Τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ) αποτελούν μια μεγάλη ανησυχία για τη δημόσια υγεία, αφού καθημερινά επηρεάζουν εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Πρόκειται για λοιμώξεις που μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής και μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία και ευημερία μας, εάν μείνουν χωρίς θεραπεία. Από τις πιο συνήθεις λοιμώξεις, όπως τα χλαμύδια, η γονόρροια και η σύφιλη, έως πιο σοβαρές καταστάσεις, όπως είναι σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS), τα ΣΜΝ είναι μια σημαντική πρόκληση για τους επαγγελματίες υγείας. 

Ιδίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, οι αυξημένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, τα ταξίδια και ο τουρισμός, μπορούν να οδηγήσουν σε περισσότερες ευκαιρίες για αυθόρμητες σεξουαλικές συναντήσεις, πολλές φορές χωρίς τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, οδηγώντας έτσι σε υψηλότερο κίνδυνο μετάδοσης ΣΜΝ. Φυσικά, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως τα ΣΜΝ δεν κάνουν διακρίσεις ανάλογα με την εποχή, γι’ αυτό και η λήψη προστασίας, η τακτική εξέταση και η ανοιχτή επικοινωνία μεταξύ των ερωτικών συντρόφων είναι απαραίτητα καθ΄ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Ο Δρ. Παναγιώτης Σκλαβούνος, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος και Διευθυντής της Β’ Κλινικής Γυναικολογικής Ογκολογίας του νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ, απαντά στις ερωτήσεις μας σχετικά με τα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα και το πώς επηρεάζουν τις γυναίκες, ενώ μας βοηθά να κατανοήσουμε περισσότερα πράγματα σχετικά με τον επιπολασμό, τα συμπτώματα, την πρόληψη και τη θεραπεία τους, ευαισθητοποιώντας μας σχετικά με την ασφάλεια κατά τη διάρκεια του σεξ, που θα μας βοηθήσει στο να έχουμε μια πιο υγιή κοινωνία.

Ποια είναι τα πιο συχνά Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα με τα οποία διαγιγνώσκονται οι ασθενείς σας; Μπορείτε να μας ενημερώσετε για τα πρώτα ανησυχητικά συμπτώματα και τους κύριους τρόπους μετάδοσής τους; Ποια μέτρα μπορεί να λάβει μια γυναίκα προκειμένου να προστατευθεί από αυτές τις λοιμώξεις;

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) είναι λοιμώξεις που μεταδίδονται από το ένα άτομο στο άλλο κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής. Τα πιο κοινά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα είναι:

  • H γονόρροια (βλεννόρροια)
  • Tα χλαμύδια 
  • H σύφιλη 
  • Ο έρπης των γεννητικών οργάνων (HSV-2)
  • Oι τριχομονάδες 
  • Η νόσος των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων (HPV) και 
  • Η φθειρίαση του εφηβαίου (ψείρες).

Η ηπατίτιδα Β, όπως και το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS), συγκαταλέγονται στις χρόνιες λοιμώξεις και ανήκουν επίσης στα Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα.

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα δεν προκαλούν πάντα συμπτώματα ή μπορεί να προκαλούν μόνο ήπια συμπτώματα. Έτσι, είναι πιθανό οι ασθενείς να έχουν μια λοίμωξη και να μην το γνωρίζουν. Και ακόμη και χωρίς συμπτώματα, τα ΣΜΝ μπορεί να είναι επιβλαβή και να μεταδοθούν κατά τη διάρκεια του σεξ.

Εάν υπάρχουν συμπτώματα, μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Ασυνήθιστες εκκρίσεις από το πέος ή τον κόλπο
  • Πληγές ή κονδυλώματα στην περιοχή των γεννητικών οργάνων
  • Επώδυνη ή συχνή ούρηση 
  • Κνησμός και ερυθρότητα στην περιοχή των γεννητικών οργάνων
  • Φουσκάλες ή πληγές στο στόμα ή γύρω από αυτό
  • Ανώμαλη κολπική οσμή
  • Κνησμός, πόνος ή αιμορραγία στον πρωκτό
  • Κοιλιακό άλγος
  • Πυρετός

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) μεταδίδονται συνήθως κατά τη διάρκεια του κολπικού, στοματικού ή πρωκτικού σεξ. Ωστόσο, μερικές φορές μπορούν να μεταδοθούν μέσω άλλης σεξουαλικής επαφής που περιλαμβάνει το πέος, τον κόλπο, το στόμα ή τον πρωκτό. Αυτό συμβαίνει επειδή ορισμένα ΣΜΝ, όπως ο έρπης και ο HPV, μεταδίδονται με την άμεση επαφή δέρμα με δέρμα. Ορισμένα ΣΜΝ μπορούν να μεταδοθούν από ένα έγκυο άτομο στο μωρό, είτε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είτε κατά τον τοκετό. Άλλοι τρόποι με τους οποίους μπορούν να μεταδοθούν τα ΣΜΝ περιλαμβάνουν τον θηλασμό, τη μετάγγιση αίματος ή την κοινή χρήση βελονών.

Μια γυναίκα μπορεί να προστατευθεί από αυτές τις λοιμώξεις. Όταν χρησιμοποιούνται σωστά και με συνέπεια, τα προφυλακτικά προσφέρουν μία από τις πιο αποτελεσματικές μεθόδους προστασίας από τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του HIV. Αν και εξαιρετικά αποτελεσματικά, τα προφυλακτικά δεν προσφέρουν προστασία για τα ΣΜΝ που προκαλούν εξωγεννητικά έλκη (π.χ. η σύφιλη ή ο έρπης των γεννητικών οργάνων). Όταν είναι δυνατόν, τα προφυλακτικά πρέπει να χρησιμοποιούνται σε όλες τις κολπικές και πρωκτικές σεξουαλικές επαφές.

Πόση σημασία έχει η έγκαιρη διάγνωση για τα ΣΜΝ; Υπάρχουν άραγε πιθανές αρνητικές επιπτώσεις σε περίπτωση που δεν αναζητηθεί θεραπεία;

Τα ΣΜΝ είναι συχνά ασυμπτωματικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η έγκαιρη διάγνωσή τους. Επιπλεόν, όταν εμφανίζονται συμπτώματα, μπορεί να είναι μη ειδικά και να μην προβληματίζουν τις γυναίκες ή τους άντρες σχετικά με την παρουσία ΣΜΝ. Επιπλέον, οι εργαστηριακές εξετάσεις βασίζονται σε δείγματα αίματος, ούρων ή ανατομικά δείγματα. Τρεις ανατομικές περιοχές μπορούν να φέρουν τουλάχιστον ένα ΣΜΝ. Οι διαφορές αυτές διαμορφώνονται ανάλογα με το φύλο και τον σεξουαλικό κίνδυνο. Αυτές οι διαφορές μπορεί να σημαίνουν ότι η διάγνωση των ΣΜΝ συχνά διαφεύγει και τα άτομα συχνά υποβάλλονται σε θεραπεία για 2 ή περισσότερα ΣΜΝ.

Οι ακριβείς διαγνωστικές εξετάσεις για τα ΣΜΝ (με χρήση μοριακής τεχνολογίας) χρησιμοποιούνται ευρέως στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Αυτές είναι ιδιαίτερα χρήσιμες για τη διάγνωση ασυμπτωματικών λοιμώξεων. Ωστόσο, δεν είναι σε μεγάλο βαθμό διαθέσιμες στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος για τα χλαμύδια και τη γονόρροια. Ακόμη και στις χώρες όπου οι εξετάσεις είναι διαθέσιμες, είναι συχνά ακριβές και όχι ευρέως προσβάσιμες. Επιπλέον, ο χρόνος που απαιτείται για την παραλαβή των αποτελεσμάτων είναι συχνά μεγάλος. Ως αποτέλεσμα, η παρακολούθηση μπορεί να παρεμποδίζεται και η περίθαλψη ή η θεραπεία μπορεί να είναι ελλιπής. 

Αυτό, δυστυχώς, δεν έρχεται πάντα χωρίς συνέπειες. Εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα ή και καθόλου, τα ΣΜΝ μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα υγείας. Με την πάροδο του χρόνου, μπορεί να αναπτυχθούν σοβαρές επιπλοκές, που μερικές φορές επηρεάζουν τη ζωή. Ορισμένες από αυτές μπορεί να εξελίσσονται απαρατήρητες κατά τη διάρκεια ετών, συχνά χωρίς εξωτερικά σημάδια.

Πιο συγκεκριμένα, εάν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, τα θεραπεύσιμα ΣΜΝ, όπως τα χλαμύδια και η γονόρροια, μπορούν να οδηγήσουν σε φλεγμονώδη νόσο της πυέλου (PID) στις γυναίκες και σε υπογονιμότητα τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες. Οι επιπλοκές της σύφιλης μπορούν επίσης να προκαλέσουν απόφραξη της επιδιδυμίδας, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανδρικής υπογονιμότητας. Αυτός είναι ο κύριος, άλλωστε, λόγος που σε κάποιες χώρες, όπως για παράδειγμα στις ΗΠΑ συνιστάται επί του παρόντος ο έλεγχος για χλαμύδια και γονόρροια σε όλες τις σεξουαλικά ενεργές γυναίκες ηλικίας 24 ετών και κάτω, καθώς και σε μεγαλύτερες γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης. Η σύφιλη, αν δε διαγνωσθεί και θεραπευθεί εγκαίρως μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση, απώλεια κινητικών δεξιοτήτων, άνοια και βλάβες στην καρδιά, τον εγκέφαλο, τα νεφρά και τα οστά. Ο αθεράπευτος έρπης των γεννητικών οργάνων μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στην ουροδόχο κύστη, ακόμα και μηνιγγίτιδα, ενώ η λοίμωξη με Ηπατίτιδα Β μπορεί να οδηγήσει σε κίρρωση του ήπατος, ακόμα και ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.

Επιπρόσθετα υπάρχουν πολλά ΣΜΝ που αποτελούν κίνδυνο για το έμβρυο και την εγκυμοσύνη συνολικά. Μια λοίμωξη μπορεί όχι μόνο να σας εμποδίσει να κυοφορήσετε μέχρι τέλους, αλλά μπορεί επίσης να μεταδώσει τη λοίμωξη είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια της γέννησης του παιδιού σας. Οι έγκυες με μη θεραπευμένα χλαμύδια, για παράδειγμα, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής, πρόωρου τοκετού και θνησιμότητας του εμβρύου. Η γονόρροια μπορεί να μεταδοθεί από τον γονέα στο παιδί κατά τη διάρκεια του κολπικού τοκετού, προκαλώντας δυνητικά σοβαρή οφθαλμική λοίμωξη στο νεογνό. Η σύφιλη και ο έρπης μπορεί επίσης να είναι δυνητικά θανατηφόρα σε ένα νεογέννητο.

Όσον αφορά τον ιό HIV, η χρήση αντιρετροϊκών φαρμάκων έχει μειώσει τον κίνδυνο μετάδοσης σε 1 στις 100.000 γεννήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, καθιστώντας εφικτή την εγκυμοσύνη και την απόκτηση ενός υγιούς παιδιού σε γυναίκες με το σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας (AIDS).

Εντούτοις διατίθενται φθηνά, αλλά και γρήγορα τεστ για τη σύφιλη, την ηπατίτιδα Β και τον HIV. Το γρήγορο τεστ σύφιλης και τα γρήγορα διπλά τεστ HIV/σύφιλης χρησιμοποιούνται σε διάφορα περιβάλλοντα περιορισμένων πόρων και συμβάλλουν αισθητά στην έγκαιρη διάγνωση των συγκεκριμένων ΣΜΝ.

Αρκετές άλλες ταχείες εξετάσεις βρίσκονται υπό ανάπτυξη και έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν τη διάγνωση και τη θεραπεία των ΣΜΝ, ιδίως σε περιβάλλοντα περιορισμένων πόρων.

Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) θεωρείται ένα από τα συχνότερα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Μπορείτε να μας δώσετε περισσότερες πληροφορίες για τον ιό, καθώς και για το ρόλο που παίζει στην ανάπτυξη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας; Πώς το test Παπανικολάου, μια προληπτική εξέταση ρουτίνας, συμβάλλει στην έγκαιρη ανίχνευση και πρόληψη;

Ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) είναι ένας ιός που περιέχει DNA στο γεννητικό του υλικό και τα κύτταρα του ανθρώπου αποτελούν τον ξενιστή τους. Υπάρχουν περισσότεροι από 200 διαφορετικοί τύποι HPV (ορότυποι) και διακρίνονται σε υψηλού ή χαμηλού κινδύνου ανάλογα με την δυνατότητά τους να προκαλέσουν ανάπτυξη καρκινικών ή άλλων βλαβών. Οι πιο συχνοί τύποι 16 και 18 είναι οι πιο συχνοί και ευθύνονται συνολικά για το 75% περίπου των καρκίνων του τραχήλου της μήτρας και για το 55% περίπου των υψηλόβαθμων προκαρκινικών βλαβών (βαθμού 3) στο ίδιο σημείο. Οι τύποι 6 και 11 είναι οι πιο συχνοί από τους καλοήθεις τύπους και ενοχοποιούνται για το 90% περίπου των γεννητικών κονδυλωμάτων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι το Δεκέμβριο του 2008, ο καθηγητής Harald zur Hausen, ένας Γερμανός ερευνητής, ιολόγος και γιατρός, έλαβε το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής, για μια πρωτοποριακή ανακάλυψη που έδειξε την αδιάψευστη συσχέτιση μεταξύ του ανθρώπινου ιού HPV (Human Papillomavirus) και της εμφάνισης νεοπλασματικών αλλοιώσεων, δηλαδή καρκινικών βλαβών σε φυσιολογικά κύτταρα, κυρίως στον τράχηλο της μήτρας.

Όταν το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού δεν μπορεί να απαλλαγεί από μια λοίμωξη HPV με ογκογόνους τύπους HPV, δηλαδή ιούς HPV υψηλού κινδύνου,  μπορεί να παραμείνει με την πάροδο του χρόνου και να μετατρέψει τα φυσιολογικά κύτταρα σε μη φυσιολογικά κύτταρα και στη συνέχεια σε καρκίνο. Περίπου το 10% των γυναικών με λοίμωξη από HPV στον τράχηλο της μήτρας τους θα αναπτύξουν μακροχρόνιες λοιμώξεις από HPV, που τις θέτουν σε κίνδυνο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Ομοίως, όταν ο HPV υψηλού κινδύνου παραμένει και μολύνει τα κύτταρα του αιδοίου, του κόλπου, του πέους ή του πρωκτού, μπορεί να προκαλέσει κυτταρικές αλλαγές που ονομάζονται προκαρκώσεις. Αυτές μπορεί τελικά να εξελιχθούν σε καρκίνο εάν δεν εντοπιστούν και δεν αφαιρεθούν εγκαίρως. Αυτοί οι καρκίνοι είναι πολύ λιγότερο συχνοί από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. 

Ο προληπτικός έλεγχος περιλαμβάνει τη λήψη τραχηλικού επιχρίσματος για κυτταρολογική εξέταση (τεστ Παπανικολάου) μία φορά τον χρόνο. Πρόκειται για τη λήψη και εξέταση κυττάρων του τραχήλου της μήτρας στο μικροσκόπιο για την έγκαιρη διάγνωση, είτε καρκινικών αλλοιώσεων, είτε προκαρκινικών αλλοιώσεων, οι οποίες αν δεν αντιμετωπισθούν θα οδηγήσουν σε καρκίνο.  Σε γυναίκες μεγαλύτερες των 30 ετών πρέπει να πραγματοποιήσουμε συμπληρωματικά το τεστ για τον ιό HPV. Το τεστ Παπανικολάου, έχει πλέον μετεξελιχθεί. Η σύγχρονη τεχνική ονομάζεται Κυτταρολογία Υγρής Φάσης (Liquid Based Cytology, LBC), που επιτυγχάνει επίσης την ανίχνευση και τυποποίηση του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), του ιού του έρπητα, καθώς και χλαμυδίων, μυκοπλάσματος και ουρεοπλάσματος. Με τη μέθοδο αυτή τοποθετούνται στο ειδικό φιαλίδιο όλα τα κύτταρα που λαμβάνονται με το βουρτσάκι, ενώ το υγρό που στο φιαλίδιο βοηθάει στην απομάκρυνση της βλέννης και του αίματος που μπορεί να υπάρχουν και να δυσκολεύουν την κυτταρολογική διάγνωση. Αυτό είναι ένα από τα κύρια προβλήματα του συμβατικού τεστ, καθώς έχει αποδειχθεί σε πολλές μελέτες ότι τα περισσότερα κύτταρα δεν μεταφέρονται στο πλακάκι από τη σπάτουλα και το βουρτσάκι και χάνονται. Υπάρχουν πλέον πάρα πολλές έγκυρες κλινικές μελέτες σε όλο τον κόσμο που αποδεικνύουν ότι η μέθοδος LBC έχει πολύ πιο ακριβή αποτελέσματα και είναι πλέον η καλύτερη και πιο αξιόπιστη μέθοδος προληπτικού ελέγχου.

Ανάλογα με τα αποτελέσματα του προληπτικού ελέγχου ο γυναικολόγος μπορεί να συστήσει περαιτέρω εξετάσεις, οπως στη διενέργεια κολποσκόπησης ή συντηρητικής αντιμετώπισης, απόφαση που πρέπει να ληφθεί από έμπειρους γυναικο-ογκολόγους. 

Σύμφωνα με την εμπειρία σας, ποιες είναι οι πιο κοινές συναισθηματικές και ψυχολογικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με κάποιο Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα και πώς τις υποστηρίζετε από την πλευρά σας, ώστε να μη νιώθουν στιγματισμένες;

Oι ασθενείς που έχουν διαγνωστεί με κάποιο Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενο Νόσημα κατακλύζονται αρχικά από ένα πλήθος συναισθημάτων. Νίωθουν θυμό, ντροπή ή ακόμη και βρωμιά. Αλλές φορές κατηγορούν τον εαυτό τους ή κάποιον άλλο. Τις περισσότερες φορές είναι μπερδεμένοι σχετικά με το τι πραγματικά σημαίνει το ΣΜΝ για τη δική τους υγεία και την υγεία του συντρόφου τους, καθώς και για τη μελλοντική τους ευημερία και ευτυχία.

Άλλωστε για πολλούς ανθρώπους, το χειρότερο μέρος του να έχεις ένα ΣΜΝ είναι ο φόβος και η ντροπή που τείνουν να τα συνοδεύουν.

«Υπάρχει ένα στίγμα γύρω από κάθε ΣΜΝ και αυτό διαχέεται σε όποιον διαγνωστεί με ΣΜΝ», λέει η Lindsay Henderson, PsyD, ψυχολόγος στο Pittsford της Νέας Υόρκης. «Οι άνθρωποι νιώθουν ντροπή, ότι είναι κατά κάποιο τρόπο κατεστραμμένοι και ότι κανείς δεν θα τους θέλει στο μέλλον»

Σύμφωνα με μια άλλη μελέτη από την Mayo Clinic στις ΗΠΑ,  «οι γυναίκες με ΣΜΝ βιώνουν απογοήτευση, άγχος, θυμό, φόβο απόρριψης, απομόνωση, ενοχή, αμηχανία, ντροπή και αισθήματα σωματικής βρωμιάς ή μόλυνσης. Αυτές οι αρνητικές ψυχολογικές επιπτώσεις είναι μάλιστα δυνητικά πιο σημαντικές από τις ιατρικές επιπτώσεις της νόσου».

Η σωστή ενημέρωση για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και πόσο διαχειρίσιμα είναι συνήθως το πρώτο βήμα ώστε αυτά τα συναισθήματα να ξεθωριάσουν, όπως δείχνουν και οι προαναφερθείσες έρευνες.

Η κατανόηση αυτών των κατακλυσμιαίων συναισθημάτων είναι πολύ σημαντική για τις ασθενείς μας. Η μόλυνση με ενα ΣΜΝ δεν πρέπει να αποτελεί στίγμα για τις γυναίκες, αλλά μια ευκαιρία για έναν ολοκληρωμένο ιατρικό έλεγχο και φροντίδα. Πρέπει με άλλα λόγια να δίνει το ερέθισμα για μια στενή ιατρική παρακολούθηση που θα εξασφαλίζει την υγεία των γυναικών και θα προστατεύει τη γονιμότητα τους και την ψυχική υγεία και ισορροπία.

Τέλος, ενώ όλο και πιο πολλά εμβόλια γίνονται διαθέσιμα για την πρόληψη των ΣΜΝ, όπως το εμβόλιο κατά του HPV, πιστεύετε πως αυτό μπορεί μελλοντικά να βοηθήσει στη μείωση του επιπολασμού των συγκεκριμένων λοιμώξεων; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίζει η ιατρική κοινότητα ως προς αυτό;

Σήμερα η ιατρική κοινότητα έχει στα χέρια της αποτελεσματικά εφόδια για την πρόληψη κάποιων ΣΜΝ. Στην αγορά διατίθενται ασφαλή και εξαιρετικά αποτελεσματικά εμβόλια για 2 ιογενή ΣΜΝ: ηπατίτιδα Β και HPV. Αυτά τα εμβόλια έχουν αποτελέσει σημαντική πρόοδο στην πρόληψη των ΣΜΝ. Μέχρι το τέλος του 2020, το εμβόλιο κατά του HPV είχε εισαχθεί ως μέρος των προγραμμάτων εμβολιασμού ρουτίνας σε 111 χώρες, κυρίως σε χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος. Για να εξαλειφθεί ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας ως πρόβλημα δημόσιας υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να επιτευχθούν υψηλοί στόχοι κάλυψης για τον εμβολιασμό κατά του HPV, τον έλεγχο και τη θεραπεία των προκαρκινικών αλλοιώσεων και τη διαχείριση του καρκίνου έως το 2030 και να διατηρηθούν σε αυτό το υψηλό επίπεδο για δεκαετίες.

Η έρευνα για την ανάπτυξη εμβολίων κατά του έρπητα των γεννητικών οργάνων και του HIV έχει προχωρήσει από την παγκόσμια ιατρική κοινότητα, με αρκετά υποψήφια εμβόλια σε πρώιμη κλινική ανάπτυξη. Πληθαίνουν τα στοιχεία που δείχνουν για παράδειγμα ότι το εμβόλιο για την πρόληψη της μηνιγγίτιδας (MenB) παρέχει κάποια διασταυρούμενη προστασία έναντι της γονόρροιας. Απαιτείται περισσότερη έρευνα για εμβόλια κατά των χλαμυδίων, της γονόρροιας, της σύφιλης και της τριχομονάδας.

Άλλες βιοϊατρικές παρεμβάσεις για την πρόληψη ορισμένων σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων περιλαμβάνουν την εθελοντική ιατρική περιτομή ενηλίκων ανδρών, τα μικροβιοκτόνα και τη θεραπεία των συντρόφων. Υπάρχουν εν εξελίξει δοκιμές για την αξιολόγηση του οφέλους της προφύλαξης των ΣΜΝ πριν και μετά την έκθεση και της πιθανής ασφάλειάς τους που ζυγίζεται με την μικροβιακή αντοχή (AMR).

Ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία απο τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (World Health Organization WHO) για τα ΣΜΝ

  • Περισσότερα από 1 εκατομμύριο σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) αποκτώνται καθημερινά παγκοσμίως, η πλειονότητα των οποίων είναι ασυμπτωματικά.
  • Κάθε χρόνο εκτιμάται ότι υπάρχουν 374 εκατομμύρια νέες μολύνσεις με 1 από τα 4 θεραπεύσιμα ΣΜΝ: χλαμύδια, γονόρροια, σύφιλη και τριχομονάδες.
  • Εκτιμάται ότι περισσότερα από 500 εκατομμύρια άτομα ηλικίας 15-49 ετών έχουν λοίμωξη των γεννητικών οργάνων από τον ιό του απλού έρπητα (HSV ή έρπης) (1).
  • Η λοίμωξη από τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV) σχετίζεται με περισσότερους από 311 000 θανάτους από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας κάθε χρόνο (2).
  • Σχεδόν 1 εκατομμύριο έγκυες γυναίκες εκτιμάται ότι είχαν μολυνθεί με σύφιλη το 2016, με αποτέλεσμα πάνω από 350 000 δυσμενείς εκβάσεις κατά τη γέννηση (3).
  • Τα ΣΜΝ έχουν άμεσο αντίκτυπο στη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία μέσω του στιγματισμού, της υπογονιμότητας, των καρκίνων και των επιπλοκών της εγκυμοσύνης και μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης του HIV.
  • Η ανθεκτικότητα στα φάρμακα αποτελεί σημαντική απειλή για τη μείωση της επιβάρυνσης των ΣΜΝ παγκοσμίως.

Δρ. Παναγιώτης Σκλαβούνος, Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Εξειδικευμένος Γυναικολόγος Ογκολόγος, Διευθυντής της Β’ Κλινικής Γυναικολογικής Ογκολογίας του νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ

  • Ιατρείο Νοσοκομείου Μητέρα: Ερυθρού Σταυρού 6, 151 23, Μαρούσι Αττικής / Τ: 210 6869000, 6988636932
  • Ιατρείο Μεγάρων: Σαλαμίνος 146 & Α. Ρούσου, Μέγαρα / Τ: 22960-81970, 6988636932

Website

Facebook

Instagram

LinkedIn

YouTube