Ένας απλός συνδυασμός δύο διατροφικών συμπληρωμάτων, της ρεσβερατρόλης και του χαλκού, φαίνεται να μειώνει την επιθετικότητα των όγκων του εγκεφάλου σε ασθενείς με γλοιοβλάστωμα, έναν από τους πιο θανατηφόρους και ανθεκτικούς στη θεραπεία καρκίνους. Αυτό προκύπτει από νέα, μικρής κλίμακας μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο Προηγμένο Κέντρο Θεραπείας, Έρευνας και Εκπαίδευσης στον Καρκίνο (Advanced Centre for Treatment, Research and Education in Cancer – ACTREC) στο Kharghar της Navi Mumbai.
Τα ευρήματα της μελέτης, που δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό BJC Reports, ενισχύουν μια εναλλακτική προσέγγιση στην αντικαρκινική θεραπεία: την ιδέα ότι, αντί να επιχειρείται η άμεση και συχνά αποτυχημένη εξόντωση των καρκινικών κυττάρων, θα μπορούσε να επιδιώκεται η «επούλωση» ή η εξημέρωση της κακοήθειας, μεταβάλλοντας τη βιολογική της συμπεριφορά.
Η μελέτη και το πρωτόκολλο χορήγησης
Στο πλαίσιο της έρευνας, ασθενείς με διαγνωσμένο γλοιοβλάστωμα έλαβαν δισκία που περιείχαν ρεσβερατρόλη και χαλκό τέσσερις φορές ημερησίως, για μέσο χρονικό διάστημα 11,6 ημερών, πριν από προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση αφαίρεσης του όγκου. Οι όγκοι αυτοί συγκρίθηκαν στη συνέχεια με δείγματα από ασθενείς με παρόμοια χαρακτηριστικά, οι οποίοι δεν είχαν λάβει τη συγκεκριμένη αγωγή.
Σημαντικό στοιχείο είναι ότι κανένας από τους ασθενείς που έλαβαν τον συνδυασμό ρεσβερατρόλης/χαλκού δεν ανέφερε παρενέργειες, γεγονός που υπογραμμίζει το ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας της παρέμβασης σε αυτό το πρώιμο στάδιο.
Η βασική υπόθεση των ερευνητών
Η ερευνητική ομάδα υπέθεσε ότι ο συνδυασμός ρεσβερατρόλης και χαλκού μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή δραστικών ριζών οξυγόνου. Οι ρίζες αυτές θεωρείται ότι είναι ικανές να απενεργοποιήσουν τα λεγόμενα σωματίδια χρωματίνης χωρίς κύτταρα, τα οποία απελευθερώνονται από τα κύτταρα γλοιοβλαστώματος που πεθαίνουν. Τα σωματίδια αυτά είναι γνωστό ότι επιδεινώνουν τη συμπεριφορά των γειτονικών, ζωντανών καρκινικών κυττάρων, καθιστώντας τα ακόμη πιο επιθετικά και ανθεκτικά.
Με την εξουδετέρωση αυτών των σωματιδίων, ο συνδυασμός των δύο ουσιών φαίνεται να «ηρεμεί» τη βιολογία του όγκου, μειώνοντας την ικανότητά του να αναπτύσσεται, να εξαπλώνεται και να διαφεύγει της ανοσολογικής επιτήρησης.
Ενθαρρυντικές μεταβολές σε κρίσιμους βιοδείκτες
Η ανάλυση των όγκων που είχαν εκτεθεί στη θεραπεία ανέδειξε μια σειρά από σημαντικές αλλαγές:
- Τα επίπεδα της πρωτεΐνης Ki-67, η οποία αποτελεί δείκτη του ρυθμού κυτταρικής διαίρεσης και συνεπώς της επιθετικότητας του καρκίνου, ήταν σχεδόν κατά ένα τρίτο χαμηλότερα στους επεξεργασμένους όγκους.
- Ένα σύνολο εννέα βιοδεικτών, γνωστών ως τα «σήματα κατατεθέντα του καρκίνου», ανιχνεύθηκε σε ποσοστό 57% λιγότερων κυττάρων.
- Έξι σημεία ελέγχου του ανοσοποιητικού συστήματος, τα οποία φυσιολογικά αναστέλλουν την ανοσολογική επίθεση του οργανισμού κατά των καρκινικών κυττάρων, μειώθηκαν κατά 41%.
- Παρατηρήθηκε επίσης μείωση κατά 56% σε δείκτες που σχετίζονται με τα καρκινικά βλαστοκύτταρα, τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα για την ταχεία εξάπλωση του γλοιοβλαστώματος και την έντονη αντοχή του στις θεραπείες.
Τι είναι το γλοιοβλάστωμα
Το γλοιοβλάστωμα αποτελεί μία από τις πιο επιθετικές μορφές καρκίνου του εγκεφάλου και συγκαταλέγεται στις δυσκολότερες κακοήθειες στη θεραπεία. Όπως εξηγεί ο ανώτερος ερευνητής της μελέτης, καθηγητής Indraneel Mittra, MBBS, PhD, οι σημερινές θεραπευτικές στρατηγικές, που περιλαμβάνουν χειρουργική επέμβαση, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία και ανοσοθεραπεία, έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα.
«Πολλοί ασθενείς καταλήγουν μέσα σε 15 μήνες. Από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων προσπαθούμε, με περιορισμένη επιτυχία, να σκοτώσουμε τα καρκινικά κύτταρα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Παρόμοια εικόνα περιγράφει και ο Walavan Sivakumar, MD, διευθυντής Νευροχειρουργικής στο Providence Little Company of Mary στο Torrance της Καλιφόρνια, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη. Όπως αναφέρει, τα οφέλη στην επιβίωση των ασθενών με γλοιοβλάστωμα παραμένουν «στην καλύτερη περίπτωση μέτρια», χωρίς να διαφαίνονται θεαματικά αποτελέσματα στον θεραπευτικό ορίζοντα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η τυπική φροντίδα (χειρουργική επέμβαση, ακτινοβολία και τεμοζολομίδη) αποδίδει μέση επιβίωση περίπου 12 έως 18 μηνών, με ελάχιστο ποσοστό μακροχρόνιων επιζώντων.
Από την καταστροφή στην «επούλωση» του όγκου
Ο καθηγητής Mittra υποστηρίζει ότι ίσως έχει έρθει η ώρα για μια ριζική αλλαγή οπτικής στη θεραπεία του καρκίνου. «Ίσως πρέπει να εστιάσουμε στην επούλωση του όγκου και όχι αποκλειστικά στην καταστροφή του», τονίζει.
Η ιδέα αυτή βασίζεται σε δοκίμιο του 1986 στο New England Journal of Medicine από τον Δρ. Harold Dvorak, ο οποίος είχε επισημάνει τις εντυπωσιακές ομοιότητες μεταξύ του καρκίνου και των μη επουλούμενων τραυμάτων. Όπως εξηγεί ο καθηγητής Mittra, οι βιολογικές και φλεγμονώδεις διεργασίες που χαρακτηρίζουν τις δύο καταστάσεις παρουσιάζουν πολλές κοινές παραμέτρους.
Ο δρ. Sivakumar προσθέτει ότι η σύγχρονη έρευνα δείχνει ολοένα και περισσότερο πως η αλλαγή της συμπεριφοράς του καρκίνου (μέσω του μικροπεριβάλλοντος του όγκου, των μεταβολικών οδών ή των αντιδράσεων στο στρες) μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ανάπτυξη και την εξέλιξή του. Στρατηγικές όπως η θεραπεία διαφοροποίησης στη λευχαιμία ή η τροποποίηση του οξειδωτικού στρες έχουν ήδη δείξει ότι η μεταβολή της βιολογίας του καρκίνου μπορεί να έχει θεραπευτική αξία.
«Ο στόχος είναι να μετατραπεί ο καρκίνος σε μια χρόνια νόσο», υπογραμμίζει.
Ο ρόλος της ρεσβερατρόλης και του χαλκού
Ο δρ. Sivakumar περιγράφει τη στρατηγική της μελέτης ως τη δημιουργία «ελεγχόμενου οξειδωτικού στρες» μέσα στα κύτταρα του γλοιοβλαστώματος μέσω της συνδυαστικής δράσης ρεσβερατρόλης και χαλκού. Πρόκειται, όπως υποστηρίζει, για μια θεμελιωδώς διαφορετική προσέγγιση από την παραδοσιακή χημειοθεραπεία, καθώς δεν στοχεύει στην άμεση εξόντωση όλων των διαιρούμενων κυττάρων, αλλά στην εκμετάλλευση συγκεκριμένων βιοχημικών ευπαθειών.
Παράλληλα, επισημαίνει ότι τα ευρήματα είναι ακόμη προκλινικά και δεν έχουν επικυρωθεί σε μεγάλες κλινικές δοκιμές.
Ο Nitesh Patel, MD, συνδιευθυντής του προγράμματος Νευροχειρουργικής Ογκολογίας στο Hackensack Meridian Jersey Shore University Medical Center, ο οποίος επίσης δεν συμμετείχε στη μελέτη, ερμηνεύει τα αποτελέσματα μέσα από το πρίσμα του «φαινομένου του παρευρισκόμενου». Σύμφωνα με αυτό, καθώς ο συνδυασμός ρεσβερατρόλης και χαλκού βλάπτει ένα καρκινικό κύτταρο, η βλάβη διαδίδεται και σε άλλα, μέσω τοξικών ουσιών που απελευθερώνονται από τα κύτταρα που πεθαίνουν.
Όπως σημειώνει, το βασικό εύρημα είναι ότι η ρεσβερατρόλη μπορεί να «αναστραφεί» λειτουργικά και, όταν συνδυάζεται με χαλκό, να μετατραπεί από αντιοξειδωτικό σε παράγοντα που προκαλεί βλάβες στο DNA.
Περιορισμοί και ανάγκη για μεγαλύτερες δοκιμές
Παρά τα ενθαρρυντικά δεδομένα, ο δρ. Patel επισημαίνει ότι το μικρό μέγεθος της μελέτης αποτελεί βασικό περιορισμό. Δεν πρόκειται για τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή (το χρυσό πρότυπο της κλινικής έρευνας) ενώ η διάρκεια της θεραπείας ήταν σύντομη και τα τελικά σημεία περιορισμένα. Επιπλέον, η μελέτη βασίζεται σε υποθέσεις για συγκεκριμένους βιοχημικούς μηχανισμούς, κάτι που είναι αναπόφευκτο σε αυτό το στάδιο.
Ωστόσο, όπως τονίζει, εάν μια μεγαλύτερη, τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή και ελεγχόμενη μελέτη επιβεβαιώσει αυτά τα αποτελέσματα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ουσιαστική αναμόρφωση της θεραπείας του γλοιοβλαστώματος, προσφέροντας παράλληλα μια χαμηλού κόστους λύση για τους ασθενείς.
Σύμφωνα με τον δρ. Sivakumar, τα ευρήματα αυτά ενθαρρύνουν την ιατρική κοινότητα να σκεφτεί πέρα από τις παραδοσιακές κυτταροτοξικές προσεγγίσεις και να στραφεί σε θεραπείες που τροποποιούν τη βιολογία των καρκινικών κυττάρων, χωρίς να προσθέτουν αδικαιολόγητη τοξικότητα, μια προοπτική ιδιαίτερα κρίσιμη για ανθεκτικούς όγκους όπως το γλοιοβλάστωμα.