Οι Έλληνες εμφανίζουμε την τρίτη χειρότερη ευρωπαϊκή επίδοση στον τομέα της αισιοδοξίας, έπειτα από την Ισπανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η επιδείνωση είναι ραγδαία την πενταετία 2005 – 2010, όπως δείχνει πρόσφατη έρευνα του «Ευρωβαρόμετρου».

Από την ανάλυση των στοιχείων, φαίνεται ότι βιώνουμε όλο και πιο σπάνια θετικά συναισθήματα, ενώ οι αρνητικές μας σκέψεις είναι περισσότερες, σε σύγκριση με εκείνες των άλλων ευρωπαϊκών λαών.

Ενδεικτικό είναι τα εξής στοιχεία:

Οι Έλληνες που βιώνουν ‘ευτυχία’ είναι 43%, έναντι 61% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ήρεμοι νιώθουν το 46%, έναντι 61% του μέσου ευρωπαϊκού όρου και γαλήνιοι το 54% έναντι 51% του μέσου όρου.

Πάνω από το μέσο όρο βρισκόμαστε ως λαός και στο αίσθημα πίεσης. Το 18% των Ελλήνων δηλώνουν «ιδιαίτερα πιεσμένοι» και «κουρασμένοι» το μεγαλύτερο διάστημα, έναντι 12% και 17% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η εικόνα αυτή των Ελλήνων δεν αποδίδεται σε επιβαρημένη ψυχική υγεία τους. Συνδέεται, όμως, με συναισθηματικά προβλήματα, τα οποία προφανώς προκαλεί η βεβαρημένη καθημερινότητα.

Αντικαταθλιπτικά
Προς την κατεύθυνση αυτή οδηγεί και το εύρημα ότι το ποσοστό των Ελλήνων που έχουν πάρει αντικαταθλιπτικά φάρμακα τους τελευταίους 12 μήνες είναι σημαντικά κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (3% έναντι 7%).
Οι περισσότεροι από αυτούς, πήραν τα φάρμακα όχι εξαιτίας της κατάθλιψης (33%), αλλά κυρίως λόγω του άγχους (54%).

Η ανησυχία αυτή προκαλείται κυρίως από την εργασιακή ανασφάλεια. Το 42% των ερωτηθέντων να εκτιμούν ότι κινδυνεύουν να χάσουν τη θέση τους, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη δεν ξεπερνά το 25%.

Αρνητικές σκέψεις
Χαρακτηριστικά «βορρά και νότου» έχει η σύγκριση των αρνητικών σκέψεων μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών. Σουηδοί, Δανοί, Ολλανδοί και Φιλανδοί έχουν αναλογικά τις λιγότερες αρνητικές σκέψεις, σε αντίθεση με τους Έλληνες και τους Ιταλούς.

Την απάντηση «αισθάνομαι σπάνια αρνητικές σκέψεις», δίνει το 85% έως 90% των ερωτηθέντων στη Σκανδιναβία, σε αντίθεση με τις πιο φτωχές χώρες, όπου σχεδόν οι μισοί πολίτες είναι απαισιόδοξοι (το 56% των Ρουμάνων και των Ελλήνων και το 57% των Λιθουανών και των Ιταλών).

Πηγή: www.iatronet.gr