστήθηκε με το όνομά του και ξεκίνησε να της μιλά. Αντάλλαξαν αριθμούς τηλεφώνου και άρχισαν να επικοινωνούν μέσω της εφαρμογής Viber.
Ακολούθησαν νέες συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν έξω από το κατάστημα, όπου εκείνος επέμεινε να βγουν μαζί. Η ίδια, όπως υποστηρίζει, αρνήθηκε επανειλημμένα, μέχρι που τελικά πείστηκε να βρεθούν τα ξημερώματα της Κυριακής. Εκείνος εμφανίστηκε με έναν συνάδελφό του και πρότεινε να πάνε όλοι μαζί στη θάλασσα. Παρά τις επιφυλάξεις της, κατέληξαν να συναντηθούν αργότερα το πρωί, με τον νεαρό να την παραλαμβάνει από το σπίτι της και να την οδηγεί σε παραλία της ανατολικής Ρόδου.
Η γυναίκα εξήγησε ότι μετά από λίγες ώρες εκείνος πρότεινε να συνεχίσουν στο σπίτι του, σε ένα παλιό ξενοδοχείο όπου διαμένουν εποχικοί εργαζόμενοι. Παρότι εκείνη αρνήθηκε, σύμφωνα με την κατάθεσή της, εκείνος έστριψε το αυτοκίνητο και την οδήγησε στο δωμάτιό του, διαβεβαιώνοντάς την ότι δεν θα συμβεί τίποτα. Αφού της πρότεινε να κάνει ντους, κάθισαν μαζί και εκείνη παρατήρησε γυναικεία αντικείμενα στο μπάνιο, γεγονός που την ανησύχησε.
Όπως περιέγραψε στις αρχές, ενώ αρχικά η συμπεριφορά του ήταν τρυφερή, στη συνέχεια εξελίχθηκε σε βίαιη. Ανέφερε ότι τη φίλησε, την αποκάλεσε «μωρό μου» και αμέσως μετά την εξανάγκασε σε σεξουαλική πράξη, παρά τις αντιρρήσεις της.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, ο νεαρός άσκησε σωματική βία, την άρπαξε από τον λαιμό και τα μαλλιά, την ύβρισε και την ακινητοποίησε για να ολοκληρώσει την πράξη. Η ίδια περιέγραψε ότι ένιωσε τρόμο, ότι έπαθε κρίση πανικού και ότι προσπαθούσε να παραμείνει ψύχραιμη ώστε να αποφύγει χειρότερη βία.
Αργότερα, κατάφερε να αποχωρήσει, ωστόσο ο νεαρός επέμεινε να τη συνοδεύσει πίσω στη Ρόδο. Στη διαδρομή, όπως κατέθεσε, εκείνος της κρατούσε το χέρι και της ζητούσε να τον ξανασυναντήσει, ενώ σε κάποια στιγμή σταμάτησε σε περιοχή κοντά στα Κοσκινού, ζητώντας της «μια αγκαλιά». Η ίδια αρνήθηκε και επέμεινε να επιστρέψει σπίτι της. Όταν έφτασαν, εκείνος την πήρε αγκαλιά πριν την αφήσει, ενώ αργότερα της έστελνε μηνύματα με τρυφερούς χαρακτηρισμούς.
Δήλωσε δε ότι φοβήθηκε για τη ζωή της, διέγραψε την εφαρμογή επικοινωνίας και δεν μίλησε σε κανέναν, παραμένοντας σε κατάσταση σοκ. Το βράδυ εκμυστηρεύτηκε το περιστατικό σε γειτόνισσά της, ενώ το επόμενο πρωί, όταν είδε τον ίδιο να την περιμένει ξανά έξω από το κατάστημα όπου εργάζεται, αισθάνθηκε ότι απειλείται.
Ισχυρίστηκε μάλιστα ότι εκείνος είχε παραβιάσει το αυτοκίνητό της, αφήνοντας στο κάθισμα τρόφιμα, και στη συνέχεια την ακολούθησε με το δικό του όχημα σε δρόμους της πόλης, μέχρι που εκείνη άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε κατευθείαν στην Αστυνομία.
Στην κατάθεσή της, η γυναίκα υπογράμμισε ότι σε όλη τη διάρκεια των πράξεων δεν υπήρξε συναίνεση, ότι αρνήθηκε ρητά, ότι δέχθηκε σωματική βία και ότι φοβήθηκε πως ο νεαρός θα μπορούσε να της προκαλέσει σοβαρό κακό.
Τι λέει ο 26χρονος
Ο 26χρονος αρνείται τις αποδιδόμενες πράξεις. Ισχυρίζεται ότι η επαφή ήταν συναινετική, δηλώνει ότι έχει αναπτύξει έντονα συναισθήματα για τη γυναίκα και υποστηρίζει ότι την περίμενε έξω από το κατάστημα στις 07:00 «για να της δώσει πρωινό», ένα κρουασάν, προβάλλοντας την κίνηση αυτή ως ένδειξη ενδιαφέροντος και όχι εκφοβισμού.
Κατά την προσαγωγή του στο ΑΤ Αρχαγγέλου, η οποία έγινε από κλιμάκιο της ΟΠΚΕ, η θέση του παρέμεινε αμετάβλητη: απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή βίας και μιλά για σχέση συναίνεσης.