«Όχι μην δανείσετε στους άπληστους άλλα χρήματα», «Ευχαριστούμε κύριε Σόιμπλε που κατατροπώσατε τον νέο προκλητικό υπουργό οικονομικών», σε ελεύθερη μετάφραση, είναι μόνο τα δυο πιο πρόσφατα πρωτοσέλιδα της πρώτης σε πωλήσεις εφημερίδας στη Γερμανία, τα οποία μπορούν να χαρακτηριστούν από εμπαθή, έως και πολιτικά κατευθυνόμενα, ειδικά λαμβάνοντας κανείς υπόψη την επικείμενη ψηφοφορία για το αίτημα παράτασης της ελληνικής βοήθειας στη Γερμανική Βουλή που λαμβάνει χώρα σήμερα.

Μάλιστα στην εκστρατεία της «Bild» που έλεγε «nein» στο αίτημα για παράταση της ελληνικής βοήθειας μια μέρα πριν την διεξαγωγή της ψηφοφορία στη Bundestag, οι αιχμές ήταν τόσο έντονες όπου οι αντιδράσεις, εκτός από όσους αναγνώστες δεν θέλησαν να φωτογραφηθούν αγκαλιά με το πρωτοσέλιδο, «δηλώνοντας ενάντιοι στην «εκμετάλλευση» της κραταιότερης οικονομικής δύναμης της Ευρωζώνης από τους Έλληνες», ήρθαν ακόμα κι από την Γερμανική Ένωση Δημοσιογράφων. Η τελευταία στη δημοσίευσή της εξέφρασε την πλήρη αντίθεσή της στην εκστρατεία της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εφημερίδα της Γερμανίας, με τον καθ’ όλα προκλητικό τίτλο: «Όχι στα χρήματα για τους άπληστους Έλληνες» αφού παραβαίνει κάθε δεοντολογικό κανόνα.

Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της ένωσης, Michael Konken, για την καμπάνια που θέλησε να έχει άμεση επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις, χωρίς να εμπίπτει στις αρχές της δημοσιογραφίας «η πολιτική της ομοσπονδιακής κυβέρνησης σχετικά με την Ελλάδα μπορεί να βρίσκει κάποιους σύμφωνους και κάποιους άλλους όχι. Το ότι τέτοιες φυλλάδες έχουν έναν διαφορετικό δημοσιογραφικό λόγο είναι αυτονόητο. Η καμπάνια όμως με τις selfie του Bild.de, ξεπερνά το όριο και θυμίζει πολιτική καμπάνια. Με βάση τη δημοσιογραφική δεοντολογία αποτελεί προβληματικό στοιχείο ένας ολόκληρος λαός να δυσφημείται λόγω των λανθασμένων πολιτικών επιλογών των κυβερνώντων τους. Η αβεβαιότητα για τις επιπτώσεις της ελληνικής κρίσης στην Γερμανία είναι μεγάλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι καθήκον όλων των Μέσων να παρέχουν μια ολοκληρωμένη και κριτική κάλυψη του θέματος και όχι να ξεκινούν πολιτική καμπάνια».

Αντίθεση εκφράστηκε άλλωστε και εντός κοινοβουλίου, με τον αντιπρόεδρό της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του SPD, Άξελ Σέφερ, να κρατά το πρωτοσέλιδο στα χέρια του, δηλώνοντας ενάντιος σε τέτοιου είδους καμπάνιες και πρακτικές.

Το μένος του συγκεκριμένου δημοσιογραφικού ομίλου με την χώρα μας που εκφράζεται έντονα καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν είναι πρόσφατο και δεν απευθύνεται μόνο στην νέα κυβέρνηση. Απλά οι διαστάσεις που έλαβε την τελευταία φορά που ανέφερε το όνομα Griechenland, δεδομένου ότι το πρωτοσέλιδο που έπρεπε να φέρουν ανά χείρας οι αναγνώστες στη selfie που θα ανέβαζαν στον ιστότοπο της Bild κάλυπτε τεράστιο NEIN, ήταν σίγουρα εκτός «πλαισίου».

Αξίζει να σημειωθεί πως στο πρωτοσέλιδο της, εν έτει 2012, η ίδια εφημερίδα έγραφε «Σπάστε την άμυνα μπετόν των Ελλήνων» ενώ τόλμησε να λάβει θέση όταν ελληνική εφημερίδα είχε δημοσιεύσει το πρωτοσέλιδο της στα γερμανικά το οποίο έγραφε «κυρία Μέρκελ γιατί μας καταστρέψατε;» κατά την επίσκεψη της καγκελαρίου στην Αθήνα. Τότε η Bild είχε γράψει:

«Για το καλωσόρισμα της Άνγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, ελληνική εφημερίδα κοροϊδεύει την Kαγκελάριό μας, την καλωσορίζει με ένα κοροϊδευτικό γράμμα ρωτώντας στα γερμανικά: Kυρία Μέρκελ γιατί μας καταστρέψατε»…

Ποια είναι όμως η Γερμανική Bild η οποία κατ’ όπως τιτίβισαν αρκετοί χθες δεν φοβάται να θυσιάσει την εγκυρότητά της στο βωμό του κιτρινισμού;

Η γερμανική εφημερίδα, με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στην Ευρώπη και την έκτη παγκοσμίως, αν και στην προμετωπίδα της αναφέρεται ως «ανεξάρτητη και ακομμάτιστη» – unabhängig, überparteilich – υποστηρίζει τα συντηρητικά κόμματα της χώρας. Είναι η ναυαρχίδα του κίτρινου τύπου στη Γερμανία και ανήκει στο εκδοτικό συγκρότημα Axel Springer AG, που εκδίδει 230 εφημερίδες και περιοδικά σε οκτώ χώρες της Ευρώπης.

Η «Εικόνα», όπως μεταφράζεται στα ελληνικά το όνομά της, ιδρύθηκε το 1952 στο Αμβούργο από τον γερμανό δημοσιογράφο και εκδότη Άξελ Σπρίνγκερ (1912-1985). Από το 2008 ή έδρα της μεταφέρθηκε στο Βερολίνο. Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας κυκλοφόρησε στις 24 Ιουνίου 1952 σε 500.000 αντίτυπα και γρήγορα κατέκτησε την πρώτη θέση από πλευράς κυκλοφορίας όχι μόνο μεταξύ των εφημερίδων της Γερμανίας, αλλά και της Ευρώπης. Ο αριθμός των φύλλων που υπολογίζεται πως πωλούσε τη δεκαετία του ’80 ήταν γύρω στα 5 εκατομμύρια ημερησίως, ενώ σήμερα η κυκλοφορίας της κυμαίνεται γύρω στα 3,5 εκατομμύρια φύλλα ημερησίως.

Πρότυπο του ιδρυτή της ήταν το βρετανικό ταμπλόιντ Daily Mirror, αν και το σχήμα της, αρκετά μεγαλύτερο, προσιδιάζει περισσότερο σε εκείνα σοβαρότερων εφημερίδων. Το περιεχόμενο της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί gossip, με κουτσομπολιό, εγκλήματα και πικάντικες ειδήσεις να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της, ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι αρκετά εμπρηστική ακόμα και σε περιπτώσεις πολιτικής ανάλυσης.

Στους ευφάνταστους τίτλους της κυριαρχεί το προκλητικό στοιχείο, ενώ αρκετές είναι και οι φορές που έχει κατηγορηθεί για «κατασκευασμένες ειδήσεις». Ενδεικτικό της ταυτότητάς της αποτελεί η φωτογραφία γυμνόστηθης καλλονής στην πρώτη σελίδα, που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν της για 28 συναπτά έτη- η πρακτική καταργήθηκε εν μέρει μόλις στις 9 Μαρτίου του 2012, τυπώνοντας πλέον τη δημοφιλή ρουμπρίκα στις μέσα σελίδες του φύλλου.

Παρά το ότι αποκαλείται ανεξάρτητη από το πρώτο της φύλλο, η Bild τάχθηκε με το συντηρητικό, εθνικιστικό εκδοτικό στρατόπεδο της Γερμανίας, αποκαλώντας την ανατολική Γερμανία «Σοβιετική Κατεχόμενη Ζώνη» μέχρι και την πτώση του τοίχους, το 1989.

Την εικόνα του συντηρητισμού προσπαθεί να σπάσει με την κυριακάτικη έκδοση της, την «Bild am Sontag» – για την έκδοση της οποίας εργάζεται ξεχωριστό δημοσιογραφικό επιτελείο από την καθημερινή Bild – κάτι που επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του 1998, όταν υποστήριξε ανοιχτά το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και τον υποψήφιό του για την καγκελαρία Γκέρχαρντ Σρέντερ.,

Δεδομένης της κυκλοφορίας και της δημοφιλίας της, η εφημερίδα ασκεί μεγάλη επιρροή στα πολιτικά γεγονότα της χώρας και σήμερα στην κεφαλή της διοίκησης του ομίλου βρίσκεται ένας «μη-εβραΐος σιωνιστής» όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, ο Mathias Döpfner.

Τη δεκαετία του ’60 η Bild έστρεψε την κοινή γνώμη της Γερμανίας κατά του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος και κατηγορήθηκε για τη διαμόρφωση του κλίματος που οδήγησε στην απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη των φοιτητών Ρούντι Ντούτσκε το 1968. Το σύνθημα που κυριαρχούσε στους αριστερούς φοιτητές ήταν «Bild hat mitgeschossen!» («Η Bild τον σκότωσε»).

Σκληρή φαίνεται να ήταν και η στάση που υιοθέτησε κατά την κορύφωση της αριστερής τρομοκρατίας στη Γερμανία, στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ενισχύοντας το κλίμα φόβου και υποψίας που κυριάρχησε στη γερμανική κοινωνία.
Μια ταινία κι ένα μυθιστόρημα παραπέμπουν μάλιστα στις αντιδεοντολογικές πρακτικές της, «η χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» («Die verlorene Ehre der Katharina Blum»), μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα Χάινριχ Μπελ (1974) και η ομώνυμη ταινία που ακολούθησε ένα χρόνο μετά σε σκηνοθεσία Φόλκερ Σλέντορφ. Ο ίδιος ο συγγραφέας είχε δηλώσει άλλωστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 πως «Η Bild δεν είναι κρυπτοφασιστική πλέον, ούτε φασιστοειδής, αλλά ο απόλυτος φασισμός, η πρόκληση, τα ψέματα και η βρωμιά».

Δύο ακόμη βιβλία έχουν κυκλοφορήσει στα γερμανικά στα οποία ο συγγραφέας τους, ο γνωστός δημοσιογράφος – ερευνητής Γκίντερ Βάλραφ, αποτυπώνει την εμπειρία εργασίας στην συγκεκριμένη εφημερίδα – δούλεψε για τέσσερις μήνες στη Bild με το ψευδώνυμο Χανς Έσερ. Αν και τα βιβλία του , το «Der Aufmacher» (Κύριο Άρθρο) και το «Zeugen der Anklage» (Μαρτυρίες για την Δίωξη), δεν κυκλοφορούν στα ελληνικά, αποσπάσματα βρίσκει κανείς στο «Αποκαλύψεις: Κείμενα ενός ανεπιθύμητου δημοσιογράφου».

Εκτός από τους αμέτρητους αναγνώστες και φίλους το γερμανικό ταμπλόιντ έχει όμως και θανάσιμα ορκισμένους εχθρούς. Ένα από τα δημοφιλέστερα ιστολόγια στη Γερμανία, το BILDblog, είναι ταγμένο στην αποκάλυψη των ατοπημάτων και των κατασκευασμένων «ειδήσεων» της.

Όσον για την επίπληξη του γερμανικού Συμβουλίου τύπου, είναι σίγουρο πως η εφημερίδα δεν ταράχτηκε και ιδιαίτερα εφόσον κάθε χρόνο η Bild καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις επιπλήξεις για παραβάσεις της δημοσιογραφικής δεοντολογίας.