Στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης για το bulling αναφέρθηκε ο Υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, ενώ κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ ως κατώτερο των περιστάσεων σε ένα εθνικής εμβέλειας φαινόμενο, όπως την ενδοσχολική βία.

«Η κυβέρνηση παρουσίασε χθες μια συνολική πρωτοβουλία κατά της ενδοσχολικής βίας. Μία καμπάνια η οποία θέλει να σπάσει τον φόβο και να αντιμετωπίσει ολιστικά ένα φαινόμενο που προβληματίζει όλους μας» ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο κ. Μαρινάκης.

«Ένα εθνικής εμβέλειας και σημασίας εγχείρημα, που απευθύνεται προς τα παιδιά, προς τους γονείς, προς τους καθηγητές και τους ζητά να μην φοβούνται, να μιλήσουν, να καταγγέλλουν τα περιστατικά bullying. Δημιουργεί μια συγκεκριμένη πλατφόρμα στην οποία μπορούν να γίνονται οι καταγγελίες και ένα πρωτόκολλο αντιμετώπισης από εκπαιδευτικούς, ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς. Θεσπίζει έναν Νέο Σχολικό Κανονισμό, εγκαινιάζει προγράμματα που καλλιεργούν την ενσυναίσθηση, ενώ σε σοβαρές παραβιάσεις αυστηροποιεί πειθαρχικά μέτρα» πρόσθεσε.

«Σε ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, λοιπόν, περιμέναμε να είμαστε όλοι στην ίδια σελίδα. Αντ’ αυτού κάποιοι εμφανίστηκαν ξανά, κατώτεροι των περιστάσεων.

Είδαμε για παράδειγμα, την Γραμματέα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Θεοδώρα Τζάκρη, να συνδέει την ενδοσχολική βία με την τραγωδία των Τεμπών.

Ακούσαμε επίσης, τον υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργο Τσίπρα να διερωτάται: «Αν το παιδί μου σπάει τρία τζάμια και δύο θρανία, είναι σωστό να είμαι υποχρεωμένος να το πληρώνω εγώ ο γονιός;» και να ζητά να καλύπτει τις ζημιές «η ελληνική κοινωνία και το κράτος».

Θα ρωτούσαμε τον ΣΥΡΙΖΑ αν συμφωνεί με τις απόψεις των στελεχών του. Αλλά πήραμε ήδη την απάντηση από χθες, όταν υποστήριξε ότι η εθνική καμπάνια κατά της ενδοσχολικής βίας «προκρίνει ως λύση την αυστηροποίηση των ποινών με μία τιμωρητική διάθεση».

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΥΡΙΖΑ αποφεύγει να στοιχηθεί πίσω από μια εθνική γραμμή για ένα κοινωνικό πρόβλημα που απλώνεται οριζόντια. Και φοβούμαστε ότι δεν θα είναι και η τελευταία» καταλήγει ο Παύλος Μαρινάκης.